Ο άντρας της ζωής μου
Ο Πέπε Καρβάλιο επιστρέφει στην αγαπημένη του Βαρκελώνη λίγο πριν από το millennium και μαζί, δύο μοιραίες γυναίκες από το παρελθόν.
Αποτρόπαιοι φόνοι στον Βαθύ Νότο των ΗΠΑ φέρνουν στην επιφάνεια την σκοτεινή ιστορεία της φυλετικής βίας στην Αμερικής
«Σᾶς εἶπα ἐσᾶς τοὺς νέους γιὰ τὸ λιντσάρισμα ποὺ εἶδα τὸ σαράντα ἕξι; Ἤμουν μόλις ἕντεκα χρονῶν. Μὲ ξύπνησε ὁ μπαμπάς μου καὶ μοῦ εἶπε “ἕλα”, ἤθελε νὰ μοῦ δείξει κάτι. Μπήκαμε στὸ διαλυμένο Ford του, ἕνα παλιὸ φορτηγάκι, καὶ περάσαμε ἀπὸ τὶς πετρελαιοπηγές. Ὁ μπαμπάς μου ἦταν μεγάλος καὶ τρανὸς πετρελαιάς, ἔσβηνε τὶς φωτιές. Ἔχετε δεῖ ἐκείνη τὴν ταινία μὲ τὸν Τζὸν Γουέιν; Ἒ λοιπὸν ἦταν βασισμένη στὸν μπαμπά μου. Ἦταν κοκκινομάλλης. Ἔμοιαζε λὲς καὶ τὸ κεφάλι του εἶχε πιάσει φωτιά. Τέλος πάντων, πήγαμε ἐκεῖ πέρα καὶ εἴδαμε κάτι τύπους νὰ τραβολογᾶνε ἕναν νέγρο ἔξω ἀπ᾿ τὴν καλύβα του, καὶ σᾶς λέω ὁ μικρὸς οὔρλιαζε καὶ κλοτσοῦσε τὸν ἀέρα. Αὐτοὶ οἱ νέγροι δὲν ἔχουν τσίπα πάνω τους. Ἔλεγε ὅτι δὲν εἶχε κάνει τίποτα. Ρώτησα τὸν μπαμπά μου τί εἶχε κάνει καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἀράπης χαιρέτισε μιὰ λευκή κοπέλα μπροστὰ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο. Δὲν τὸ πίστευα. Ἐκεῖ ὅπου ἡ κοπέλα ἀγόραζε τὰ καλλυντικά της. Φυσικά τότε ἐγὼ δὲν ἤξερα ἀπὸ τέτοια, ἀλλὰ ἤξερα ὅτι ἦταν κάτι ἄσχημο. Τί ἄλλο θὰ δοῦν τὰ μάτια μας. Αὐτὸ ἔλεγε ὁ μπαμπάς μου. Ἔλεγε ὅτι ἂν οἱ μαῦροι ἄρχιζαν νὰ τρέχουν σ᾽ ὅλη τὴν πλάση καὶ νὰ λένε γειὰ σὲ λευκές κοπέλες, σὲ λίγο θὰ εἴχαμε ἕνα σωρὸ μισὰ μισὰ μωρὰ νὰ μπουσουλᾶνε παντοῦ, κι αὐτὸ θὰ σήμαινε τὸ τέλος τῆς λευκῆς φυλῆς, ὅπως σᾶς βλέ πω καὶ μὲ βλέπετε. Ἤμασταν σ' ἕνα χωράφι, ἀλλὰ ὑπῆρ χε μόνο ἕνα δέντρο καὶ ὅλοι εἶδαν ὅτι τὰ κλαδιά του δὲν ἦταν ἀρκετὰ γερὰ γιὰ νὰ κρατήσουν τὸ βάρος τοῦ νέγρου γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὥστε νὰ τὸν κρεμάσουν, ἢ μέχρι νὰ σπάσει ὁ αὐχένας του, ἢ ὅ,τι ἄλλο γίνεται ὅταν σὲ κρεμᾶνε. Τότε ὅμως ὁ μαῦρος στάθηκε στητὸς καὶ σταμάτησε νὰ ἀντιστέκεται. Κοίταξε ὅλους τοὺς ἄντρες ἕναν-ἕναν, κατέληξε στὸν Φάμπρικ Γουίλκ, τὸν ἀρχηγὸ τῆς ὁμάδας, καὶ εἶπε καθαρὰ καὶ ξάστερα: “Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ κρεμάσεις, μικροτσούτσουνε, γιατὶ μετὰ ποιός θὰ βολεύει τὴ γυναίκα σου;” Ὁ Φάμπρικ κοκκίνισε σὰν παντζάρι καὶ τοῦ ἔριξε μία στὴν κοιλιὰ μὲ τὸν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου του. Ὁ ἀράπης οὔτε ποὺ κουνήθηκε. “Καὶ τὴ μαμάκα σου ἐπίσης”. Ὁ Φάμπρικ ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ οἱ ὑπόλοιποι σώπασαν. Ὕστερα ὁ μικρὸς κοίταξε ἕναν ἄλλο κι ἕναν ἄλλο κι ἕναν ἄλλο καὶ εἶπε “καὶ τὴ δική σου γυναίκα. Καὶ τὴ μάνα σου. Καὶ τὴν κόρη σου”. Σᾶς λέω, τὰ παιδιὰ τρελάθηκαν τελείως καὶ πῆγαν νὰ λιθοβολήσουν τὸν ἀράπη. Ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε νὰ πονάει ἀπὸ τὶς πέτρες. Καὶ μετὰ ἄρχισαν οἱ πυροβολισμοί, ἀλλὰ ἐφόσον στέκονταν σὲ κύκλο, τὸ μόνο ποὺ κατάφεραν ἦταν νὰ σκοτωθοῦν μεταξύ τους. Τελικὰ ὁ μαῦρος ἔπεσε στὰ γόνατα, μὲ τὸ αἷμα νὰ τρέχει ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ εἶπε: “Τώρα θὰ πεθάνω γιὰ λίγο. Ἀλλὰ θὰ ξαναγυρίσω. Ὅλοι μας θὰ ξαναγυρίσουμε”».