Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες

Η κλιμάκωση μια κλειστοφοβικής κατάστασης, εν αναμονή ενός τυφώνα.

Τοποθέτησε το πτώμα με προσοχή, σε στάση που του φάνηκε ότι διέθετε μια κάποια αξιοπρέπεια. Το σκέπασε σπρώχνοντας το χώμα με τα χέρια του. Θα προτιμούσε να το καλύψει με πέτρες, ώστε να μην το ξεχώσουν τ' αγρίμια. Πέτρες, όμως, δεν υπήρχαν εκεί, πέρα απ' τα μπάζα στο κράσπεδο του δρόμου, τα οποία ωστόσο ήταν υπερβολικά μικρά και κατά κάποιον τρόπο δύσκολο να συναρθρωθούν. Οπότε θεώρησε ότι η δουλειά του είχε τελειώσει στο συγκεκριμένο σημείο.
Γύρισε στο αυτοκίνητο σέρνοντας πίσω του το μπαστούνι του γκολφ. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, μες στα χώματα απ' την κορφή ως τα νύχια και με τα χέρια του όλο γρατζουνιές και κοκκινίλες. Ήθελε να ουρλιάξει για να ξαλαφρώσει απ' τη στενοχώρια και την οργή. Ένιωσε την παρόρμηση να χτυπήσει με το μπαστούνι το αμάξι, το αμάξι το νοικιασμένο με τα λεφτά του πεθερού του, με το οποίο είχε παρασύρει το δύστυχο ζώο. Να βαθουλώσει το καπό. Να σπάσει τα τζάμια. Αρκέστηκε, ωστόσο, να κοιτάξει περιφρονητικά το μπαστούνι και να τ' αφήσει να γλιστρήσει απ' τα δάχτυλά του. Έπεσε ανάμεσα στα πλαστικά μπουκάλια, τα αποτσίγαρα και τα αποχρωματισμένα χαρτιά που βρόμιζαν τον δρόμο.
notion image
Κάπου, κάποτε, σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή χαμένη στο παρελθόν, η ζωή του Γιοχάνες πήρε την λάθος στροφή. Κάτι πήγε λάθος, και αυτός, ο κάποτε πολλά υποσχόμενος μηχανικός με μια χρυσή  καριέρα μπροστά του,  κατέλειξε ιδιοκτήτης μια υπερχρεωμένης επιχείρησης, χλιαρός σύζυγος και πατέρας, απρόθυμος αποδέκτης που αναγκάζεται να δέχεται τα αποφάγια του πλούσιου και εριστικού πεθερού του, μαζί και τις όχι πάντα σιωπηλές μομφές του.
Μικροαστός με όλη τη σημασία της λέξεως, ο Γιοχάνες βρίσκεται τώρα σε οικογενειακές διακοπές, αυτές του ανυπόφου είδους, μακριά από τη φωλιά, στα εξωτικά τουριστικά θέρετρα του Νότιου Μεξικού, στην υποτροπική και τόσο Τουριστική χερσόνησο του Γιουκατάν, ένα ταξίδι χρηματοδοτούμενο, όπως και πολλά άλλα πράγματα στην ζωή του, από τον πεθερό του, με αφορμή τον εορτασμό του επικείμενου γάμου του, με κάποια κατά πολύ νεότερη.
Ο καιρός έχει άλλα σχέδια: η μετεωρολογική υπηρεσία ανακοινώνει έναν τυφώνα, από αυτούς τους τροπικούς που δεν αφήνουν τίποτα στο πέρασμά τους. Ρουτίνα γι’ αυτά τα γεωγραφικά πλάτη, και τα ξενοδοχεία αδειάζουν στην στιγμή, μεταφέροντας τους πλούσιους ξένους τουρίστες σε ξενοδοχεία-καταφύγια στην ενδοχώρα. Λίγο πριν την αναχώρηση, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα με θύμα ένα θηλυκό χιμπατζή, είδος που δεν συναντά κανείς στη Βραζιλία, θα αναγκάσει, καλώς ή κακός, τον Γιοχάνες να χωριστεί προσωρινά από την οικογένειά του και να ψάξει μονάχος καταφύγιο από τον τυφώνα που έρχεται.
Και ενώ αυτός βρίσκεται μπλοκαρισμένος στους υπερφορτωμένους, σκονισμενους και γεμάτους σε άτακτη φυγή αυτοκινητοδρόμους, με τα σκοτεινά σύννεφα έτοιμα να σκάσουν από πάνω του, η μοίρα φέρνει στο δρόμο του έναν παλιό του γνωστό, ένα πρώην καθηγητή του από το πανεπιστήμιο, που μαζί με την γυναίκα του αναγκάστηκαν, κάτω από απροσδιόριστες συνθήκες, να αφήσουν το τουριστικό λεωφορείο που τους μετέφερε.
Περίεργα παιχνίδια παίζει η μοίρα, καθώς ο καθηγητής δεν είναι τυχαίο πρόσωπο για τον Γιοχάνες. Και ούτε είναι πραγματικά τόσο απροσδιόριστη για τον ίδιο η στιγμή που η ζωή του πήρε την κάτω βόλτα. Γιατί καλώς ή κακός, ο ίδιο αποδίδει την ευθύνη για όλα στον εριστικό, στρυφνό και μονομανή καθηγητή, που στο πανεπιστήμιο του χάλασε μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν ποτέ· στον ίδιο καθηγητή που φαίνεται να μην τον θυμάται και τον οποίο μόλις περιμάζε από την άκρη του σκονισμένου δρόμου. Τον ίδιο καθηγητή, που μαζί με την γυναίκα του ανησυχούν για την απροσδιόριστη μοίρα του γιού τους που εμπλέκεται σε ένα ατύχημα στην άλλη άκρη του κόσμου, και με τους οποίους ο Γιοχάνες θα αναγκαστεί να περιμένει το πέρασμα του τυφώνα, με την ένταση να αυξάνεται διαρκώς όπως η βροχή, η πίεση να γίνεται χειροπιαστή και τελικά η κατάσταση να ξεφεύγει, με την βοήθεια ενός ακόμη χιμπατζή.
Με το βιβλίο Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες, ο Ισπανός συγγραφέας Γιόν Μπιλμπάο, τοποθετεί τον αναγνώστη σε μια κλειστοφοβική κατάσταση όπου κυριαρχεί το απροσδοκητο εκείνο συναίσθημα που κυριαρχεί πριν από την καταιγίδα, αυτό της νηνεμίας που επικρατεί λίγο πριν ανοίξουν οι ουρανοί. Με τη σφιχτοδεμένη γραφή του, χτίζει το προφίλ των πρωταγωνιστών του δράματος, κανείς εκ των οποίων δεν θα καταστεί ενδεχομένως αρεστός, παρά την “παροδική συμπάθεια” που θα μας προξενήσει η αποστασιοποιημένη του αφήγηση.
Με επιπλέον μπόνους την μικρή ελεγεία περί επιστήμης, ψευδή και μη, ο συγγραφέας, στα τρία μέρη του βιβλίου, ψυχογραφεί με ντοστογιεφσκι ακρίβεια τους πρωταγωνιστές του και τα τόσο ανθρώπινα, καθημερινά ελαττώματα τους, στηλιτεύοντας παράλληλα τον τρόμο που κρύβεται στις παρυφές των αποδεκτών ανθρώπινων συμπεριφορών, τις εύθραυστες κοινωνικές ισορροπίες που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο κόσμο και εν τέλη μας ξεχωρίζουν από τις κοινότητες των συμπαθητικών πρωτεύοντων ξαδέρφων μας, των χιμπατζήδων.
Ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής από τον Γιόν Μπιλμπάο, που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Carnivora.