Ο Ισίδωρος Ζουργός επιστρέφει, με το μυθιστόρημα, Οι ρετσίνες του Βασιλιά. Πιστός στην γλαφυρή και νοσταλγική γραφή, που γνωρίσαμε στα προηγούμενα βιβλία του, αφηγείται την ιστορία ενός “σύγχρονου” Βασιλιά Λυρ, που έχοντας απολέσει την αλλοτινή του εξουσία, αποδιωγμένος από τα ίδια του τα παιδιά καταφεύγει στην εξορία. Όπως και η Ανεμώλια, που διασκεύασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε μια ιστορία του σήμερα, έτσι και η Ρετσίνες, φέρνουν το Βασιλιά Λυρ του Σαίξπηρ στην σύγχρονη Ελληνική επαρχία του 2019.
O Λεόντιος Έξαρχος είναι ένας συνταξιούχος εργολάβος που έχοντας απομακρυνθεί από τις τρεις τους κόρες, μετά τον θάνατο της γυναίκας τους, αποφασίζει να αποσυρθεί στο χωριό της και να μείνει στο αρχοντικό του κάποτε πλούσιου και διάσημου πεθερού. Στην αυτόκλητη εξορία του, θα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει την ζωή του και να στοχαστεί τα λάθη του παρελθόντος, ενώ παράλληλα αφομοιώνει την ιδέας ότι πλέον έχει χάσει την αλλοτινή δύναμη και εξουσία. Στην πορεία θα ανακαλύψει μυστικά που δεν ήξερε και αφορούν τόσο τον ίδιο του τον εαυτό όσο και την ίδια του την οικογένεια.
Στην διάρκεια του επόμενου χρόνου, θα γίνει μέρος της καθημερινότητας του χωριού και θα γνωρίσει τους διάφορους κατοίκους του. Ειδικά εκείνους που τακτικά μπορεί κανείς να βρει στο καφενείου του κυρ΄Φώτη, με τους οποίους κατά την διάρκεια του μοναχικού χειμώνα στο χωριό, μοιράζεται ρετσίνες και ιστορίες. Οι σκηνές στο καφενείο παρουσιάζουν με λαογραφική ακρίβεια, έναν κόσμο αληθινό που μπορεί κανείς να συναντήσει στα αμέτρητα μικρά χωριά της Ελληνικής επαρχίας. Άνθρωποι σκληροί αλλά καλόκαρδοι, γονείς της κρίσης που τα παιδιά τους έχουν φύγει στο εξωτερικό, συνταξιούχοι και μεροκαματιάρηδες που σκοτώνουν το χρόνο περιμένοντας τις ειδήσεις των οκτώ και μουσαφίρηδες που ήρθαν από την μεγάλη πόλη, συνθέτουν τους “λεκέδες” όπως τους αποκαλεί ο καφετζής, δηλαδή τους θαμώνες του καφενείου. Ειδική αναφορά αξίζει στον Ζαχαρία, τον “τρελό” του χωριού, που σύντομα γίνεται άτυπος ακόλουθος του Έξαρχου και του δίνει την δυνατότητα να δει τα πράγματα από μια άλλη, ποιο πρωτόλεια και απλή ματιά.
Στον μικρόκοσμο αυτό, ο Έξαρχος αρχικά είναι ένας άτυπος βασιλιάς. Για τους ανθρώπους του χωριού, κουβαλάει τον αέρα ανθρώπου κοσμογυρισμένου και σπουδαγμένου ενώ ταυτόχρονα έχει και το κληρονομικό δικαίωμα χάρη στον πεθερό του, που ήταν πλούσιος βουλευτής. Μέσα από την καθημερινή τριβή κατά την διάρκεια του χειμώνα, η οικειότητα φθίνει σταδιακά αυτή του τη σχέση με τους υπόλοιπους με εξαίρεση τον Ζαχαρία. Σε συνδυασμό με λεπτομέρειες για τις ταραγμένες σχέσεις του με τις κόρες του και διάφορες αποκαλύψεις για το παρελθόν της γυναίκας και του πεθερού του, σταδιακά βλέπουμε τον Βασιλιά Λυρ της ιστορίας μας να σπρώχνεται προς την τρέλα και τελικά στην περιπλάνηση στα βουνά, σε μια σκηνή βγαλμένη σχεδόν κατευθείαν από το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ. Η λύτρωσή τελικά έρχεται με την συμφιλίωση του πρωταγωνιστή με την μικρότερη κόρη του, ενώ το τέλος αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στα χείλη του αναγνώστη, δανεισμένη και πάλι από τον μεγάλο Βρετανό συγγραφέα.
Συνολικά το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο και στέκεται εύκολα δίπλα στα υπόλοιπα του Ζουργού. Δυνατά του σημεία οι, “γνώριμες” πολλές φορές, εικόνες που δημιουργεί στον αναγνώστη, καθώς και η γλαφυρή του γραφή.