Όταν οι νεκροί χωρεύουν
Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν σε μια έρευνα που θα τον φέρει αντιμέτωπο με την άγρια διαφθορά του κράτους.
H μεγάλη επιστροφή του μεξικανού ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαρά Σάυν
«Πως είναι ο δικός σου θάνατος;»Ο Έκτορ έμεινε συλλογισμένος. Όταν ξαναμίλησε, η κοπέλα με την αλογοουρά δεν μπορούσε να δει το προσωπό του, άκουγε μόνο την παράξενα βραχνή φωνή με την οποία αφηγούνταν την ιστορία του.«Δεν μπορείς να ανασάνεις. Νιώθεις φωτιά στο στομάχι. Δεν μπορείς να κουνήσεις τα δάχτυλα του χεριού. Το πρόσωπο σου είναι μέσα στη λάσπη και τα χείλια σου γεμάτα βρομόνερα. Τα κάνεις στο παντελόνι σου χωρίς να μπορείς να συγκρατηθείς. Το αίμα τρέχει από τη μύτη σου κι ανακατεύεται με τα λασπόνερα… Βρέχει.»«Τώρα;»«Όχι. Όταν πεθαίνεις.»
«Ο Τσάντλερ, στο δεκάλογο του για το αστυνομικό μυθιστόρημα, ξέχασε να απαγορεύσει στους ντετέκτιβ να κάνουν μεταφυσική», συλλογίστηκε ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, κουμπουροφόρος αργοναύτης της Πόλης του Μεξικού, του μεγαλύτερου νεκροταφείου ονείρων.
Άνοιξε το παράθυρο. Νυσταγμένα παιδιά που έψαχναν τις γωνίες περιμένοντας το σχολικό λεωφορείο. Υπηρέτριες που φαίνονταν στα μισά του δρόμο για το γάλα. Μεθυσμένοι που γυρνούσαν σπίτι. Βιομηχανικοί εργάτες που άρχιζαν την περιπετειώδη διαδρομή μιάμισης ώρας ως την αλυσίδα παραγωγής. Έφηβοι θεότρελοι από έρωτα, βέβαιοι ότι ούτε κι αυτή τη φορά τους αγαπούσαν. Συγγραφείς που κακοκοιμήθηκαν κι έβγαιναν για περίπατο προτού ξαπλώσουν να ονειρευτούν με μάτια ανοιχτά το μυθιστόρημα που δεν του έβγαινε. Μάγοι του τσίρκου που έκαναν πρόβες νοήτα το ταχυδακτυλουργικό κόλπο που δεν τους άφηνε να κοιμηθούν. Αγρότες ακτήμονες που ερχόταν από πολύ μακριά για να μισήσουν τους γραφειοκράτες της Αγροτικής Μεταρρύθμισης ενώ θα περίμεναν στις ουρές. Μετανιωμένοι αυτόχειρες. Μητέρες εγκυμονούσες και αγουροξυπνημένες, καθηγητές που έβγαζαν από το καπέλο μεγαλοφυείς αλγεβρικές εξισώσεις. Ασφαλιστές που δεν πίστευαν στις ασφάλειες που πωλούσαν, θαυματουργοί οδηγοί του μετρό, φυσικοί που δεν μπορούσαν να γίνουν Λεονάρντο ντα Βίντσι, δημοσιογράφοι που επέστρεφαν σπίτι τους, λαχειοπώλες που πουλούσαν λαχεία που ποτέ δε θα τα κέρδιζαν οι ίδιοι, εκφωνητές ραδιοσταθμών FM στο δρόμο για τη δουλειά, που ήξεραν ότι άλλη μια μέρα θα διάβαζαν ψεύτικες ειδήσεις και ονειρευόνταν να σπρώξουν λαθραία μια μέρα πληροφορίες που δεν τους άφηναν να πουν, περήφανοι γέροι που ξέχασαν πια την τέχνη του ύπνου, γλυκές νοσοκόμες, σκυλιά του δρόμου, αδημοσίευτοι ποιητές, σκηνοθέτες που ήταν στην μαύρη λίστα, δημοκρατικοί γραφειοκράτες στα πρόθυρα της απόλυσης, ντραμίστες της ροκ, παράφοροι αναγνώστες του Αλτουσέρ, κορίτσια που ανέμιζαν προκλητικά στις έξι το πρωί τη φρεσκοχτενισμένη κοτσίδα τους και δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να νιώσει κύριος μια πόλης που τα λάτρευε, καρδενικοί οικοδόμοι που με ζήλο συντηρούσαν τη μαστοριά να τοποθετούν όρθιο το τούβλο δίχως ζύγι. Όλοι οι κατασκευαστές διαφορετικών μητροπόλεων, που δημιουργούσαν ένα μέλλον φαινομενικά απραγματοποίητο, στο δρόμο προς τη ρουτίνα που απέκρυπτε το γεγονός ότι μια μέρα όλοι αυτοί θα έκαναν την πόλη ν΄ανθήσει σαν λουλούδι και να γίνει άλλη.