Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα το βρετανικό στέμμα αντιμετώπισε ένα πρόβλημα. Δυσαρεστημένοι υφαντές, φινιριστές και άλλοι εργάτες κλωστοϋφαντουργίας ξεκίνησαν μια παρατεταμένη εξέγερση ενάντια στην ιδιοκτησία και το κράτος. Στο επίκεντρο βρίσκονταν νέοι τύποι μηχανών -η πλεκτική μηχανή, ο κυλινδρόμυλος πέλους και η μηχανή φινιρίσματος- που μπορούσαν να παράγουν υφάσματα και να πραγματοποιούν το φινίρισμά τους σε κλάσμα του χρόνου εργασίας που απαιτούνταν προηγουμένως, μετατρέποντας ένα εξειδικευμένο επάγγελμα σε χαμηλόμισθη δουλειά με το κομμάτι. Οι μισθοί κατακρημνίστηκαν και άρχισε να επικρατεί πείνα. Κοινότητες χιλιάδων ανθρώπων απειλήθηκαν από τους κλυδωνισμούς.
Μεταξύ 1811 και 1812 εκατοντάδες νέες κλωστοϋφαντουργικές μηχανές καταστράφηκαν σε δεκάδες συντονισμένες, μυστικές επιθέσεις υπό την αιγίδα ενός μυθικού ηγέτη που ονομαζόταν Νεντ Λουντ. Εκτός από τις διαβόητες επιδρομές τους, οι λεγόμενοι λουδίτες προέβαιναν σε έντονες δημόσιες διαμαρτυρίες, προκαλούσαν χαοτικές ταραχές κι έκλεβαν συνεχώς από τις κλωστοϋφαντουργίες δραστηριότητες που χαρακτηρίζονταν από ένα εκπληκτικό επίπεδο οργανωμένης μαχητικότητας. Οι πολιτικές πρακτικές τους δεν έπαιρναν μόνο τη μορφή της βίαιης δραστηριότητας, αλλά διατυπώνονταν επίσης μέσω μαζικών αποκεντρωμένων εκστρατειών επιστολογραφίας, με τις οποίες προχωρούσαν σε διαβήματα –και μερικές φορές σε απειλές– προς τοπικούς βιομήχανους και κυβερνητικούς γραφειοκράτες, πιέζοντας για μεταρρυθμίσεις όπως υψηλότερους κατώτατους μισθούς, παύση της παιδικής εργασίας και πρότυπα ποιότητας για τα υφαντουργικά προϊόντα. Οι πολιτικές δραστηριότητες των λουδιτών κέρδισαν τη συμπάθεια των κοινοτήτων τους, των οποίων η ευρεία υποστήριξη προστάτευε την ταυτότητα των αγωνιστών από τις αρχές. Στο αποκορύφωμα της δραστηριότητάς τους στο Νότιγχαμ, από τον Νοέμβριο του 1811 έως τον Φεβρουάριο του 1812, οργανωμένες ομάδες μασκοφόρων λουδιτών έκαναν επιθέσεις και κατέστρεφαν μηχανές σχεδόν κάθε βράδυ. Οι εργοστασιάρχες τρομοκρατήθηκαν. Οι μισθοί αυξήθηκαν.
Λουδίτες. Η Ιστορία, πάρα τις δυναμικές και με πλήρη ταξική συνείδηση δραστηριότητες στις οποίες, όπως φαίνεται και παραπάνω, προχώρησαν οι πρώιμοι τεχνοσκεπτικιστές του 19ου αιώνα, του φέρθηκε “σκάρτα” και μετέτρεψε τον όρο “Λουδίτης ” σε συνώνυμο με την τεχνοφοβία. Κάτι που στον σύγχρονο κόσμο, τόσο στο πλαίσιο του Καπιταλισμού όσο και στο πλαίσιο του παραδοσιακού Μαρξισμού, που έτεροι ευαγγελίζονται την ατέρμονη πρόοδο και πορεία προς τα μπροστά, ηχεί σαν κάτι αιρετικό.
Την οπτική αυτή έρχεται να προκαλέσει ο Gavin Mueller με το βιβλίο του Σπάζοντας πράγματα στην δουλειά - οι λουδίτες ήξεραν γιατί μισείς τη δουλειά σου. Ορμώμενος από το ιστορικό κίνημα των Λουδιτών και ανασυνθέτοντας την σχέση εργασίας-τεχνολογίας στην διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, ο Mueller, μπλέκοντας ίσες δόσεις θεωρίας με απτά παραδείγματα, διερωτάται για το αν πραγματικά η τεχνολογία είναι πραγματικά στην υπηρεσία του κεφαλαίου ή των εργαζομένων και κατά πόσο κάνει πραγματικά την ζωή μας καλύτερη.
Μια ερώτηση που, ιδίως στις μέρες μας, μοιάζει αυταπόδεικτη. Σε έναν εργασιακό τομέα, όπου παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις ότι η τεχνολογία θα μειώσει τον φόρτο εργασίας, η πραγματικότητα δείχνει το ακριβώς αντίθετο. Τα τεχνολογικά εργαλεία δημιουργούν συνεχώς bullshit jobs, ενισχύουν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, βελτιώνουν του τρόπους παρακολούθησης των εργαζομένων και τις απόδοσής τους, εντείνουν τον διευθυντισμό. Παράλληλα, οι ίδιες αυτές τάσεις εισχωρούν και στην προσωπική ζωή, αφαιρώντας τους σταδιακά τον έλεγχο του ελεύθερου χρόνου. Οι εργαζόμενοι είναι διαρκώς online, πάντα διαθέσιμοι μέσω email, πάντα σε έναν αέναο αγώνα επανειδίκευσης για να παραμείνουν relevant σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ ταυτόχρονα, στην προσωπική τους ζωής, μετρούν το χρόνο με δημοσιευσεις στα κοινωνικά δίκτυα.
O Gavin Mueller αποκαλύπτει την πραγματική διάσταση της τεχνολογικής προόδου μέσα από μια σε βάθος ανάλυση που έχει σαν αφετηρία τον 19ο αιώνα και φτάνοντας μέχρι το δυστοπικό σήμερα. Αναζητά λύσεις πέρα από τα όρια της παραδοσιακής αριστεράς, στα θολά και θαυμαστά νερά ριζοσπαστικών κινημάτων και καταλήγει ότι η λύση είναι, και πάντα ήταν για να είμαστε ειλικρινής, μια: η ανακατάληψη της τεχνολογίας και κατ’ επέκταση της εργασίας και η επαναδιοργάνωση αυτών. Με άλλα λόγια, το “σπάσιμο της μηχανής”.
Ο Gavin Mueller είναι ακαδημαϊκός και συγγραφέας, γνωστός για το έργο του στην πολιτική οικονομία της τεχνολογίας και την ιστορία της εργασίας. Στο βιβλίο του Breaking Things at Work, εξετάζει την αντίσταση στην αυτοματοποίηση και τον ρόλο της τεχνολογίας στην εκμετάλλευση της εργασίας.