Αντίο Μαδρίτη
Η έσχατη περιπέτεια του Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, μακρυά από την αγαπημένη του πόλη του Μεξικού
Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν μακριά από την πόλη του Μεξικού
«Πρέπει νὰ βρεῖς τὴ μαμὰ αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ» τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Κόκορας πρὶν ἀπὸ πέντε μέρες, δείχνοντας μία ἔφηβη ἡ ὁποία τοῦ θύμιζε μιὰ ἄλλη ἔφηβη ποὺ εἶχε δεῖ πολλὲς φορὲς πρὶν ἀπὸ εἴκοσι χρόνια. Κι ὁ Ἕκτορ δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀρνηθεῖ, κυρίως λόγῳ τῶν πιέσεων τῆς μνήμης, λόγῳ τῶν χρεῶν πρὸς τὸ παρελθόν, τὴ νοσταλγία…Ἡ ἔφηβη, ἕνα δεκαεξάχρονο κορίτσι, μὲ πολὺ μαῦρα μαλλιὰ κομμένα σὰν τοῦ γενναίου ἱππότη Prince Vaillant, τὸν παρατήρησε ἀπὸ τὶς τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ ὡς τὰ μοκασίνια, δύο φορές. Ὁ Κόκορας τὴν ἐνθάρρυνε μὲ τὸ βλέμμα του.«Ἕνας τύπος τὴν κυνηγοῦσε. Τηλεφωνοῦσε συνέχεια, τῆς ἔστελνε λουλούδια, ἔστελνε τὸν σωφέρ του ἔξω ἀπὸ τὰ γυρίσματα. Ἡ μαμὰ δὲν ἤθελε νὰ βγεῖ μαζί του, ὅμως ὁ σκληρὸς τύπος δὲν τὸ ἔβαζε κάτω. Καὶ μετὰ πυροβόλησαν τὴ νύχτα τὸ σπίτι...»«Εἶσαι ἐσὺ σὲ μιὰ φωτογραφία ποὺ χορεύεις μὲ τὴ μαμά μου σ' ἕναν χορὸ ἀποφοίτησης ἀπὸ τὸ προπαρασκευαστικὸ ἔτος τοῦ πανεπιστημίου;» ρώτησε ἡ ἔφηβη ὅταν τὸν ἀποχαιρετοῦσε. Ἦταν πρὶν ἀπὸ πέντε μέρες. Ἡ φωτογραφία θὰ ἦταν τουλάχιστον πρὶν ἀπὸ δεκαοχτώ χρόνια…
“ΤΗΝ ΕΧΑΣΕ ΣΤΟ ΝΟΓΑΛΕΣ καὶ ξαναβρῆκε τὰ ἴχνη της στὴ Σιουδάδ Ὀμπρεγόν, ἄκουσε νὰ μιλοῦν γι᾿ αὐτὴ στὴ Γουάιμας καὶ ἐξαφανίστηκε πάλι στὴ Ναβοχόα. Ἡ ὑπόθεση ἔμοιαζε σὰν μιὰ τουριστικὴ διασκευή –ὅμως χωρὶς χάρτη αὐτοκινητοδρόμων- τοῦ Corrído del Caballo Blanco, τοῦ περίφημου τραγουδιοῦ τοῦ Λευκοῦ Ἀλόγου, ποὺ περιγράφει τὴν ἐκστρατεία τοῦ Πάντσο Βίγια.”
Στὸν Μπελασκοαράν, ἀντίθετα μὲ τοὺς συγγραφεῖς ἀστυνομικῶν μυθιστορημάτων, ἄρεσαν οἱ ἱστορίες ποὺ ἦταν μὲν περίπλοκες ἀλλὰ ὅμως δὲν συνέβαινε ἀπολύτως τίποτα. Προτιμοῦσε τὸ μπαρόκ τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ὄχι τὸ θρησκευτικό. Κι ἂν ἦταν δυνατό, τὸ ἤθελε χωρὶς νεκροὺς καὶ χωρὶς τραυματίες. Εἶχε μπουχτίσει τὴ βία, δὲν τὴν ἄντεχαν ἄλλο οὔτε τὰ ἴδια του τὰ καλαμπαλίκια. Εἰδικὰ τὴ βία ποὺ ἔπεφτε πάνω του. Ἔνιω θε θλιμμένος, ἀπόκληρος, ξένος, Ροβινσώνας Κροῦσος στὴ μέση τοῦ πιὸ πολυσύχναστου δρόμου στὸ Τόκιο, σημαδεμένος, ἀρρωστιάρης, ἀργός, ἄσχετος. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλεγε ἡ ὅλη κωλοϊστορία του· περιέγραφε ἕναν τύπο ἄσχετο. Δὲν ἦταν ἡ ἱστορία του, δὲν ἦταν τὰ πρόσωπά του, οὔτε κὰν ἡ Νατάλια δὲν ἦταν ἡ Νατάλια. Ἄλλο πράγμα ἡ Νατάλια ποὺ ἀφηνόταν νὰ πέσει στὴν ἀγκαλιά του στὴ μέση τῆς σκάλας τοῦ προπαρασκευαστικοῦ σχολείου μ᾿ ἕναν ἀναστεναγμό Μαντάμ Μποβαρύ, καὶ ἄλλο ἡ γυναίκα-φάντασμα, κυκλωμένη ἀπὸ σκοτεινὰ πρόσωπα, ποὺ γιὰ τὸ καθένα εἶχε μιὰ ἱστορία στὸ τσεπάκι, μιὰ ἱστορία ποὺ τὴν ξεδίπλωνε καὶ τὴν ἄλλαζε.Οὔτε ὅμως στὰ σύνορα τοῦ ἄρεσε. Σύνορα, αὐτὸ τὸ παράξενο ὄνομα ποὺ ἔδιναν γιὰ νὰ ὁρίσουν ἕνα σύμφυρμα τόπων ποὺ εἶχαν τὸ ἀμφίβολο προνόμιο νὰ τσιλιμπουρδίζουν μὲ τὶς ΗΠΑ. Ἦταν εὔκολο νὰ ἐρωτευτεῖς τὶς ἐρήμους τῆς Τσιουάουα ἢ τὴν ὁδὸ τῆς Ἐπανάστασης στὴν Τιχουάνα. Μποροῦσες νὰ ἀγαπήσεις μέχρι τρέλας ἐκείνους τοὺς οὐρανοὺς τῆς Σονόρα, ἢ τὴν τραγουδιστή προφορά τῶν γυναικῶν ποὺ πουλᾶνε φροῦτα στὴν Πιέδρας Νέγρας. Ἂν ἤσουν Μεξικανός δὲν μποροῦσες νὰ ζήσεις χωρίς τὸ φάντασμα τοῦ Πάντσο Βίγια καὶ ἡ μακριὰ πράσινη σιδερένια κουρτίνα ποὺ χώριζε τοὺς δύο πλανῆτες ἀσκοῦσε τὴν ἴδια ἀρρωστημένη γοητεία πάνω σου ὅση καὶ σὲ κάποιον ἀπὸ τὴ Γουατεμάλα ποὺ λαχταροῦσε νὰ τὴν πηδήξει. Τέλος πάντων, ὅλα αὐτὰ μαζί. Ὅμως ἐσὺ δὲν ἤσουν ἀπὸ ἐδῶ. Δὲν σὲ εἶχαν ἀκόμα φωτίσει καλὰ καλὰ τὰ φανάρια, οὔτε εἶχες κάνει ἀκόμα δικούς σου τοὺς φόβους. Ἤσουν καὶ δὲν ἤσουν.”