Σατανικοι Στίχοι

Το “αιρετικό μυθιστόρημα” που χάρησε τη φέτφα στον Ινδοβρετανό συγγραφέα Σάλμαν Ρούσντι

Τι λογής ιδέα είσαι;
Ανήκεις στο είδος των συμβιβασμών, των διακανονισμών, θες να τα βρεις με την κοινωνία, να βρεις μια γωνίτσα κι εσύ, να επιβιώσεις; Η είσαι αναθεματισμένη, ασυμβίβαστη, ατίθαση ιδέα που, απ’το να πάει με το ρεύμα, προτιμάει τη ρήξη; - Το είδος δηλαδή που σχεδόν σίγουρα, ενενήντα εννιά φορές στις εκατό, θα γίνει κομμάτια· αλλά που, την εκατοστή φορά, θ’ αλλάξει τον κόσμο.
notion image
Το βιβλίο Σατανικοί Στίχοι του πολυβραβευμένου Ινδό-Άγγλου συγγραφέα Σαλμάν Ρούσντι, είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα ιδέα, πολυεπίπεδη, περίπλοκη και συνάμα όπως αποδείχθηκε επικίνδυνη και αμφιλεγόμενη. Η έκδοση του βιβλίου το 1988, προκάλεσε απειλές και απόπειρες δολοφονίας προς τον συγγραφέα (με την πιο πρόσφατη τον Αύγουστο που μας πέρασε) αλλά και σε εκδότες και μεταφραστές του βιβλίου, την έκδοση φέτφας που καλούσε για το θάνατο του από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί και την απαγόρευση κυκλοφορίας του βιβλίου σε διάφορες Μουσουλμανικές χώρες. Όπως είχε πει και ο μεγάλος Ισαάκ Ασίμωφ, “οποιοδήποτε βιβλίο που αξίζει να απαγορευτεί, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί” και οι Σατανικοί Στίχοι είναι σίγουρα ένα τέτοιο βιβλίο.
Με αριστοτεχνική, συχνά τολμηρή, σχεδόν πειραματική αλλά άκρως λογοτεχνική γραφή που συχνά αγγίζει την ποίηση, με πολύ έντονα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού που αποτελούν κινητήρια δύναμη για την πλοκή και με ποικίλες αναφορές σε συγγραφείς όπως ο Ναμπόκοφ, ο Μέλβιλ και ο Καλβίνο, που φανερώνουν τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον Ρούσντι, το βιβλίο σε πρώτο επίπεδο ακολουθεί την ιστορία δύο Ινδών ηθοποιών που έχουν μετοικήσει στην Αγγλία, αγγίζοντας έτσι, όπως και άλλα έργα του συγγραφέα, θέματα όπως την μετανάστευση, την ενσωμάτωση τον μεταναστών στην νέα τους πατρίδα, την παγίδα της αποξένωση από την παλιά αλλά και από την νέα πατρίδα, που ενέχει αυτή η ενσωμάτωση και τέλος το ερώτημα της ταυτότητας.
O Γαβριήλ (Τζιμπρίλ) Φαρίστα, είναι ένα αστέρας του Μπόλιγουντ, με ειδίκευση σε θρησκευτικούς ρόλους. Εγωκεντρικός, μοιρολάτρης και θρησκόληπτος σε μεγάλο βαθμό, αλλά ταυτόχρονα ταλαντούχος και χαρισματικός, καθώς η καριέρα του παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια φθοράς και ο ίδιος νευρικές κρίσεις, ερωτεύεται την ορειβάτισσα Αλληλούια Κόουν. Όταν η εφήμερη παραμονή της τελευταίας τελειώνει και φεύγει για να επιστρέψει στο Λονδίνο, ο Γαβριήλ εγκαταλείπει την καριέρα του και επιβιβάζεται στο αεροσκάφος Μποστάν με προορισμό την Αγγλία (που απεχθάνεται) ώστε να την αναζητήσει.
Ο Σαλαντίν Τσατσά, γεννήθηκε ως Σαλαχουντίν Τσαμτσαβάλα στην Ινδία αλλά άλλαξε το όνομα του όταν σε ηλικία 18 ετών μετανάστευσε στην Αγγλία που πάντα θαύμαζε τον πολιτισμό της σε αντίθεση με την πατρίδα του. Φεύγοντας από την προγονική του χώρα, έκοψε κάθε επαφή μαζί της όπως έκαψε και τις σχέσεις με τον πατέρα του με τον οποίο πάντα είχε μια σχέση ανταγωνιστική. Στην Αγγλία, έγινε επιτυχημένο ηθοποιός, έκανε περιουσία και παντρεύτηκε. Μετά από χρόνια γύρισε εφήμερα στην Ινδία για μια περιοδεία και στο γυρισμό επιβιβάστηκε και αυτός στο αεροσκάφος Μποστάν.
Το αεροσκάφος με το οποίο ταξιδεύουν οι δυο πρωταγωνιστές, πέφτει θύμα αεροπειρατείας και τελικά εκρήγνυται πάνω από τη Μάγχη. Οι δύο τους σώζονται ως δια μαγείας, όχι όμως χωρίς συνέπειες καθώς μεταλλάσσονται· ο Γαβριήλ μεταμορφώνεται σε άγγελο ενώ ο Σαλαντίν σε διάβολο, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά αυτών των θρησκευτικών μορφών. Ο Σαλαντίν διώκεται από την αστυνομία ως παράνομος μετανάστης, και βιώνει την απόρριψη από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, μεταξύ αυτών και της γυναίκας του. Η νέα αυτή πραγματικότητα, τον κάνει να αναθεωρήσει την μέχρι τότε οπτική του για τον κόσμο. Ο Γαβριήλ αντίθετα, αγκαλιάζει την μεταμόρφωση του, η οποία επιδεινώνει την εκκολαπτόμενη του σχιζοφρένεια. Καταφέρνει αρχικά να βρει την Αλληλούια Κόουν αλλά η σχέση τους επισκιάζεται από την ασθένεια του Φαρίστα και την παθολογική του ζήλεια.
Οι δύο άντρες θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ταυτότητα τους, να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Τελικά και οι δύο θα οδηγηθούν πίσω στην Ινδία, αλλά μόνο ένας θα συμφιλιωθεί πραγματικά με την ταυτότητα του.
Παράλληλα ο Σάλμαν Ρούσντι παραθέτει στους Σατανικούς Στίχους και τρεις ακόμη ιστορίες που εμφυτεύονται στην κεντρική ιστορία ως οράματα που βλέπει ο Γαβριήλ και στα οποία έχει τον ρόλο του ομώνυμο αρχαγγέλου. Αυτές οι τρεις ιστορίες αποτελούν και το αμφιλεγόμενο κομμάτι του βιβλίου που χάρισε την φέτφα στο συγγραφέα και αν και είναι από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου, για να γίνουν απολύτως κατανοητά στον αναγνώστη θα πρέπει να έχει κάποια ελάχιστη γνώση για θρησκεία του Ισλάμ.
Η πρώτη ιστορία, μας μεταφέρει στα πρώτα χρόνια του Ισλάμ και διηγείται, εκλαϊκεύοντας την ιστορία των Σατανικών Στίχων. Σύμφωνα με τους πρώτους βιογράφους του Μωάμεθ (που στο βιβλίο παρουσιάζεται με το προσβλητικό για τους Μουσουλμάνους όνομα, Μουχαμέτης), οι λεγόμενοι Σατανικοί Στίχοι, ήταν εδάφια του Κορανίου όπου ο Μωάμεθ αποδέχεται τρεις από τις πολυθεϊστικές θεότητες που προϋπήρχαν στην Μέκκα (στο βιβλίο ονομάζεται Τζαχίλια, που βγαίνει από τον αραβικό όρο που περιγράφει την άγνοια πριν από το Ισλάμ), τις Λατ, Ούτζα και Μανάτ. Σε δεύτερο χρόνο, πάντα με βάση τους πρώτους εκείνους βιογράφους αλλά και τον Ρούσντι που παρουσιάζει την όλη ιστορία σαν πολιτική μανούβρα στο βιβλίο, ο προφήτης, αποκυρείτει τα εδάφια αυτά, ως παρεμβολές από τον διάβολο στην θεϊκή αποκάλυψη και αφαιρούνται από το Κοράνι.
Ως αποτέλεσμα αυτού οι πρώτοι μουσουλμάνοι φεύγουν από την Τζαχίλια. Χρόνια μετά επιστρέφουν ως κατακτητές, αφού η πίστη τους έχει επικρατήσει. Ένας από τους τελευταίους εχθρούς του Μωάμεθ, ο ποιητής Βαάλ, κρύβεται σε ένα υπόγειο μπουρδέλο, όπου οι ιερόδουλες έχουν υιοθετήσει τα ονόματα των γυναικών του προφήτη. Ο Βαάλ μεταξύ άλλων, συναντά και έναν πρώην έμπιστο του Μωάμεθ, τον άντρα που του ο κατέγραφε τα οράματα του, ο οποίος ομολογεί ότι αλλοίωνε ηθελημένα τον λόγο του θεού και ο προφήτης δεν το καταλάβαινε. Και οι δύο εκτελούνται.
“Αιρετικές” σε μικρότερο βαθμό από την πρώτη ιστορία, συμβάλλοντας όμως και αυτές στην αμφιλεγόμενη φύση του βιβλίου, στην δεύτερη ιστορία, μας συστήνει και σατιρίζει τον “Ιμάμη”, καρικατούρα του ίδιου του Αγιατολάχ Χομεϊνί, ενώ στην τρίτη γνωρίζουμε την Αϊσά, μια νεαρή Ινδή που παρακινημένη από τα οράματα που λαμβάνει από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ξεσηκώνει ολόκληρο το χωριό της για ένα προσκύνημα στην Μέκκα, το οποίο θα το οδηγήσει στον αφανισμό. Στο σύνολο τους πρόκειται για τρεις ιστορίες που παρόλη την λογοτεχνική τους αξία, μπορεί να καταλάβει κανείς τον λόγο για τον οποίο ίσως να είναι διφορούμενες και προκλητικές για κάποιον θρησκευόμενο μουσουλμάνο και να αναρωτηθεί αν εξαρχής, η πρόσθεση του Ρούσντι ήταν να προκαλέσει, συμπεριλαμβάνοντας τες στο βιβλίο ή αν ήταν κάποιου είδους μέτα-σχόλιο για την ελευθερία του λόγου και την φύση των θρησκειών.
Άλλωστε ο συγγραφέας, δια στόματος Βαάλ, μας λέει :
Αυτή είναι η δουλειά του ποιητή. Το ανείπωτο να πει, να δείξει την δολιότητα, να πάρει θέση, να αρχίσει τον καβγά, τον κόσμο να διαμορφώσει, τον ύπνο του να ταράξει.
Συνολικά οι Σατανικοί Στίχοι είναι ένα μνημειώδες βιβλίο. Μερικές φορές κουραστικό και ίσως δύσκολο στην ανάγνωση, ιδίως με τις τόσες αναφορές στην, συνήθως άγνωστη για τον αναγνώστη, μουσουλμανική και την ινδική κουλτούρα, όμως από την άλλη είναι ένα απολαυστικά λόγιο, μεταμοντέρνο παραμύθι για το Καλό και το Κακό που μπορεί να αναγνωστεί σε πάνω από ένα επίπεδα. Ένας ύμνος κατά του φονταμενταλισμού που θα κάνει τον αναγνώστη να σταθεί και να επαναξιολογήσει τις ιδέες του.
Εύφημος μνεία στον Γιώργο Ίκαρο Μπαμπασάκη για τον μεταφραστικό άθλο.