Το αν δε θυμάται κανείς ισοδυναμεί με το δεν υπάρχει Θεός. Αν δεν υπάρχει Θεός, λέει ο Ντοστογέφσκι, σημαίνει πως τα πάντα επιτρέπονται. Ο Θεός θα αποδειχτεί πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μεγάλη, αποθηκευμένη μνήμη. Μια μνήμη αμαρτιών. Ένα σύννεφο με ατελείωτα μεγαμπάιτ. Ένας Θεός που θα ξεχνούσε, ένας Θεός με Αλτσχάιμερ, θα μας απελευθέρωνε από όλες μας τις υποχρεώσεις. Αν δεν υπάρχει μνήμη, δεν υπάρχει και έγκλημα.
Τι είναι χρόνος, παρελθόν, μέλλον; Αποφεύγοντας, άκομψα και αδόκιμα, τους περίπλοκους θετικισμούς ή τους λαβυρινθώδεις φιλοσοφικούς ορισμούς, χρόνος είναι η αλλαγή, η ποσοτικοποίηση της αλλαγής, με το παρελθόν να είναι η αφετηρία και το μέλλον να είναι η αβέβαιη κατάληψη.
Για τους ανθρώπους η μόνη σταθερά είναι το παρόν· ορίζονται όμως από το παρελθόν τους, από το σύνολο του περασμένων εμπειριών τους. Χωρίς τις αναμνήσεις σου παύεις να είσαι ο εαυτός σου, κατά κάποιο τρόπο, πεθαίνεις.
Άνοια.
Η εκφυλιστική κατάσταση, που προκαλείται από, αλλά όχι μόνο, την νόσο του Αλτσχάιμερ, και που μέρα με τη μέρα κατατρώει τις αναμνήσεις του ασθενή, μετατρέποντας τον σε έναν νοητικό Μπέντζαμιν Μπάτον. Εκατομμύρια άτομα στην τρίτη ηλικία, περίπου το 5% άνω των 65 ετών, παρουσιάζουν άνοια, ξυπνώντας κάθε μέρα και πιο πίσω στον χρόνο. Η εκφυλιστική πορεία της άνοιας, που τελικά οδηγεί σε θάνατο, δεν έχει θεραπεία.
Γιατί όμως να μην ανακουφίσουμε τους ασθενείς; Γιατί να μην τους μεταφέρουμε σε μια εποχή που συμβαδίζει με αυτή στην οποία βρίσκεται το μυαλό τους; Το παρελθόν κρύβεται στις “μυρωδιές και στα απογεύματα”, στις αισθήσεις και στην αισθητική που μας περιβάλλει. Γιατί να μην τους νοσηλεύσουμε ομορφαίνοντας τα τελευταία χρόνια τους, σε μια “κλινική για το παρελθόν”, σε ένα χρονοκαταφύγειο;
Αυτό ακριβώς κάνουν στο Χρόνοκαταφυγιο, το βιβλίο που κέρδισε το βραβείο booker του 2023, ο βούλγαρος συγγραφέας Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ που παίζει τον ρόλο του ανώνυμου αφηγητή, μαζί με το alter-ego του, τον χρονοταξιδιώτης Γκαουστίν. Δημιουργούν ένα ίδρυμα που προσφέρει μια πρωτότυπη θεραπεία για τους πάσχοντες από Άνοια, με κάθε όροφο να αναπαριστά μια διαφορετική δεκαετία, μεταφέροντας τους ασθενείς πίσω στο παρελθόν και αναβιώνοντας τις αναμνήσεις τους. Ένα εγχείρημα που ξεκινά αρχικά στην Ελβετία άλλα η επιτυχία του σύντομα ξεπερνά τα σύνορα· νέες κλινικές ξεπετάγονται σε όλη την Ευρώπη, για να εξελιχθούν σιγά σιγά σε οικισμούς χαμένους στο παρελθόν, σε πόλεις που κατοικούν σε περασμένες δεκαετίες.
..Από τη μία, χάνοντας τη μνήμη τους, οι ασθενείς μας θα πηγαίνουν όλο και πιο πίσω, θα θυμούνται όλο και πιο περασμένα πράγματα. Μετά το 1985, για αυτούς θα έρθει το 1984, μετά το 1983 και λοιπά.. Ξέρω πως δεν τρελαίνεσαι για τη δεκαετία του ‘80, αλλά θα την αντέξεις. Θα την αναστηλώσεις, θα τη γεμίσεις με ιστορίες. Για ποιό πράγμα πενθούσαν οι άνθρωποι τη δεκαετία του ΄80; Μπορούμε, εννοείται, να συγκρατήσουμε και για παραπάνω την ίδια χρονιά, να την επαναλαμβάνουμε. Μετά θα φτιάξουμε και τη δεκαετία του ‘70, αυτό θα είναι άλλη συνοικία.
Ένα εγχείρημα που ξυπνά μια φρενίτιδα για το παρελθόν, μια φρενίτιδα που καταπίνει ολόκληρες χώρες, με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διεξάγουν δημοψηφίσματα για το παρελθόν, ψηφοφορίες που θα καθορίσουν το παρελθόν που θα γυρίσει η ήπειρος. Εστιάζοντας στην ειδική περίπτωση της Βουλγαρίας όπου, οι δύο κυρίαρχες τάσεις εκφράζουν από την μια τους νοσταλγούς της “χρυσής” κομμουνιστικής δεκαετίας του εξήντα και από την άλλη εκείνους που νοσταλγούν την υπερπατριωτική εποχή της νεοαποκτηθείσας ανεξαρτησίας στις αρχές του 20ου αιώνα, και zoom out σε μια ήπειρο που αναζητά την συλλογική της ταυτότητα στο παρελθόν, ξεχνώντας πως ο αιώνας που πέρασε, ήταν βουτηγμένος στο αίμα.
Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, με το Χρόνοκαταφυγιο τολμά να ξεφύγει από την λογοτεχνική πεπατημένη και να φλερτάρει με δύσπεπτες θεματικές. Με την αποσπασματική του αφήγηση που φλερτάρει με τον λυρισμό και την χαρακτηρίζει ένα γλυκόπικρο νοσταλγικό ύφος, ιχνηλατεί έννοιες όπως μνήμη, γήρας, παρελθόν και μέλλον, εξετάζοντας τες σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ένα κομμάτι που χαρακτηρίζεται από στοχαστική διάθεση και ανέκδοτες μικρές ιστορίες-ασκήσεις πάνω στην μνήμη, ένα μέρος που θα θυμίσει στον αναγνώστη τον Έκο στην Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα και άλλα παρόμοια βιβλία που εξερευνούν το παρελθόν, ο συγγραφέας ψάχνει τη μνήμη στις μυρωδιές, στις εικόνες και στις μάρκες, στη εφημερίδες και τα γραπτά για να καταφέρει να προσδιορίσει τη σχηματίζει την συλλογική αίσθηση μιας εποχής.
Το σημαντικότερο μήνυμα του Γκοσποντίνοφ, είναι η μελαγχολική διαπίστωση/προειδοποίηση, ότι δεν μπορεί κανείς να είναι επιτυχημένος στο μέλλον, προσπαθόντας να αναπαράγει το παρελθόν. Εξετάζοντας τον αντίκτυπο του χρονοκαταφυγείου στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και με τον συγγραφέα να είναι πρώτα πολίτης της Ευρώπης και σε δεύτερο επίπεδο της Βουλγαρίας, αναγνωρίζουμε μια εύστοχη αλληγορική κριτική στο παρελθόν και το παρόν αλλά και μια προειδοποίηση για το μέλλον της ηπείρου, στηλιτεύοντας με έξυπνο τρόπο γεγονότα όπως το brexit και πρόσφατη πολιτική πορεία της Ένωσης τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς να χάνει την ευκαιρία βέβαια, να απευθυνθεί και προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, με την κομμουνιστική ιστορία της, το Βαλκανικό παρελθόν και όλα τα κουσούρια της, τα οποία σατιρίζει με το διακριτικό, σχεδόν δισδιάκριτο χιούμορ του.
Η Άνοια, ο συμπρωταγωνιστής του βιβλίου, πλάι στην μνήμη και το παρελθόν, αποτελεί έναν μοχλό που βάζει μπρός στην πλοκή και δίνει το έναυσμα στον συγγραφέα-αφηγητή, ο οποίος μοιράζεται την εκφυλιστική πορεία της νόσου. Η περίπτωση του Γκ. Γκ. στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου απορροφά σταδιακά τον Γκαουστίν και που χαρακτηριστικά “Εγώ είμαι αυτός που γράφει… Όταν σταματάω δεν είμαι και τόσο σίγουρος”, θυμίζει έντονα αφηγηματικά εκείνη του ζωγράφου William Utermohlen, που από την στιγμή που διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ, ξεκίνησε τακτικά να δημιουργεί αυτοπροσωπογραφίες του, με το τελικό αποτέλεσμα να απεικονίζει τον σταδιακό εκφυλισμό της τέχνης του αλλά και του ίδιου του εαυτού του.
Τολμηρό και άρτιο λογοτεχνικά, το Χρόνοκαταφυγιο δίκαια αναγνωρίστηκε με την βράβευση του, ενώ ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ κατοχυρώνεται ως ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους συγγραφείς.