"…Μα ο Σπόρος που του ΄κοβε, είχε πάρει φόρα. Τους ρώτησε αν έρχονταν από το τρένο.
– Ποιό τρένο;... Α, ναι, πως, το τρένο…
Η παπάτζα βρομούσε από χιλιόμετρο. Οποιοσδήποτε άλλος θα ΄χε πάρει πρέφα το μούσι, μα οι συγκεκριμένες αξιέραστες νεαρές θείτσες ήταν από κείνες τις αγαθοβιόλες που περνάνε το κάτουρο για αγιασμό. Χαριτόβρυτες γκαβομαρίες, λάτρεις των τελετών και του φολκλόρ. Τελετές, όπλα, σημαίες απλωμένες πάνω σε τάφους και τα σχετικά, ήταν γι΄ αυτές σωστό καβλάντισμα. Παρ’ όλ΄ αυτά, απόρησαν.
– Καλά και δεν υπάρχει κανένας μεγάλος μαζί τους;
– Έχουμε τον ομαδάρχη, κυρία. Πρέπει να ΄ναι πάνω στο τρένο. Έτσι δεν είναι, παιδιά;
– Αμέ! Μας είπε να ΄ρθουμε να σε βρούμε.
Τι δουλειά έχουν, τέσσερα ασυνόδευτα χαμίνια πάνω σε ένα τρένο, που κατευθύνεται προς τις Κατεστραμμένες Περιοχές όπου έλαβαν χώρα οι σκληρότερες συγκρούσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου που μόλις τελείωσε; Τι είναι αυτό που έκανε τους νεαρούς να το σκάσουν από το οικοτροφείο της εκκλησίας όπου έμεναν και να πάρουν τους διαλυμένους από τον πόλεμο και ερημωμενους από την Ισπανική Γρίπη δρόμους;
Η απάντηση είναι, η δικαιοσύνη. Ο μικρός Μισού, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Ο Χασάπης του Υρλύ, χαρακτήρας βασισμένος σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα Jean Mechert, γνωστότερου με το ψευδώνυμο Jean Amila, έχασε τον πατέρα του σε μια από τις πιο αιματηρές μάχες του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου, στο Υρλύ. Ο “γέρος” του δεν έπεσε όμως πολεμώντας μέχρι τέλους στα χαρακώματα, αλλά εκτελέστηκε δια παραδειγματισμό ως ένας από τους αναρχικούς στασιαστές που αντέδρασαν στο αιματηρό “πίσω-μπρός” ενός άσκοπου πολέμου. Πίσω στο Παρίσι, οι οικογένειες αυτών των στασιαστών αντιμετωπίζουν το μίσος και την εχθρότητα της κοινωνίας· η μητέρα του Μισού καταλήγει στο φρενοκομείο και ο ίδιος στο ορφανοτροφείο. Εκεί, μαζί με την παρέα του θα καταστρέψουν ένα σχέδιο τόσο απίθανό που μόνο το παιδικό μυαλό θα μπορούσε να καταστρώσει: θα αναζητήσουν τον στρατηγό που έχει το προσωνύμιο Χασάπης του Ύρλυ, τον άνθρωπο από τον οποίο ξεκινούν τα δινά τους, και θα τον σκοτώσουν αποδίδοντας οι ίδιοι δικαιοσύνη.
Στο σύγχρονο φαντασιακό, στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στην Ιστορία, στον δημόσιο χώρο γενικότερα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει επικρατήσει έναντι του Πρώτου, επισκιάζοντας σχεδόν σε όλους τους τομείς τον προγενέστερο πόλεμο που έκλεισε τον “μακρύ” 19ο αιώνα. Σε μεγάλο βαθμό, ο Πρώτος Παγκόσμιος ήταν το ίδιο σκληρός, με τις μάχες των χαρακωμάτων που διεξάγονταν σε άθλιες συνθήκες και να διαρκούν για μήνες.
Ο Jean Amila, ένας σημαντικός Γάλλος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, από τους πρωτοπόρους που ευθύνονται για τον εξευρωπαισμό του Αμερικανικού noir και για την ριζοσπαστικοποίηση του δίνοντας του σαφή πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό, αντλώντας από τις προσωπικές του εμπειρίες, φωτίζει μια σχετικά άγνωστη πτυχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή των εκτελέσεων δια παραδειγματισμό των λεγόμενων Ντεφετιστών, των στρατιωτών εκείνων που, μετά από σκληρές συγκρούσεις, μεγάλων σε διάρκεια και μικρών σε κέρδος για οποιαδήποτε πλευρά, άρχισαν να αμφισβητούν τους λόγους για τους οποίους πολεμούσαν.
Προς τιμή του συγγραφέα και παρόλο που οι εκδόσεις Oposito το εντάσσουν στη σειρά του oposito | noir, ο Χασάπης του Υρλύ ξεφεύγει από τα στενά όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας και του νουάρ, ακόμη και αν στηριχτούμε στον ορισμό του συγγραφέα: “Η πλοκή δεν είναι παρά ο σκελετός του νουάρ μυθιστορήματος· η σάρκα του είναι η κοινωνική ιστορία”. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει στοιχεία “μυθιστορήματος μαθητείας, περιπέτειας και autofiction”, πασπαλισμένα με διακριτικό σκοτεινό χιούμορ, ιστορικά στοιχεία και την αιχμηρή πολιτική ματιά του συγγραφέα, σχηματίζοντας συνολικά ένα απολαυστικό, παρά το σκοτεινό του θέμα, ανάγνωσμα.
Ένα βιβλίο που, συστήνει για πρώτη φορά τον συγγραφέα και το έργο του στο ελληνικό κοινό, που συνοδεύεται από έναν εξαιρετικό πρόλογο με πληροφορίες για την ζωή του Jean Mechert-Amila, από την μεταφράστρια Μαρία Θεοχάρη και τις εκδόσεις Oposito.