Περί φυσικής της μελαγχολίας

Ταξίδι στις αναμνήσεις και την μετακομμουνιστική Βουλγαρία αναζητώντας την φύση της μελαγχολίας

Ας περιμένουμε εδώ τις ψυχές των αφηρημένων αναγνωστών. Μπορεί κάποιος να χάθηκε στους διαδρόμους αυτών των διαφορετικών εποχών. Έχουν επιστρέψει όλοι απ΄ τον πόλεμο; Και απ΄ το πανηγύρι του 1925; Μην και ξεχάσαμε κανέναν στο μύλο; Που θα πάμε τώρα; Οι συγγραφείς δεν συνηθίζουν να κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις, αλλά, ως ο πιο διστακτικός και ανασφαλής ανάμεσα τους, εγώ θα το επιτρέψω στον εαυτό μου. Μήπως να στρίψουμε προς την ιστορία του πατέρα ή να προχωρήσουμε ευθεία, που στην περίπτωση αυτή είναι προς τα πίσω, προς τον Μινώταυρο της παιδικής ηλικίας; Δεν μπορώ να προτείνω κανενός είδους γραμμική αφήγηση, επειδή κανένας λαβύρινθος και καμία ιστορία δεν είναι γραμμική. Μαζευτήκαμε όλοι; Ας ξεκινήσουμε πάλι.
notion image
Ένα πράγμα είναι σίγουρο· η αφήγηση του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ δεν περιορίζεται από συμβατικούς κανόνες και συμβάσεις, κάθε άλλο. Τα βιβλία του τιμημένου με Booker Βούλγαρου συγγραφέα, χαρακτηρίζονται από μια κατακερματισμένη, μη γραμμική, σχεδόν αποσπασματική γραφή, πρόζα που κρύβει πολύπλοκες θεματικές και βαθύτερα θέματα πίσω από μικρά αποσπάσματα που θυμίζουν δημιουργικές ασκήσεις, κομμάτια ενός λογοτεχνικού τετραδίου πάνω στο οποίο ο δημιουργός εξασκείται. Το παρελθόν των κρατών της ανατολικής Ευρώπης, οι ανασφάλειες και το παρόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εξερεύνηση της μνήμης, η θλίψη και οι ανασφάλειες του σήμερα, είναι θέματα που συναντά κανείς στα βιβλία του Γκοσποντίνοφ, θέματα που παρουσιάζει με μια γραφή στυλιζαρισμένη και νοσταλγική, με γενναίες δόσεις χιούμορ και ειρωνείας.
Το Περί φυσικής της μελαγχολίας είναι το τέταρτο βιβλίου του και μεταφέρεται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Στο βιβλίο, το οποίο έφερε τη διεθνή φήμη στον συγγραφέα, χρησιμοποιώντας ως κεντρική του εικόνα και συνδετικό κρίκο, τον κλασικό μύθο του Μινώταυρου, για να χτίσει ένα πολύπλοκο αφηγηματικό λαβύρινθο στον οποίο ο χαμένος αναγνώστης συναντά τις κλεμένες, ενδεχομένως και παραποιημένες αναμνήσεις του παππού τους συγγραφέα, την ιστορία του πατέρα του, τις προσωπικές του ανασφάλειες και τον φόβο του για μοναξιά, ιστορίες από την κομμουνιστική Βουλγαρία αλλά και διηγήσεις από μελαγχολικά ταξίδια στην γηραιά ευρώπη, ακόμη και μικρές πραγματείες περί φυσικής επιστήμης. Αυτό που μας δίνει ο Γκοσποντίνοφ δεν είναι τίποτα άλλο από μια, ίσως λόγια, αναμέτρηση με την ίδια την φύση της μελαγχολίας.
Μερικά βιβλία πρέπει να είναι εφοδιασμένα με το νήμα της Αριάδνης. Οι διαδρομές είναι μπερδεμένες, διασταυρώνονται μεταξύ τους. Μερικές φορές μπορώ να δω τον παππού μου να μπαίνει μαζί μου στο κατάστημα Esprit στη Φρίντριχ Στράσε, να αγγίζει δύσπιστα τα μακό μπλουζάκια και να μουρμουρίζει πως με τίποτα στον κόσμο δε θα αγόραζε ποτέ κάτι τόσο λεπτό, απ΄ όπου θα περνούσε ο άνεμος για να παίξει πάνω στο δέρμα του Μακριά Γαϊδάρα. Μια άλλη φορά, καθώς διέσχιζα με την κόρη μου το Πάρκο των Διδακτόρων στη Σόφια, ένας κύριος, τυλιγμένος μέχρι τ΄ αυτιά με ένα σάλι με σηκωμένο ψηλά τον γιακά του, μου έγνεψε με το κεφάλι, την ώρα που διασταυρωθήκαμε. Ένα επεισόδιο στο οποίο δεν θα έδινα καμία ιδιαίτερη σημασία, αν η Άγια δεν με τραβούσε απ΄ το μανίκι για να μου δέίξει το παράξενο ίχνος του στο χιόνι - μια οπλή. Ο Μινώταυρος είχε βγει για μια βόλτα στον λαβύρινθο του χειμερινού κήπου.
Περιστασιακά η γραφή γίνεται ιδιαίτερα “γλυκερή” προς χάριν ίσως μιας εύκολης συναισθηματικής αντίδρασης του αναγνώστη, και επιπλέον ο μεταμοντέρνος λαβύρινθος της αφήγησης ίσως χάνει σε συνεκτικότητα ελλείψει μιας ισχυρής θεματικής κόλας όπως αυτή που διαθέτει το Χρονοκαταφύγειο, το πέμπτο βιβλίο του συγγραφέα και υπεύθυνο για το βραβείο Booker, του οποίου μάλιστα τους λογοτεχνικούς σπόρους συναντάμε για πρώτη φορά εδώ, όπως και το λογοτεχνικό alter-ego του συγγραφέα, τον Γκαουστίν, όμως τα μειονεκτήματα αυτά κάθε άλλο παρά στερούν από την αναγνωστική απόλαυση και τα πολλά, δυνατά αποσπάσματα που θα βρει κανείς στο Περί φυσικής της μελαγχολίας.
Αρκεί να διαθέτει ο αναγνώστης ένα νήμα, σαν αυτό που έδωσε στο Θησέα η Αριάδνη, όπως χαρακτηριστικά μας λέει, αυτοσαρκαζόμενος ίσως, και ο ίδιος ο συγγραφέας.