Τα Δέντρα

Αποτρόπαιοι φόνοι στον Βαθύ Νότο των ΗΠΑ φέρνουν στην επιφάνεια την σκοτεινή ιστορεία της φυλετικής βίας στην Αμερικής

«Σᾶς εἶπα ἐσᾶς τοὺς νέους γιὰ τὸ λιντσάρισμα ποὺ εἶδα τὸ σαράντα ἕξι; Ἤμουν μόλις ἕντεκα χρονῶν. Μὲ ξύπνησε ὁ μπαμπάς μου καὶ μοῦ εἶπε “ἕλα”, ἤθελε νὰ μοῦ δείξει κάτι. Μπήκαμε στὸ διαλυμένο Ford του, ἕνα παλιὸ φορτηγάκι, καὶ περάσαμε ἀπὸ τὶς πετρελαιοπηγές. Ὁ μπαμπάς μου ἦταν μεγάλος καὶ τρανὸς πετρελαιάς, ἔσβηνε τὶς φωτιές. Ἔχετε δεῖ ἐκείνη τὴν ταινία μὲ τὸν Τζὸν Γουέιν; Ἒ λοιπὸν ἦταν βασισμένη στὸν μπαμπά μου. Ἦταν κοκκινομάλλης. Ἔμοιαζε λὲς καὶ τὸ κεφάλι του εἶχε πιάσει φωτιά. Τέλος πάντων, πήγαμε ἐκεῖ πέρα καὶ εἴδαμε κάτι τύπους νὰ τραβολογᾶνε ἕναν νέγρο ἔξω ἀπ᾿ τὴν καλύβα του, καὶ σᾶς λέω ὁ μικρὸς οὔρλιαζε καὶ κλοτσοῦσε τὸν ἀέρα. Αὐτοὶ οἱ νέγροι δὲν ἔχουν τσίπα πάνω τους. Ἔλεγε ὅτι δὲν εἶχε κάνει τίποτα. Ρώτησα τὸν μπαμπά μου τί εἶχε κάνει καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἀράπης χαιρέτισε μιὰ λευκή κοπέλα μπροστὰ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο. Δὲν τὸ πίστευα. Ἐκεῖ ὅπου ἡ κοπέλα ἀγόραζε τὰ καλλυντικά της. Φυσικά τότε ἐγὼ δὲν ἤξερα ἀπὸ τέτοια, ἀλλὰ ἤξερα ὅτι ἦταν κάτι ἄσχημο. Τί ἄλλο θὰ δοῦν τὰ μάτια μας. Αὐτὸ ἔλεγε ὁ μπαμπάς μου. Ἔλεγε ὅτι ἂν οἱ μαῦροι ἄρχιζαν νὰ τρέχουν σ᾽ ὅλη τὴν πλάση καὶ νὰ λένε γειὰ σὲ λευκές κοπέλες, σὲ λίγο θὰ εἴχαμε ἕνα σωρὸ μισὰ μισὰ μωρὰ νὰ μπουσουλᾶνε παντοῦ, κι αὐτὸ θὰ σήμαινε τὸ τέλος τῆς λευκῆς φυλῆς, ὅπως σᾶς βλέ πω καὶ μὲ βλέπετε. Ἤμασταν σ' ἕνα χωράφι, ἀλλὰ ὑπῆρ χε μόνο ἕνα δέντρο καὶ ὅλοι εἶδαν ὅτι τὰ κλαδιά του δὲν ἦταν ἀρκετὰ γερὰ γιὰ νὰ κρατήσουν τὸ βάρος τοῦ νέγρου γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὥστε νὰ τὸν κρεμάσουν, ἢ μέχρι νὰ σπάσει ὁ αὐχένας του, ἢ ὅ,τι ἄλλο γίνεται ὅταν σὲ κρεμᾶνε. Τότε ὅμως ὁ μαῦρος στάθηκε στητὸς καὶ σταμάτησε νὰ ἀντιστέκεται. Κοίταξε ὅλους τοὺς ἄντρες ἕναν-ἕναν, κατέληξε στὸν Φάμπρικ Γουίλκ, τὸν ἀρχηγὸ τῆς ὁμάδας, καὶ εἶπε καθαρὰ καὶ ξάστερα: “Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ κρεμάσεις, μικροτσούτσουνε, γιατὶ μετὰ ποιός θὰ βολεύει τὴ γυναίκα σου;” Ὁ Φάμπρικ κοκκίνισε σὰν παντζάρι καὶ τοῦ ἔριξε μία στὴν κοιλιὰ μὲ τὸν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου του. Ὁ ἀράπης οὔτε ποὺ κουνήθηκε. “Καὶ τὴ μαμάκα σου ἐπίσης”. Ὁ Φάμπρικ ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ οἱ ὑπόλοιποι σώπασαν. Ὕστερα ὁ μικρὸς κοίταξε ἕναν ἄλλο κι ἕναν ἄλλο κι ἕναν ἄλλο καὶ εἶπε “καὶ τὴ δική σου γυναίκα. Καὶ τὴ μάνα σου. Καὶ τὴν κόρη σου”. Σᾶς λέω, τὰ παιδιὰ τρελάθηκαν τελείως καὶ πῆγαν νὰ λιθοβολήσουν τὸν ἀράπη. Ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε νὰ πονάει ἀπὸ τὶς πέτρες. Καὶ μετὰ ἄρχισαν οἱ πυροβολισμοί, ἀλλὰ ἐφόσον στέκονταν σὲ κύκλο, τὸ μόνο ποὺ κατάφεραν ἦταν νὰ σκοτωθοῦν μεταξύ τους. Τελικὰ ὁ μαῦρος ἔπεσε στὰ γόνατα, μὲ τὸ αἷμα νὰ τρέχει ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ εἶπε: “Τώρα θὰ πεθάνω γιὰ λίγο. Ἀλλὰ θὰ ξαναγυρίσω. Ὅλοι μας θὰ ξαναγυρίσουμε”».
notion image
Βαθύς Αμερικανικός Νότος, Μισισίπι. H κομόπολη Χρήμα συγκλονίζεται όταν δύο συγκεκριμένοι ρεντνεκς – λευκά μέλη της εργατικής τάξης, άτομα συνήθως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου που συγκεντρώνουν πάνω τους την πλειοψηφία των στερεοτύπων περί Αμερικανικού Νότου – βρίσκονται νεκροί με διαφορά λίγων ημερών. Η σκηνή του εγκλήματος και στις δύο περιπτώσεις θυμίζει σκηνικό από gore horror movie, με τα πτώματα να ‘ναι βουτηγμένα στο αίμα, αγνώριστα από τα χτυπήματα, με τους όρχεις τους ακρωτηριασμένους και απιθωμένους στις παλάμες τους, και με το πτώμα ενός άγνωστου μαύρου άντρα δίπλα τους.
Κοινό σημείο μεταξύ των δύο ρέντνεκς νεκρών, το λιντσάρισμα του νεαρού Έμμετ Τίλ το 1955, πράξη στην οποία συμμετείχαν με τον ένα η τον άλλο τρόπο οι οικογένειές τους. Γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα, καθώς οι γηραιότεροι από όσους είδαν το ανώνυμο πτώμα του μαύρου άντρα ανακαλύπτουν μια κάποια ομοιότητα με το πτώμα του άτυχου νεαρού Τιλ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, και στους δύο φόνους, καθώς το πτώμα του μαύρου μεταφέρεται από τους “ατζαμήδες βλάχους” τοπικούς αστυνομικούς στον ιατροδικαστή, εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Μέχρι να εμφανιστεί στον επόμενο, παρόμοιο, τόπο του εγκλήματος.
Καθώς πυκνώνουν οι φόνοι, δύο αφροαμερικανοί αστυνομικοί από τα κεντρικά του Μισισίπι, καθώς και μια νεαρή πράκτορας του FBI αναλαμβάνουν την υπόθεση. Η έρευνα τους θα του οδηγήσει στα ίχνη μιας αποσιωπημένης Ιστορίας θαμμένης κάτω από το χαλάκι, που μιλά για λιντσαρίσματα, για αναίτια βια και για ρατσισμό. Θα τους θυμίσει ότι η η Ιστορία δεν τελειώνει ποτέ και ότι ο λογαριασμός πάντοτε έρχεται στο τέλος· ακόμη και με βιβλικούς τρόπους.
Ταυτόχρονα, μια μυστήρια εκατόχρονη μαύρη γυναίκα, προσλαμβάνει έναν ακαδημαϊκό για να συνθέσει για λογαριασμό της μια ελεγεία για τη πιο άγνωστη γενοκτονία του κόσμου.
Με το βιβλίο Τα Δέντρα που ήταν υποψήφιο για βραβείο Booker το 2022, ο Αφροαμερικανός συγγραφέας Πέρσιβαλ Έβερετ καταφέρνει να συνδέσει με μαεστρία τη σάτιρα και το χιούμορ με την φρίκη, τον τρόμο  και την οργή που προκαλεί η αδικία των ανθρώπων. Γράφει μια σύγχρονη ιστορία που παίζοντας με διάφορα είδη καταφέρνει να ζωγραφίσει ένα γκροτέσκο πορτρέτο του Αμερικανικού νότου ειδικώς αλλά και της Αμερικανικής κοινωνίας γενικότερα και αναγκάζει τον αναγνώστη να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το συστηματικό ρατσισμό που υφίστανται οι αφροαμερικανοί στις ΗΠΑ, ένα κοινωνικό μικρόβιο που ανά τα χρόνια επανέρχεται στο προσκήνιο σε έξαρση χωρίς ποτέ να θεραπεύεται τελείως.
Η σάτιρα και η οργή είναι τα δύο αντίθετα στοιχεία που αξιοποιεί ο Έβερετ για να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα που “ποζάρει” ως αστυνομικό αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ παραπάνω: μια ειρωνική ματία στην σημερινή Αμερική και μια σε ανατομία της ιστορίας του ρατσισμού και των λιντσαρισμάτων στις πολιτείες του νότου. Ένα λογοτεχνικό αντίστοιχο του Django: Ο Τιμωρός του Ταραντίνο.
Από τις εκδόσεις Gutenberg.