Ονομάζομαι Λεονάρ. Έξω περιμένει το άλλο παραεγώ μου. Η Ιρίς. Ένα ουράνιο τόξο. Φυλάει το αμάξι. Σιωπή. Κρωξίματα πουλιών. Κόρνες. Ήχοι της πόλης. Ίσως ο ωκεανός.
Ζουλιούς, πρέπει να επιστρέψεις.
Δεν υπάρχει περίπτωση.
Πρέπει να αναστήσεις την Ένοπλη Σπινοζική Φράξια.
Δεν υπάρχει λόγος. Η Ηθική έζησε κάποτε. Δεν είναι πλέον του κόσμου τούτου.
Λάθος.
Γιατί;
Γιατί ο Χέγκελ επέστρεψε.
Στην μετα-αποκαλυπτική Γαλλία του ελευθεριακού συγγραφέα Ζαν-Μπερνάρ Πουί, ενός εκ τών πιο φρέσκων εκπροσώπων του νέου γαλλικού νουάρ, έχουν περάσει είκοσι δύο χρόνια από την εποχή της Μεγάλης Χεσίλας, της εποχής που έφερε απροσδιόριστα γύρισε ανάποδα το κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρα και την μετέτρεψε στο άγωνο πεδίο μιας battle battle royale με post-punk αισθητική και πρωταγωνιστές τις διάφορες ακροαριστερές και αναρχικές γκρούπες που εμφανίστηκαν μέσα στο χάος. Επιπλέον έχουν περάσει είκοσι χρόνια από το Μεγάλο Ξεκαθάρισμα, την επική και αλλοπρόσαλλη σύγκρουση μεταξύ της Ένοπλης Σπινοζικης Φραξιάς με τους Χεγκελιανούς, μια σύρραξης με διαλεκτικούς υποτόνους, γνήσια παράνοια, σφαίρες και αίμα, που θα βρει νικητή και μοναδικό επιζών των Ζούλιους Πουέκ, τον εκκεντρικό αρχηγό της Ένοπλης Σπινοζικής Φραξιάς, τον μοτοσυκλετιστή με τις χαρακτηριστικές μωβ μπότες από φιδοτόμαρο.
Για την ματωμένη αυτή εποποιία, διαβάζουμε στο ευφάνταστο, προκλητικό και συχνά απρόσμενα λυρικό Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ. Ο Πουί επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, με το εξίσου ευφάνταστο τίτλο Στεγνά! Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ ξανά, με ένα sequel που ίσως να μην ήταν και τόσο απαραίτητο τελικά. Είκοσι χρόνια μετά λίγα έχουν αλλάξει στην Γαλλία· παραμένει ένα αχανές άναρχο γήπεδο, όπου πέρα από τις διάφορες συμμορίες ποικίλων χρωμάτων και ιδεολογιών, πλέον την λυμαίνονται νεόμπατσοι, νεο-χούλιγκανς, προσθέτοντας λίγη μεγαλύτερη ποικιλία στα ξεκαθαρίσματα και τις συγκρούσεις που δίνουν και παίρνουν, με αμείωτη ένταση και αναβαπτισμένη με ποδοσφαιρική ορολογία και με ταιριαστή χουλιγκανική αποβλάκωση. Και κάπως, κάπου, ο Χέγκελ επιστρέφει, και καθώς κάθε δράση φέρει και μια αντίδραση, πρέπει να επιστρέψει και ο αρχέγονος του αντίπαλος, ο σχεδόνο μυθικός “Σπινόζα”, ο Ζούλιους Πουέκ, του οποίου τα ίχνη έχουν χαθεί από την εποχή της πύριας νίκης του.
Θα χυθεί αίμα.
Πιστό στη φόρμουλα του πρώτου βιβλίου, σατυρίζει και παραλληλίζει τις διαμάχες μέσα στα πλαίσια του ακροαριστερού/ελευθεριακού χώρου, σε ένα σκηνικό που θυμίζει Φαρ Ουέστ, κρατώντας λίγο κι από τον λυρισμό του προκατόχου του, μα αποτυγχάνει να προσφέρει κάτι νέο πέραν ίσως της ποδοσφαιρικής αλληγορίας, μένοντας έτσι, αν και είναι καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο, το χλιαρό και αλλοπρόσαλλο χρονικό ενός rematch που έχει κριθεί είδη από τον τίτλο - αν όχι από το προηγούμενο βιβλίο και θα μπορούσε να περιοριστεί στα λίγα πρώτα και τελευταία κεφάλαια του.