Οι δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού

Η αληθινή ιστορία πίσω από τις δολοφονίες των Οσέιτζ στην Οκλαχόμα στα τέλη την εποχή της Άγριας Δύσης

Πολλά έχουν πλέον χαθεί. Χάθηκαν οι μεγάλες εταιρείες πετρελαιοειδών και τα δάση των αντλιών, καθώς τα αχανή κοιτάσματα πετρελαίου εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο. Χάθηκε η Φτελιά του Ενός Εκατομμυρίου και οι σιδηροτροχιές πάνω από τις οποίες ο Αλ Σπένσερ και η συμμορία του έκαναν την τελευταία ληστεία τρένου στην Οκλαχόμα, το 1923. Χάθηκαν και οι παράνομοι, πολλοί από τους οποίους πέθαναν εξίσου εντυπωσιακά όπως είχαν ζήσει. Χάθηκαν κυριολεκτικά όλες οι μικρές κωμοπόλεις που είχαν δημιουργηθεί από τον πυρετό του πετρελαίου και που δεν κοιμόντουσαν ποτέ. Λίγα απομένουν από αυτές, πέρα από κάποια κλειστά κτήρια κατοικούμενα από νυχτερίδες, τρωκτικά, περιστέρια και αράχνες, ενώ στην περίπτωση της Γουίζμπανγκ, δεν απομένει τίποτα πέρα από κάποια πέτρινα ερείπια, χαμένα μέσα σε μια θάλασσα χορταριού. Αρκετά χρόνια πριν, ένας παλιός κάτοικος μιας από αυτές τις χαμένες κωμοπόλεις θρηνολογούσε, «Πάνε τα καταστήματα, πάει το ταχυδρομείο, πάει το τρένο, πάει το σχολείο, πάει το πετρέλαιο, πάνε τα αγόρια και τα κορίτσια - το μόνο που μένει και που μεγαλώνει συνεχώς είναι το νεκροταφείο»
notion image
Σήμερα, η εποχή της Άγριας Δύσης, μια εποχή που μαζί με τους πιονέρους αποίκους, την Αμερικανική Επανάσταση και τον Εμφύλιο, έχει μια σχεδόν μυθική θέση στο συλλογικο φαντασιακο αφήγημα περί Ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί προ πολλού, και οι μικρές σκονισμένες πόλεις που κάποτε σηματοδοτούσαν τα ύστατα όρια της ανάπτυξης προς τα δυτικά, με τους καουμπόηδες τους, τα σαλούν τους, τους τυχοδιώκτες και τους ληστές τους, στέκουν εγκαταλελειμμένες. Όπως οι παρηκμασμένες, ρημαγμένες πόλεις της Οκλαχόμα του παραπάνω αποσπάσματος, που άδειασαν μόλις άρχισαν να στερέουν οι πετρελαιοπηγές, αιτία που τράβηξε εξαρχής κόσμο σε μια κατά τα άλλα άγονη περιοχή. Μια περιοχή, που πέρα από αναμνήσεις από την Άγρια Δύση, κρύβει και άλλες, ιδιαίτερα άβολες για το Αμερικανικό συλλογικό, αλήθειες.
Η Γουέμπ με συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα. Ήταν σούρουπο και οι παρυφές του ουρανού είχαν σκοτεινιάσει. Η κωμόπολη και ο δρόμος ήταν άδεια, το ίδιο και το λιβάδι που απλωνόταν πέρα απ' αυτά. «Αυτή η χώρα είναι ποτισμένη με αίμα», είπε η Γουέμπ. Για μια στιγμή έπαψε να μιλάει και έτσι μπόρεσα να ακούσω τα φύλλα των βελανιδιών που θρόιζαν ανήσυχα από τον άνεμο. Μετά, επανέλαβε αυτό που ο Θεός είχε πει στον Κάιν μετά τον φόνο του Άβελ: «Φωνή αἵματος βοᾶ ἐκ τῆς γῆς».
Η αποικιοκρατική πλευρά της Αμερικανικής Ιστορίας, είναι βουτηγμένη στο αίμα των αυτόχθονων Ινδιανικών πληθυσμών, που εκδιώχθηκαν με τη βια από τα προγονικά τους εδάφη. Μια από τις πολυάριθμες φυλές που είχαν αυτή την μοίρα, ήταν και οι Οσέιτζ, μια Ινδιάνικη φυλή που εκδιώχθηκε από τα έφορα εδάφη κοντά στο Μισισιπή, για να μετεγκατασταθεί σε ένα άγονο κομμάτι της πολιτείας της Οκλαχόμα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σε εδάφη, που από ένα περίεργο γύρισμα της μοίρας, μερικές δεκαετίες αργότερα στις αρχές του 20ου αιώνα, ανακαλύφθηκαν μερικά από τα πλουσιότερα κοιτάσματα πετρελαίου της χώρα. Ο “μαύρος χρυσός”, το πολύτιμο καύσιμο που τροφοδοτούσε και τροφοδοτεί ακόμη σήμερα την ακόρεστη δίψα της παγκόσμια ανάπτυξης, έκανε σε μια νύχτα τα μέλη της φυλής πάμπλουτα· κατά τη δεκαετία του 1920, άνθρωποι με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο ήταν τα μέλη της φυλής, με τα κέρδη, να μοιράζονται ανάμεσα τους χάρη σε ένα πολιτειακό νόμο.
Τα ελκυστικά κοιτάσματα έφεραν στην Οκλαχόμα και πέριξ των εδαφών των Οσέιτζ χιλιάδες τυχοδιώκτες και μεγάλες πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες που ήταν αναγκασμένες να πληρώνουν τεράστια για την εποχή ποσά για την εκμετάλλευση στους, “οπισθοδρομικούς” όπως τους έβλεπαν, Ινδιάνους, το κοινό αίσθημα των λευκών, οδηγημένω από το φθόνο και την απληστία άρχισε να βάλλεται κατά τους με νομικά και όχι μόνο μέσα. There will be blood.
«Σε μια περίοδο δεκαέξι ετών, από το 1907 μέχρι το 1923, πέθαναν 605 Οσέιτζ, δηλαδή, κατά μέσον όρο 38 το έτος, δημιουργώντας δηλαδή ετήσια ποσοστά θανάτων δεκαεννέα τοις χιλίοις. Το εθνικό ποσοστό θανάτων είναι σήμερα 8,5 τοις χιλίοις. Στη δεκαετία του 1920, όταν οι μέθοδοι στατιστικής δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες και χωρίζονταν σε ρατσιστικές κατηγορίες λευκών και μαύρων, για τους λευκούς ήταν περίπου 12 τοις χιλίοις. Σύμφωνα με κάθε λογική, το καλύτερο επίπεδο διαβίωσης των Οσέιτζ θα έπρεπε να έχει ρίξει τα δικά τους ποσοστά θανάτων κάτω από τον μέσο όρο των λευκών της Αμερικής. Και όμως, οι Οσέιτζ πέθαιναν με ρυθμούς μιάμιση φορά μεγαλύτερο από τον μέσο εθνικό όρο - και στους αριθμούς αυτούς δεν περιλαμβάνονταν όσοι Οσέιτζ είχαν γεννηθεί μετά το 1907 και δεν είχαν καταγραφτεί στο συγκεκριμένο αρχείο».
Σφαίρες, εξαφανισεις, δηλητήρια: μυστηριώδης φόνοι με θύμα μέλη της φυλής των Οσέιτζ, γίνονται καθημερινό φαινόμενο. Όταν μέλη της οικογένειας της Μόλι Μπερκχαρντ, μιας παντρεμένης με λευκό Ινδιάνας, αρχίζουν να πεθαίνουν μυστηριωδώς, και ενώ η έρευνα από τις πολιτειακές αρχές έχει βαλτώσει, την υπόθεση αναλαμβάνει το πρόσφατα ιδρυμένο FBI. Ο νεαρός διευθυντής του, ο μελλοντικά διαβόητος Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, βλέπει στις δολοφονίες των Οσέιτζ μια υπόθεση υψηλού κύρους που μπορεί να παγιώσει την δύναμη της Ομοσπονδιακής του υπηρεσίας και την αναθέτει σε ένα από τους πιο σκληροτραχηλους πράκτορες του, τον Τομ Γουάιτ, έναν πρώτη Τέξας Ρέιντζερ. Η ομοσπονδιακή έρευνα θα αποκαλύει σύντομα μια σκοτεινή συνωμοσία με κίνητρο, τι άλλο, το χρήμα.
Η ιστορίας των δολοφονιών των Οσέιτζ και της έρευνας τους των Ομοσπονδιακών που έριξε μερικό φως στην υπόθεση, θα μπορούσε να ήταν σενάριο για αστυνομικό μυθιστόρημα, βγαλμένο από το μυαλό ενός μετρ του είδους. Η πραγματικότητα όμως ξεπερνά συγνά την φαντασία και έχουμε να κάνουμε με μια ένα απόλυτα αληθινό έγκλημα που έχει περάσει στις υποσημειώσεις της Ιστορίας.
Την υπόθεση ξαναζωντανεύει και παρουσιάζει μέσα από το βιβλίου του Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ντέιβιντ Γκραν. Στο βιβλίο που είναι προϊόν εκτενέστατης έρευνας, ο συγγραφέας που η βιβλιογραφεία του περιλαμβάνει  επίσης τα επιτυχημένα η Χαμένη πόλη του Ζ και το πιο πρόσφατο Γουέιτζερ, παρουσιάζει μέσα σε τρία μέρη, το υπόβαθρο των δολοφονιών των Οσέιτζ, τα θύματα, την έρευνα και την δικαστική διαμάχη που την ακολούθησε. Με μια “ντοκουμενταρίστικη”, ολοζώντανη και συχνά επιλιτική αφήγηση, διανθισμένη συχνά με τα προσωπικά του κοινονικοπολιτικά σχόλια, ο Γκράν μας παρουσιάζει μια ιστορία απληστίας και πάθους, τεκμηριωμένης με δεκάδες παραπομπές, σε μια έκδοση, που στα ελληνικά μεταφέρεται από τις εκδόσεις λαβύρινθος, συνοδευόμενη από φωτογραφικό ντοκουμέντο.
Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού, ένα βιβλίο που στέκεται στο ύψος των ιδιαίτερα θετικών κριτικών του, ένα συγκλονιστικό και καθυλωτικό, μη-μυθοπλαστικό έργο που αφηγείται ένα πραγματικό έγκλημα, μεταφέρθηκε με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη από τον Μάρτιν Σκορσέζε, φέρνοντας έτσι την ξεχασμένη ιστορία των Οσέιτζ σε ένα ευρύτερο κοινό.