Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, ιδιωτικός ντετέκτιβ για παράξενους και επαναστατικούς λόγους, ήταν άνθρωπος της καταιγίδας. Ή τουλάχιστον αυτό αποφάσισε εκείνο το βροχερό απόγευμα. Γι΄αυτό και σηκώθηκε από την πολυθρόνα και είπε:
-Νικήσατε, κύριοι, πηγαίνω για τους καφέδες.
-Κοίτα, για μένα μην μπαίνεις στον κόπο, είπε ο Χιλμπέρτο Γκόμες Λέτρας, υδραυλικός, που μοιραζόταν το ένα τρίτο του γραφείου με τον ντετέκτιβ. Το δικό μου με πολύ γάλα και δύο ντόνατς.
-Αρχίσαμε πάλι, είπε ο Κάρλος Βάργας, ταπετσιέρης, τρίτος ημερήσιος γείτονας του γραφείου.
Ο Έκτορ φόρεσε πάνω από το πουλόβερ του ένα πράσινο αντιανεμικό, έδεσε τα κορδόνια της κουκούλας και άναψε καινούργιο τσιγάρο.
-Κι εσύ δε θα δουλέψεις ποτέ;
-Είμαι κι εγώ από αυτούς τους…
-Από ποιούς;
-Από τους δικούς του, είπε ο Χιλμπέρτο δείχνοντας τον Κάρλος.
-Τους αναρχικούς, τον πληροφόρησε χα-μογελώντας ο ταπετσιέρης.
-Δεν πάνε να γαμηθούνε όλοι, είπε ο Έκτορ.
Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ, αντικομφορμιστής και αριστερός, γέννημα θρέμμα του Μεξικού, βγαλμένος από τα σπλάχνα της πόλης του Μεξικού, μιας πόλης χαοτικής μα όμορφης την οποία λατρεύει. Μοιράζεται τις Ισπανικές και Ιρλανδικές ρίζες στις οποίες χρωστάει τα εξωτικά του επώνυμα, με τον δημιουργό του, τον ταλαντούχο Μεξικοισπανό συγγραφέα, Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, ο οποίος, στο βιβλίο Χωρίς Αίσιο Τέλος, την τέταρτη περιπέτεια του αντισυμβατικού ντετέκτιβ που υπογράφει, τον ρίχνει για άλλη μια φορά στα βαθιά.
‘Ηταν 33 χρονών, και είχε χάσει τα πρώτα τριάντα, ή, για να το πει με άλλο, πιο μπερδεμένο τρόπο, τα πρώτα τριάντα τον είχαν χάει. Άλλαζε δουλειές, πόλει, στύλ, ιδέες, έψαχνε ξύνοντας σαν λεπρός το δέρμα της χώρας, προσπαθούσε να βρει έναν τόπο, να γίνει ένα με τη βία· όλα ηχούσαν καλά και είχε ζήσει καλά. Μέσα σε τρία χρόνια είχε χάσει την αίσθηση του χιούμορ, την περιπαικτική του στάση απέναντι στον εαυτό του. Είχε αποδεχτεί ότι η τιμιότητα ήταν το χάος, η σύγχυση, ο φόβος, η έκπληξη. Ότι έφταναν πια οι καθαρές αλήθειες, οι συνταγές μαγειρικής για τη ζωή. Αλλά τώρα δεν ήξερε από που και γιατί τον κυνηγούσαν. Δυνάμεις του κακού του επιτιθενται. Γαμημένες σκέτες δυνάμεις του κακού, χωρίς πρόσωπο.
Όλα ξεκινάν όταν ένα το πτώμα ενός άνδρα, ντυμένου με την στολή Ρωμαίου Λεγεωνάριου, ανακαλύπτεται στις τουαλέτες του γραφείου του. Κανένας ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του δεν θα μπορούσε να αγνοήσει ένα τέτοιο μυστήριο, οπότε ο Μπελασκοαράν, με την περιστασιακή βοήθεια από τον πολύχρωμο θίασο με τον οποίο μοιράζεται το γραφείο του, τα αδέρφια του, αλλά και την “κοπέλα με την αλογοουρά”, την αιώνια ερωμένη του, ρίχνεται με τα μούτρα στην αναζήτηση της ταυτότητας του λεγεωνάριου. Μια αναζήτηση που θα τον πρόσωπο με πρόσωπο με περισσότερα πτώματα, μεταξύ των οποίων και αυτό ενός πρώην αερόβιου πιλότου που υπήρξε εκπαιδευτής παρακρατικών δεξιών ομάδων κρούσης που στόχο είχαν τον φοιτητικό κίνημα την εποχή του Μάη του ‘68, αυτό ενός λογαχού της αστυνομίας με ένοχα μυστικά, και φυσικά, πολλούς, πάρα πολλούς πληρωμένους δολοφόνους που όπως φαίνεται έχουν βάλει στο μάτι τον Μπελασκοαράν, χωρίς όμως κάποια προφανή αιτία.
Σκοτάδι, πτώματα και αίμα στην Πόλη του Μεξικού και, καθώς στο μουσικό υπόβαθρο ακούγονται νότες από το Solea του Miles Davis, οι πιθανότητες δε φαίνονται καθόλου ευνοϊκές για τον ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν. Θα είναι το βιβλίο, χωρίς αίσιο τέλος όπως προδικάζει ο τίτλος του;
Ένα ακόμη διαμαντάκι από την κοφτερή πένα του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, ένα μυθιστόρημα με νότες νουάρ και με το σκονισμένο, γεμάτο κοινωνικές ανισότητες και πολιτική διαφθορά Μεξικό στο προσκήνιο. Ίσως πιο σκοτεινό από τα προηγούμενα της σειράς, αλλά διατηρώντας το σπιρτόζικο μαύρο χιούμορ και την περιστασιακά φιλοσοφική/πολιτική ματιά του, το Χωρίς Αίσιο Τέλος, είναι ένα απολαυστικό αστυνομικό μυθιστόρημα που δικαιωνει με το παραπάνω την φήμη του συγγραφέα του.