Όλα αρχίζουν με ένα κοφτό και επίμονο χτύπημα στην πόρτα, ένα χτύπημα που συχνά πίσω του βρίσκουμε τον ασφαλίτη, τον μυστικό αστυνόμο, τον δοσίλογο ή τον παρακρατικό, τον απρόσωπο εκπρόσωπο ενός αδηφάγου και αυταρχικού κράτους, που έρχεται, συχνά καλυμένος στο σκοτάδι της νύχτας για να επιβληθεί και να καθυποτάξει τους εχθρούς του “κράτους”, όποια μορφή και έννοια έχει πάρει αυτή την φορά αυτό. Και στο βραβευμένο με Booker βιβλίο Το Τραγούδι του προφήτη του Ιρλανδού συγγραφέα Paul Lynch, το κράτος φορά το προσωπείο της πιο βαθιάς και βίαιης απολυταρχίας.
Στην Ιρλανδία του Lynch, ένα κοφτό χτύπημα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, φέρνει την Άιλις Στακ και την οικογένεια της αντιμέτωπη με την νέα απολυταρχική πραγματικότητα της χώρας. Την πραγματικότητα όπου, μέσα από ένα νομοθετικό σόφισμα, το κυβερνών κόμμα, παραχωρεί στην Εθνική Υπηρεσία Γκάρντα, στο μακρύ της χέρι δηλαδή, έκτακτες εξουσίες και λευκό χαρτί να παραβιάσουν το νόμο, με δικαιολογία την προστασία από απροσδιόριστους εχθρούς τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων.
Συνταγή πετυχημένη και γνωστή από έναν κάποιον καγκελάριο κάποτε στην Βαϊμάρη, ο οποίος είχε χαρίσει στον εαυτό του υπερβολικές εξουσίες, εκμεταλλευόμενος συνταγματικά κενά και προφασιζόμενος έκτακτες ανάγκες. Και όπως τότε στην Γερμανία, έτσι και τώρα στην μυθιστορηματική Ιρλανίδα, ο φασισμός εν τη γενέση του στρέφεται πρώτα προς αυτούς που περισσότερο το φοβίζουν, κάτι που σύντομα μαθαίνει η οικογένεια της Άιλις, καθώς η μεταμεσονύχτια επίσκεψη της Γκάρντα σκοπό έχει να νουθετήσει τον άντρα της, Λάρυ, έναν εκπαιδευτικό συνδικαλιστή, εκ το πρωτοστατών στις επικείμενες αντιδράσεις ενάντια στο καθεστώς. Νουθεσίες που όχι πολύ καιρό αργότερα γίνονται συλληψη, χωρίς ηθικό έρισμα και αιτιολόγηση, μας στα μάτια του κράτους απόλυτα νόμιμη.
Η Άιλις βρίσκεται σε άρνηση· δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, όχι σε μια χώρα του λεγόμενου πρώτου κόσμου. Αποτυγχάνοντας να πιέσει με επιτυχεία για την απελευθέρωση του άντρα της, από τον οποίο δεν έχει κανένα νέο, κλείνεται σε μια εσωστρέφεια που πηγάζει από την απελπισία και αφιερώνεται στην δουλειά της και την φροντίδα των τεσσάρων παιδιών της και του πατέρα της που πάσχει από Αλτσχάιμερ, ελπίζοντας ότι η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση θα τελειώσει σύντομα. Όμως καθώς οι μήνες περνούν τα πράγματα χειροτερεύουν, το καθεστώς αγριεύει, ο τρόμος και χαφιεδισμός κυριαρχούν, και η χώρα κατρακυλά σε ‘να αυταρχικό χάος που τελικά “σκάει” σε ένα γενικευμένο εμφύλιο που θα βάψει τους άλλοτε ήσυχους δρόμους του Δουβλίνου στο αίμα, μην αφήνοντας την οικογένεια τον Στακ ανέγγιχτη.
Το Τραγούδι του Προφήτη, αξίζει και με το παραπάνω την βράβευσή του. Δεν είναι ότι δεν έχουν ξαναγραφεί πολιτικές δυστοποίες, κάθε άλλο· το 1984 του Όργουελ, ο Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϋ, η ιστορία της Θεραπαινίδας και τόσα άλλα λογοτεχνικά έργα μένουν ως προειδοποίηση του τι μπορεί να πάει στραβά, παρουσιάζοντας σκοτεινές κοινωνίες αυταρχισμού, μα κανένα τους δεν το κάνει με τον τρόπο του Paul Lynch, ο οποίος καταφέρνει να παρουσιάσει, μια απολυταρχική πραγματικότητα χωρίς πολιτική, χωρίς ιδεολογία και χωρίς γιατί, μένοντας μόνο στο πως και τι, στις συνέπειες στις καθημερινές ζωές των απλών καθημερινών ανθρώπων, φωνάζοντας πως όσο και αν κοιτάξεις την δουλεία σου, στο τέλος θα σου χτυπήσουν και εσένα την πόρτα.
Τοποθετώντας στο κέντρο του μυθιστορήματος την Άιλις, μια μητέρα που τα γεγονότα την προσπερνούν και την σπρώχνουν σε απραξία και αδράνεια σχεδόν ως το τέλος, καταφέρνει την ταύτιση του αναγνώστη με αυτή και την οικογένεια της, μια οικογένεια της μεσαίας τάξης που θα μπορούσε να ήταν η δική σου, μια οικογένεια που παρακολουθεί τις εξελίξεις που αργά αλλά σταθερά πλησιάζουν το κατώφλι τους, μέσα από την τηλεόραση και τα media, και που νιώθει την απόγνωση να την καταπίνει καθημερινά.
Συναισθήματα που, με την σαρωτική αφήγηση του καταφέρνει να μεγεθύνει ο Lynch, δημιουργώντας αγχωτικά και κλειστοφοβικά αποσπάσματα που καταπίνουν τον αναγνώστη και τον μεταφέρουν στο Δουβλίνο της Γκάρντα και του εμφυλίου, κάνοντας τον να απορήσει μαζί με την Άιλις για το πως μπόρεσαν η κοινωνία, οι γείτονες χώρες και οι σύμμαχοι να αφήσουν τα πράγματα να ξεφύγουν τόσο, πώς μπορούν να κλείνουν τα μάτια στα αποτρόπαια πράγματα που συμβαίνουν στην Ιρλανδία. Ερώτηση που μένει αναπάντητη εκτός αν σκεφτούμε την σιώπη που κυριαρχεί στην Δύση ως προς τις δυστοπίες του πραγματικού κόσμου, όλες τις Γάζες και όλες τις Συρίες, όλα τα πεδία των μαχών που ο μόνος χαμένος είναι ο απλός λαός, με την τελευταία μάλιστα(Συρία) να αποτελεί και άμεση έμπνευση για τον συγγραφέα, κάτι που γίνεται σαφές από τους παραλληλισμούς προς το τέλος του βιβλίου.
Ένα ζοφερό αριστούργημα, που γραμμένο με μαεστρία καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα που δημιουργεί σκοτεινούς συνειρμούς, και το οποίο καταφέρνει και κερδίζει μια θέση δίπλα σε βαριά ονόματα του χώρου της λογοτεχνίας.