Τα φτερά της πεταλούδας

O Σάλβο Μονταλμπάνο αντιμέτωπος με ένα εγκληματικό κύκλωμα με ισχυρές πλάτες

«Και ύστερα τι θα κάνω;»
«Θα παριστάνεις το γέρο. Θα πάρεις ένα σκύλο για παρέα, το πρωί θα βγαίνεις, θ’ αγοράζεις εφημερίδα, θα κάθεσαι σε ένα παγκάκι, θ’ αφήνεις το σκύλο ελεύθερο και θα διαβάζεις την εφημερίδα ξεκινώντας από τις κηδείες».
«Γιατί από τις κηδείες;»
«Επειδή αν διαβάσεις ότι κάποιος συνομήλικος σου πέθανε ενώ εσύ είσαι ακόμη ζωντανός, θα νιώσεις ικανοποίηση και θα σε βοηθήσει να ζήσεις το λιγότερο άλλες είκοσι τέσσερις ώρες.
«Όμως ύστερα από μια ώρα…»
«Έπειτα από μια ώρα άντε να γαμηθείς και εσύ και ο σκύλος».
notion image
Και ο ήλιος του Αυγούστου έχει χαθεί, και ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο είναι μόνος με τις τύψεις του, στο σπίτι του στην Μαρινέλλα βλέπει τα σύννεφα του φθινοπώρου να καταφθάνουν, κατσούφης και με το υποχόνδριο αίσθημα ότι γερνά. Το τηλέφωνο χτυπά, για λίγο διστάζει να το σηκώσει μην τυχόν και είναι η Λυβία, η αιώνια αρραβωνιαστικιά του και αιτία που είναι εδώ και λίγο καιρό κατσούφης, βλέπεις είναι μεταξύ τους στα μαχαίρια εδώ και σχεδόν ένα βιβλίο, το σηκώνει, δεν είναι παρά ο Κατάρελα και η ασυνάρτητη αναγγελία της εύρεσης ενός πτώματος. Κάτι αρκετό για να τον βγάλει από την μουντίλα και την αυτολύπηση στην οποία έχει υποβάλει στον εαυτό του και να τον θέσει σε κίνηση.
Παρακολούθησε τις ειδήσεις μέχρι το τέλος. Από τη Λαμπεντούζα είχαν έρθει τετρακόσιοι λαθρομετανάστες, θα τους οδηγούσαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγγνώμη, λάθος, υποδοχής. Τρεις οπλισμένοι είχαν ληστέψει μια θυγατρική της Μπάνκα Ρετζονάλε. Εμπρησμός σε σούπερ μάρκετ, σίγουρα υπήρχε δόλος. Ένας φτωχός άστεγος που ζούσε ζητιανεύοντας μεταφέρθηκε ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο, ύστερα από επίθεση πέντε νεαρών που αποφάσισαν να περάσουν την ώρα τους χτυπώντας τον αλύπητα. Μια δεκατετράχρονη βιάστηκε από έναν…
Άλλαξε κανάλι, στην οθόνη του «Τελεβιγκάτα» εμφανίστηκε ο Πίπο Ραγκονέζε, ο πολιτικός σχολιαστής που όταν μιλούσε το στόμα του έμοιαζε με κώλο κότας. Ετοιμαζόταν ν΄ αλλάξει πάλι κανάλι, όταν τον άκουσε ν΄ αναφέρει το όνομα του.
«…χάρη στη γνωστή αδράνεια, είναι ο ελαφρύτερο χαρακτηρισμός που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε, του αστυνόμου Μονταλμπάνο, είμαστε βέβαιοι ότι κι αυτό το φοβερό έγκλημα που αποκαλύφθηκε στο Σαλσέττο θα μείνει ανεξιχνίαστο. Ο δολοφόνος της κοπέλας μπορεί να κοιμάται ήσυχος…»
Μια νεαρή Ρωσίδα βρίσκεται δολοφονημένη στην χωματερή του Σαλσέττο. Τα στοιχεία λιγοστά, μοναδικό διακριτό χαρακτηριστικό του θύματος, το τατουάζ μιας πεταλούδας που βρίσκεται στην ωμοπλάτη του πτώματος. Μιας πεταλούδας μεταναστευτικής, όπως είναι συχνά, εκεί στις αρχές του 21ού αιώνα, και οι συμπατριώτισσες της νεκρής Ρωσίδας, ειδικά εκείνες που αρέσκονται να κάνουν το συγκεκριμένο τατουάζ και να μεταναστεύουν με μυστηριώδη μέσα στον Ιταλικό Νότο. Κάτι που δεν θα αργήσει να παρατηρήσει ο οξυδερκής αστυνομικός που αδίκως κατηγορείται συχνά από τους ανωτέρους του για οκνηρία, επαρχιωτισμό και αναρχία. Όχι λιγότερα από τέσσερα ίδια τατουάζ θα οδηγήσουν τον Σάλβο Μονταλμπάνο στα ίχνη μιας οργάνωσης ιδιαίτερα επικίνδυνης, με άκρες στην μαφία, την πολιτική και την εκκλησία. Μια οργάνωση που αρέσκεται να εμπορεύεται τον ανθρώπινο πόνο.
Τα Φτερά της πεταλούδας, είναι το ενδέκατο βιβλίο της απολαυστικής σειράς με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Σάλβο Μονταλμπάνο. Με την δράση να τοποθετείται ως συνήθως στην φανταστική πόλη της Βιγκάτα στην Σικελία, πόλης στυλιαρισμένης και εμπνευσμένης από την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, ο μεσήλικας αστυνόμος αντιμετωπίζει μια ακόμη υπόθεση, περίπλοκη, ίσως επαρχιωτική, μα σπουδαία μέσα στον επαρχιωτισμό της, στην οποία δίνει λύση ακολουθώντας πρωτίστως το ένστικτό του και την δική του ηθική αρχή, ξεναγώντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη στον Σικελικό νότο, στις όμορφες μεσογειακές εκτάσεις του και στην δροσερή κουζίνα του. Όλα δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, που μαζί με το καυστικό χιούμορ και την συχνά λυρική γραφή του Καμιλλέρι, έχουν κάνει την σειρά να αγαπηθεί ιδιαίτερα τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό.
Από τις εκδόσεις Πατάκη.