Ο Στέφαν Τσβάιχ ήταν ένας από τους πιo δημοφιλής συγγραφείς των δεκαετιών του μεσοπολέμου. Έγραψε λογοτεχνικά κείμενα, κατά κύριο λόγο νουβέλες, θεατρικά, βιογραφίες και ιστορικά κείμενα. Εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε και μεγάλωσε και έζησε στην Αυστρία μέχρις ότου το 1934, θορυβημένος από την άνοδο του Ναζισμού στην Γερμανία, μετεγκαταστάθηκε αρχικά στην Αγγλία, στην συνέχεια στην Νέα Υόρκη και τέλος το 1940 στην Βραζιλία, όπου απογοητευμένος και απελπισμένος από την τροπή των γεγονότων στην Ευρώπη και από την ανθρώπινη φύση γενικότερα, έδωσε τέλος στην ζωή του το 1942, καταναλώνοντας μεγάλη ποσότητα βαρβιτουρικών.
Ένα χρόνο πριν από την αυτοκτονία του, έγραψε το διασημότερο ίσως έργο του, την Σκακιστική Νουβέλα (ο αγγλικός τίτλος είναι the Royal Game ), ένα βιβλίο που παρά το μικρό του μέγεθος καταφέρνει με απλή αλλά πολυεπίπεδη, αλληγορική γραφή να εξερευνήσει την ανθρώπινη ψυχολογία και να φλερτάρει με τα όρια της, χρησιμοποιώντας σαν πρόσχημα μια παρτίδα σκακιού μεταξύ δύο αντιδιαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων.
Η πλοκή λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πλοίο που ταξιδεύει από την Νέα Υόρκη προς την Αργεντινή και τοποθετείται χρονικά λίγο πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και μετά από το Anschluss, δηλαδή την προσάρτηση της Αυστρίας από την Ναζιστική Γερμανία. Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο από τον ανώνυμο αφηγητή που ταξιδεύει με το πλοίο, αν και σε ορισμένα σημεία ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί την τεχνική του frame narrative ώστε να παρεμβάλει διαφορετικές ιστορίες με χαρακτηριστικότερη αυτή του Δρ. Μπ.
Ανάμεσα στους επιβαίνοντες βρίσκεται και ο παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού, ο Μίρκο Τσέντοβιτς ο οποίος περιοδεύει στην Αμερική. Με καταγωγή από την κεντρική Ευρώπη, ο Τσέντοβιτς, είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας που το μοναδικό του ταλέντο βρίσκεται στην τέχνη του σκακιού. Σχεδόν αναλφάβητος και αδαής, όταν ανακαλύπτει το ταλέντο του, αρχίζει να νικά Γκράντ Μάστερς και να γνωρίζει την διασημότητα και τα πλούτη και μεταβάλλεται από άγουρο παραπαίδι του παπά της ενορίας του μικρού χωριού όπου μεγάλωσε σε μονομανή, ματαιόδοξο και υπερόπτη.
Ο Τσβάιχ δια στόματος του αφηγητή, σατιρίζει τη μεταβολή αυτή αλλά και τη μονομανία του Τσέντοβιτς λέγοντας μας “Κι έπειτα, δεν είναι εν τέλη τρομαχτικά εύκολο να θεωρείς τον εαυτό σου σπουδαίο, όταν δεν σε βαραίνει η γνώση ότι κάποτε υπήρξε ένας Ρέμπραντ, ένας Μπετόβεν, ένας Δάντης, ένας Ναπολέων; Αυτό το παλιόπαιδο με το περιορισμένο μυαλό του ξέρει μονάχα ότι εδώ και μήνες δεν έχει χάσει ούτε μια παρτίδα και, εφόσον δεν αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν στον κόσμο και άλλες αξίες εκτός από το σκάκι και το χρήμα, έχει κάθε λόγο να είναι ενθουσιασμένος με τον εαυτό του”.
Ο αφηγητής και άλλοι ερασιτέχνες εραστές του σκακιού, όταν μαθαίνουν ότι ταξιδεύουν μαζί με τον πρωταθλητή κανονίζουν να παίξουν μαζί του σκάκι, σιμουλτανέ, δηλαδή πολύ παίκτες μαζί εναντίων ενός. Όπως ήταν αναμενόμενο ο Τσέντοβιτς του συντρίβει “αδιάφορα και αλαζονικά”, χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Κατά τη διάρκεια της ρεβάνς όμως και ενώ όλα δείχνουν ότι το παιχνίδι θα έχει την ίδια κατάληξη, εμφανίζεται σαν από μηχανής θεός, ένας άγνωστος επιβατης που βοηθώντας διστακτικά τους παίκτες, καταφέρνει να εξαναγκάσει τον ματαιόδοξο πρωταθλητή σε ισοπαλία. Ο Τσέντοβιτς ιντριγκάρετε και κανονίζει μια παρτίδα ένας με έναν με τον άγνωστο επιβάτη για την επόμενη μέρα.
Ο Δόκτωρ Μπ. όπως είναι το όνομα του, είναι ένας χαρακτήρας εντελώς διαφορετικός από το πρωταθλητή. Ντροπαλός, ευγενής και καλλιεργημένος, ο άντρας κατάγεται από την Βιέννη όπου ανήκε στους φιλομοναρχικούς κύκλους, για λογαριασμό των οποίων δούλευε ως δικηγόρος. Όταν η Ναζί προσάρτησαν την Αυστρία και άρχισαν τις διώξεις, μεταξύ άλλων και στα μέλη της παλιάς αριστοκρατίας, ο Δρ. Μπ. βρίσκεται ξαφνικά φυλακισμένος, στην απομόνωση και ατέλειωτη μοναξιά ενός δωματίου, καθώς η Γκεστάπο προσπαθεί να τον κάνει να αποκαλύψει τις απόρρητες υποθέσεις που διαχειρίζεται.
Η πολύμηνη απομόνωση σε ένα άδειο δωμάτιο, έχει βαριές επιπτώσεις στην ανθρώπινη ψυχή. Ο Δρ. Μπ. βρίσκεται πολύ κοντά στο να “σπάσει”, όταν ενθουσιασμένος εντοπίζει και καταφέρνει να κλέψει από έναν φρουρό κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης, ένα βιβλίο.
“Τα γόνατα μου άρχισαν να τρέμουν : ένα ΒΙΒΛΙΟ. Τέσσερεις ολόκληρους μήνες δεν είχα πιάσει στα χέρια μου βιβλίο, και μόνο η ιδέα ενός βιβλίου, η ιδέα ότι θα μπορούσα να δω λέξεις, τη μια δίπλα στην άλλη, γραμμές, σελίδες, φύλλα, ότι θα μπορούσα να διαβάσω, να παρακολουθήσω καινούργιες, διαφορετικές, άγνωστες σε μένα σκέψεις, που θα με αποσπούσαν, να τις απορροφήσω με το μυαλό μου, με μεθούσε και με νάρκωνε ταυτόχρονα.”
Το βιβλίο που κλέβει, περιέχει μέσα την αλγεβρική αναπαράσταση διαφόρων σκακιστικών παρτίδων μεταξύ των μεγαλύτερων παικτών της ιστορίας. Ο Δρ. Μπ. που έχει να παίξει σκάκι από παιδί, αρχικά απογοητεύεται με το περιεχόμενο του βιβλίου που τόσο ριψοκίνδυνα έκλεψε, αλλά στην συνέχεια, σπρωγμένος από την ανυπόφορη μοναξιά της απομόνωσης του και τον ατελείωτο χρόνο που έχει διαθέσιμο, ξεκινά να μελετά τις παρτίδες, στην συνέχεια να τις αποστηθίζει, να μαθαίνει από αυτές. Φτάνει στο σημείο, να ξεκινήσει να παίζει ενάντια στον εαυτό του, υποβάλλοντας τον σε ένα είδος ηθελημένης σχιζοφρένειας, γίνεται μανιώδης με αυτό το παιχνίδι μεταξύ του μαύρου Εγώ και του Λευκού Εγώ και τελικά υφίσταστε νευρικό κλονισμό που οδηγεί στον αυτοτραυματισμό του και τελικά στην απελευθέρωση του με τον όρο να φύγει από τη χώρα.
Ο γιατρός που τον παρακολουθεί μετά την νευρική του κρίση, τον προειδοποιεί να αποφύγει να ξανά παίξει σκάκι καθώς είναι η πηγή που προκάλεσε την μανία και την κρίση του, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό του και θα μπορούσε να προκαλέσει ξανά το ίδιο. Πίσω στο παρόν, ο Δρ. Μπ. ξεκινά τη παρτίδα του με τον Τσέντοβιτς αγνοώντας φαινομενικά την προειδοποίηση αυτή.
Σε μόλις 100 σελίδες, ο Στέφαν Τσβάιχ καταφέρνει να μας δώσει μια σφιχτοδεμένη νουβέλα με καταπληκτική γραφή και πολυεπίπεδα νοήματα. Εύκολα κανείς μπορεί να αναγνωρίσει στους δύο κεντρικούς, αλληγορικά αντίθετους χαρακτήρες την Ναζιστική Γερμανία, ψυχρή, υπολογιστική και απάνθρωπη (Τσέντοβιτς) από την μια και την ευγενική, καλλιτεχνική, καλλιεργημένη φύση που διώκεται (Δρ. Μπ.) από την άλλη. Ταυτόχρονα η ηθελημένη σχιζοφρένεια του Δρ. Μπ. όπου το μυαλό του στρέφεται εναντίον του, φωτογραφίζει την σχιζοφρένεια της Γερμανίας που στρέφεται εναντίων κομματιών της κοινωνίας της.
Ένα μεγάλο έργο, το κύκνειο άσμα ενός μεγάλου συγγραφέα.