Το Τραγούδι του προφήτη

Η σταδιακή μεταμόρφωση του Ιρλανδικού κράτους σε απολυταρχικό φασιστικό μόρφωμα, μέσα από τα μάτια των απλών ανθρώπων

Mar 14, 2024
Ξαφνικά, ἀπότομα, ὁ πατέρας της γυρίζει καὶ τὴν κοιτάζει. Πές μου κάτι, λέει, πιστεύεις στὴν πραγματικότητα; Τί ἐννοεῖς πάλι, μπαμπά; Μιὰ ἁπλὴ ἐρώτηση εἶναι, ἔχεις πάρει πτυχίο, καταλαβαίνεις μιὰ χαρὰ τί ἐννοῶ. Ἅμα τὸ θέτεις ἔτσι, ναί, καταλαβαίνω τί ἐννοεῖς, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, μὴ μ' ἀρχίζεις μ' αὐτὰ τώρα. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀποστρέφει τὸ βλέμμα του, κοιτάζει τὴ στοίβα στὸν πάγκο, παλιὲς ἐφημερίδες ποὺ ἔχουν ἀρχίσει νὰ κιτρινίζουν, τσαλακωμένα περιοδικὰ τῆς ἐπικαιρότητας – καὶ τὸ παλιό χαμόγελο ἀφήνει τὰ δόντια του νὰ φανοῦν. Εἴμαστε κι οἱ δυὸ ἐπιστήμονες, Ἄιλις, πιστεύουμε στὴν ἐπιστήμη, λοιπόν, πιστεύουμε καὶ στὴν παράδοση, ἀλλὰ ἡ παράδοση δὲν εἶναι παρὰ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο συμφωνοῦμε ὅλοι – οἱ ἐπιστήμονες, οἱ δάσκαλοι, οἱ θεσμοί· ἂν ἀλλάξουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸν ἔλεγχο τῶν θεσμῶν, ἀλλάζουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸν ἔλεγχο τῶν γεγονότων, ἀλλάζει ἡ δομὴ τῆς πίστης, ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ γιὰ τὸ ὁποῖο ὅλοι συμφωνοῦμε, εἶναι ἁπλό, Αιλις, πολὺ ἁπλό, ἡ Ἕνωση αὐτὸ κάνει, προσπαθεῖ ν᾿ ἀλλάξει αὐτὸ ποὺ ἐσὺ κι ἐγὼ ὀνομάζουμε πραγματικότητα, θέλει νὰ τὸ θολώσει, σὰν νά 'τανε νερό, ἂν πεῖς πὼς ἕνα πράγμα εἶναι ἕνα ἄλλο, κι ἂν τὸ πεῖς ξανὰ καὶ ξανὰ πολλές φορές, στὸ τέλος ἔτσι θά 'ναι, κι ἂν συνεχίσεις νὰ τὸ λές, ὁ κόσμος θὰ τὸ δεχτεῖ, θὰ πεῖ ἔτσι εἶναι, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια – δὲν εἶναι καινούργιο αὐτό, ὄχι ἀσφαλῶς, καθόλου καινούργιο, ἀλλὰ τώρα τὸ βλέπουμε νὰ συμβαίνει γύρω μας, μὲ τὰ μάτια μας, κι ὄχι μέσα στὰ βιβλία.
notion image
Όλα αρχίζουν με ένα κοφτό και επίμονο χτύπημα στην πόρτα, ένα χτύπημα που συχνά πίσω του βρίσκουμε τον ασφαλίτη, τον μυστικό αστυνόμο, τον δοσίλογο ή τον παρακρατικό, τον απρόσωπο εκπρόσωπο ενός αδηφάγου και αυταρχικού κράτους, που έρχεται, συχνά καλυμένος στο σκοτάδι της νύχτας για να επιβληθεί και να καθυποτάξει τους εχθρούς του “κράτους”, όποια μορφή και έννοια έχει πάρει αυτή την φορά αυτό. Και στο βραβευμένο με Booker βιβλίο Το Τραγούδι του προφήτη του Ιρλανδού συγγραφέα Paul Lynch, το κράτος φορά το προσωπείο της πιο βαθιάς και βίαιης απολυταρχίας.
Στην Ιρλανδία του Lynch, ένα κοφτό χτύπημα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, φέρνει την Άιλις Στακ και την οικογένεια της αντιμέτωπη με την νέα απολυταρχική πραγματικότητα της χώρας. Την πραγματικότητα όπου, μέσα από ένα νομοθετικό σόφισμα, το κυβερνών κόμμα, παραχωρεί στην Εθνική Υπηρεσία Γκάρντα, στο μακρύ της χέρι δηλαδή, έκτακτες εξουσίες και λευκό χαρτί να παραβιάσουν το νόμο, με δικαιολογία την προστασία από απροσδιόριστους εχθρούς τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων.
Συνταγή πετυχημένη και γνωστή από έναν κάποιον καγκελάριο κάποτε στην Βαϊμάρη, ο οποίος είχε χαρίσει στον εαυτό του υπερβολικές εξουσίες, εκμεταλλευόμενος συνταγματικά κενά και προφασιζόμενος έκτακτες ανάγκες. Και όπως τότε στην Γερμανία, έτσι και τώρα στην μυθιστορηματική Ιρλανίδα, ο φασισμός εν τη γενέση του στρέφεται πρώτα προς αυτούς που περισσότερο το φοβίζουν, κάτι που σύντομα μαθαίνει η οικογένεια της Άιλις, καθώς η μεταμεσονύχτια επίσκεψη της Γκάρντα σκοπό έχει να νουθετήσει τον άντρα της, Λάρυ, έναν εκπαιδευτικό συνδικαλιστή, εκ το πρωτοστατών στις επικείμενες αντιδράσεις ενάντια στο καθεστώς. Νουθεσίες που όχι πολύ καιρό αργότερα γίνονται συλληψη, χωρίς ηθικό έρισμα και αιτιολόγηση, μας στα μάτια του κράτους απόλυτα νόμιμη.
Η Άιλις βρίσκεται σε άρνηση· δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, όχι σε μια χώρα του λεγόμενου πρώτου κόσμου. Αποτυγχάνοντας να πιέσει με επιτυχεία για την απελευθέρωση του άντρα της, από τον οποίο δεν έχει κανένα νέο, κλείνεται σε μια εσωστρέφεια που πηγάζει από την απελπισία και αφιερώνεται στην δουλειά της και την φροντίδα των τεσσάρων παιδιών της και του πατέρα της που πάσχει από Αλτσχάιμερ, ελπίζοντας ότι η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση θα τελειώσει σύντομα. Όμως καθώς οι μήνες περνούν τα πράγματα χειροτερεύουν, το καθεστώς αγριεύει, ο τρόμος και χαφιεδισμός κυριαρχούν, και η χώρα κατρακυλά σε ‘να αυταρχικό χάος που τελικά “σκάει” σε ένα γενικευμένο εμφύλιο που θα βάψει τους άλλοτε ήσυχους δρόμους του Δουβλίνου στο αίμα, μην αφήνοντας την οικογένεια τον Στακ ανέγγιχτη.
Κάποιες ιστορίες  δεν έχουν αίσιο τέλος.
“Περπατάει κι ἀφουγκράζεται τὸν οὐρανό, τοὺς ἄγνωστους θορύβους μπερδεμένους μὲ τοὺς γνώριμους, τοὺς περιοδικοὺς πυροβολισμοὺς καὶ τὶς ἐκρήξεις ποὺ ἀφήνουν πίσω τους μιὰ παράξενη, θρυμματισμένη σιωπή. Αραιὰ καὶ ποῦ ἕνα αὐτοκίνητο, κάποιος περαστικός, τὸ φρένο τοῦ καροτσιοῦ γδέρνεται στὴ ρόδα, ἀναρωτιέται ἂν θὰ μπορέσει νὰ τὸ φτιάξει, καταλαβαίνει πὼς ἡ βροχὴ ἔχει σταματήσει ὅταν στέκεται μπροστὰ στὸ ΑΤΜ καὶ κλείνει τὴν ὀμπρέλα της, τὸ ΑΤΜ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐκτὸς λειτουργίας, δὲν ἔχει ρεῦμα, ἡ ὀθόνη του ραγισμένη σὰν νὰ τὴν ἔχει χτυπήσει τοῦβλο. Στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο ἕνας ἄντρας σκιάζει μὲ τὴν παλάμη τὰ μάτια του κοιτάζοντας τὸν οὐρανό, τρία ἑλικόπτερα σούπερ πούμα κινοῦνται νότια σὰν βέλος ποὺ ἀργὰ ἀνοίγει κι ἁπλώνεται. Ὁ τσαγκάρης εἶναι κλειστὸς καὶ τὸ μανάβικο ἔχει τὰ ρολά και τεβασμένα, κάποιος ἔχει γράψει πάνω μὲ μπλέ μπογιὰ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΩΝ, καὶ μιὰ γροθιὰ ζωγραφισμένη δίπλα. Προχωράει παρακάτω στὸ δρόμο ψάχνοντας ἄλλο ΑΤΜ, θυμᾶται κάτι ποὺ εἶπε ἡ ἀδερφή της, τὴν αὐτάρεσκη φωνή της στο τηλέφωνο, ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα βουβό ἀρχεῖο, ὁ κατάλογος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι ἔπρεπε νὰ φύγουν, αὐτὴ ἡ φράση εἶναι προφανῶς λάθος, λέει, στὸν Λάρι μιλάει, τὸν βλέπει καθισμένο ἀπέναντί της στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας, παίζει μὲ τὸ τηλέφωνό του προσπαθώντας νὰ κρύψει τὸ ὁλοφάνερο δὲν ἀκούω ὕφος του. Ἡ ἱστορία εἶναι ὁ βουβὸς κατάλογος τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ φύγουν, ὁ κατάλογος τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν εἶχαν ἐπιλογή, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις ὅταν δὲν ἔχεις ποῦ νὰ πᾶς, ὅταν δὲν ἔχεις τρόπο νὰ φύγεις, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις ὅταν δὲν δίνουν στὰ παιδιά σου διαβατήριο, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις ὅταν τὰ πόδια σου εἶναι ρίζες μέσα στὸ χῶμα κι ἂν φύγεις θὰ γίνουν κομμάτια. Τό ΑΤΜ στὸ βάθος τοῦ δρόμου ἔχει στὴ σπασμένη ὀθόνη του ἕνα φωτεινό σῆμα, ένα γραμματοκιβώτιο, ἕνα χαρτί στὴ βιτρίνα τοῦ γωνιακοῦ μαγαζιοῦ ἔχει γραμμένες μὲ μαρκαδόρο τὶς λέξεις Ψωμὶ καὶ Γάλα Τέλος, δίπλα ἕνα κυκλάκι, ἕνα λυπημένο προσωπάκι. Τὰ ράφια μέσα εἶναι ἄδεια τὰ μισά, παίρνει κάτι χτυπημένες μπανάνες, ἕνα ρολό σακούλες σκουπιδιῶν καὶ μπαταρίες, διαλέγει δυό σοκολάτες καὶ ζητάει τσιγάρα, κοιτάζει συνοφρυωμένη τὰ ψώνια της ὅταν ὁ ταμίας τὰ χτυπάει καὶ τῆς λέει τὴ σούμα. Συγγνώμη, λέει, πόσο εἴπατε ὅτι κάνουν τὰ τσιγάρα; Ὁ ταμίας ἀνοίγει τὰ χέρια, ρίχνει μιὰ νυσταγμένη ματιὰ πρὸς τὴν πόρτα. Τί νὰ κάνω; τῆς λέει, ὅλα ἔχουν ἔλλειψη, κοιτάξτε μήπως βρεῖτε ἀλλοῦ. Ὁ θυμός της σκοτεινιάζει τὰ πάντα μπροστά της, ἀφήνει τὶς σακοῦλες τῶν σκουπιδιῶν στη στοίβα μὲ τὶς χτεσινὲς ἐφημερίδες, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὶς μπαταρίες καὶ στὶς σοκολάτες, τελικὰ ἀφήνει τὶς μπαταρίες καὶ ρωτάει, πόσο κάνουν οἱ σοκολάτες καὶ οἱ σακούλες τῶν σκουπιδιῶν χωρὶς τὰ τσιγάρα; Παίρνει τὰ ρέστα καὶ τὰ λόγια πετοῦν ἀπὸ τὸ στόμα της καὶ τὴ σπρώχνουν πρὸς τὴν πόρτα. Ὅταν τελειώσουν ὅλ᾽ αὐτά, θὰ σ᾽ ἔχουν καταλάβει ὅλοι τί ἀπαίσιος βλάκας εἶσαι.”
Το Τραγούδι του Προφήτη, αξίζει και με το παραπάνω την βράβευσή του. Δεν είναι ότι δεν έχουν ξαναγραφεί πολιτικές δυστοποίες, κάθε άλλο· το 1984 του Όργουελ, ο Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϋ, η ιστορία της Θεραπαινίδας και τόσα άλλα λογοτεχνικά έργα μένουν ως προειδοποίηση του τι μπορεί να πάει στραβά, παρουσιάζοντας σκοτεινές κοινωνίες αυταρχισμού, μα κανένα τους δεν το κάνει με τον τρόπο του Paul Lynch, ο οποίος καταφέρνει να παρουσιάσει, μια απολυταρχική πραγματικότητα χωρίς πολιτική, χωρίς ιδεολογία και χωρίς γιατί, μένοντας μόνο στο πως και τι, στις συνέπειες στις καθημερινές ζωές των απλών καθημερινών ανθρώπων, φωνάζοντας πως όσο και αν κοιτάξεις την δουλεία σου, στο τέλος θα σου χτυπήσουν και εσένα την πόρτα.
Τοποθετώντας στο κέντρο του μυθιστορήματος την Άιλις, μια μητέρα που τα γεγονότα την προσπερνούν και την σπρώχνουν σε απραξία και αδράνεια σχεδόν ως το τέλος, καταφέρνει την ταύτιση του αναγνώστη με αυτή και την οικογένεια της, μια οικογένεια της μεσαίας τάξης που θα μπορούσε να ήταν η δική σου, μια οικογένεια που παρακολουθεί τις εξελίξεις που αργά αλλά σταθερά πλησιάζουν το κατώφλι τους, μέσα από την τηλεόραση και τα media, και που νιώθει την απόγνωση να την καταπίνει καθημερινά.
Συναισθήματα που, με την σαρωτική αφήγηση του καταφέρνει να μεγεθύνει ο Lynch, δημιουργώντας αγχωτικά και κλειστοφοβικά αποσπάσματα που καταπίνουν τον αναγνώστη και τον μεταφέρουν στο Δουβλίνο της Γκάρντα και του εμφυλίου, κάνοντας τον να απορήσει μαζί με την Άιλις για το πως μπόρεσαν η κοινωνία, οι γείτονες χώρες και οι σύμμαχοι να αφήσουν τα πράγματα να ξεφύγουν τόσο, πώς μπορούν να κλείνουν τα μάτια στα αποτρόπαια πράγματα που συμβαίνουν στην Ιρλανδία. Ερώτηση που μένει αναπάντητη εκτός αν σκεφτούμε την σιώπη που κυριαρχεί στην Δύση ως προς τις δυστοπίες του πραγματικού κόσμου, όλες τις Γάζες και όλες τις Συρίες, όλα τα πεδία των μαχών που ο μόνος χαμένος είναι ο απλός λαός, με την τελευταία μάλιστα(Συρία) να αποτελεί και άμεση έμπνευση για τον συγγραφέα, κάτι που γίνεται σαφές από τους παραλληλισμούς προς το τέλος του βιβλίου.
Ένα ζοφερό αριστούργημα, που γραμμένο με μαεστρία καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα που δημιουργεί σκοτεινούς συνειρμούς, και το οποίο καταφέρνει και κερδίζει μια θέση δίπλα σε βαριά ονόματα του χώρου της λογοτεχνίας.
Από τις εκδόσεις Gutenberg.