“Ο πατέρας δεν ήταν παρά μικρό παιδί όταν άρχισε να περιπλανιέται στη σαβάνα. Εκείνο το καλοκαίρι βρέθηκε στους νότιους πρόποδες των λόφων κοντά στο Πίντσερ Κρικ όπου έμεινε λιγότερο από χρόνο σε μια παρατημένη χορταρένια παράγκα με μία γυναίκα Μετίς και το μωρό της, η γυναίκα ένα αλλόκοτο είδος μητέρας, η γλώσσα της ένα μείγμα από διαλέκτους στόνι και τσιπέουα με γαλλικά. Όταν έφυγε, έκλεψε το πρώτο του άλογο από ένα ράντσο κοντά στο οχυρό Μακλίοντ και ταξίδεψε ανατολικά εγκαταλείποντας τις ανοιξιάτικες καταιγίδες για να φτάσει στους λόφους Σάιπρες όπου δούλεψε σε κτήματα και σταροχώραφα στο Τρίγωνο του Πάλισερ. Αδιαφορούσε για τα σύνορα, Σασκάτσουαν και Αλμπέρτα, Βόρεια και Νότια Ντακότα, Μοντάνα, Άινταχο και Ουάσινγκτον, στο μυαλό του ήταν όλες μία και μόνη χώρα. Πίστευε ότι δεν ανήκε αποκλειστικά σε ένα μέρος. Ήταν περιπλανώμενος και σπίτι του ήταν το πουθενά. Όταν ήταν δεκαπέντε, κρύφτηκε σε μια σπηλιά στο Μπιγκ Μάντι στα Μπάντλαντς, στοιβάζοντας θαμνόκλαδα και αλιφασκιές για να εμποδίζει τους θυελλώδεις ανέμους. Έζησε εκεί ένα χειμώνα, σκοτώνοντας λύκους με μια κλεμμένη καραμπίνα Ένφιλντ, πουλώντας τα δέρματα στη Χάβερ. Την άνοιξη προχώρησε…”
Και έφτασε, περιπλανώμενος, στην Άγρια Δύση, όχι την αμερικάνικη των Γουέστερνς, την άλλη, εκείνη που βρίσκεται βορειότερα της πολιτείας Ουάσιγκτον και ανατολικά της Βρετανικής Κολομβίας, αυτή του Καναδά. Και εκεί, την δύσκολη και βιαία δεκαετία του ‘20, διάλεξε ένα απομονωμένο και άγριο κομμάτι γης στην κοιλάδα Οκανάγκαν και ρίζωσε. Είναι ο Έλμερ Σταρκ, άντρας ημιάγριος, σκοτεινός και κλειστός, προϊόν μιας δύσκολης εποχής, αυτοκαταστροφικός, με ροπή προς τον αλκοολισμό και ενίοτε βιαίος, και παντρεύεται την Λίλιαν, μια νεαρή γυναίκα που από ζει με απροσδιόριστα για την επόχη ψυχολογικά θέματα, προβλήματα που κορυφώνονται και την ρίχνουν σε μια μόνιμη κατάθλιψη μετά από αλλεπάλληλες λοχείες. Ζευγάρι σκληρό όπως η εποχή του, που παράγει δύο γιούς, τον Τομ και τον Έντι, αγόρια διαμορφωμένα από την αυτοκαταστροφική γενεολογία τους και την βια που τα περιβάλλει, αλλά και μερικά κορίτσια, που όμως κανένα δεν ξεπερνά την παιδική ηλικία και μένουν φαντάσματα, να κατοικούν στους μικρούς τάφους κάτω από την μηλιά στον κήπο των Σταρκ.
Ίσως για το καλύτερο. Η ζωή στην κοιλάδα Οκανάγκαν ήταν και είναι δύσκολη. Δεκαετίες αργότερα, το ‘50, ο Έλμερ καταλήγει αλκοολικός και πεθαίνει, η Λίλιαν πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη, ο Τομ μεγαλώνει παραμελημένος και ο Έντι καταλήγει στο αναμορφωτήριο και τελικά στα ναρκωτικά. Και όταν ο τελευταίο μπλεχτεί σε μια κόντρα δίχως τέλος με τον διεφθαρμένο σερίφη της πόλης, τα πράγματα θα πάρουν ακόμη χειρότερη τροπή.
Η μαύρη εποποιία της οικογένειας Σταρκ δεν έχει άνοδο αλλά μόνο πτώση. Με επίκεντρο ένα γεγονός που συμβαίνει το 1958 και ταρακουνά τις ήδη άνω κάτω ζωές του Τομ και του Έντι, ο καταξιωμένος Καναδός ποιητής Πάτρικ Λέιν γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Κόκκινο σκυλί, κόκκινο σκυλί, ένα λυρικό χρονικό που εξερευνά τις σκληρές ζωές των Σταρκ. Από τον εποικισμό της Δύσης τη δεκαετία 1880, στην δεκαετία της ύφεσης και της πείνας, το 1920, και από κει στο “παρόν”, την μεταπολεμική δεκαετία του 50· όποια και να είναι η χρονολογία, οι Σταρκ δεν φαίνεται να μπορούν να ξεφύγουν από την ανέχεια και το βούρκο, από την αυτοκαταστροφική πραγματικότητα που μοιαζει να κυνηγά τα μέλη της οικογένειας, αλλά και να απλώνεται πιο πέρα, στον περίγυρο τους και σε όλη την κοιλάδα Οκανάγκαν.
Κοινωνική κινητικότητα; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα για τους εξαθλιωμένους και τους δυσλειτουργικούς.
Η βία βασιλεύει, και κάθαρση δεν υπάρχει. Το Κόκκινο σκυλί, κόκκινο σκυλί, είναι ένα σκληρό βιβλίο, με σκηνές που συχνά περιέχουν γραφική βία, και με χαρακτήρες που οδεύουν κραυγαλέα προς την καταστροφή. Η γραφή του Πάτρικ Λέιν, συχνά γίνεται λυρική, μαρτυρώντας το ποιητικό του παρελθόν, δίνοντας μερικά καταπληκτικά αποσπάσματα όπως τα κεφάλαια που τα νεκρά κορίτσια της οικογένειας Σταρκ αφηγούνται/εξερευνούν την ιστορία της οικογένειας. Όμως σε άλλα σημεία, ίσως απότοκα της μετάφρασης και της επιμέλειας, ο συγγραφέας γίνεται φλύαρος και η γραφή του μοιάζει αποπροσανατολισμένη, κάνοντας το κείμενο να σκοντάφτει σε χρονικά πίσω μπρος, βάζοντας φρένο στο ρυθμό της αφήγησης.
Ένα βιβλίο που μιλά έντεχνα για τα δύσκολα, ζοφερά χρόνια του πρώτου μισού του ‘20 αιώνα στην Αμερικανική Δύση, για ζωές και όνειρα που ματαιώθηκαν, για την βία, την μνησικακία και την απώλεια. Ίσως στις τελευταίες του σελίδες, να υπόσχεται και μια λύτρωση.