Ὅταν ξημέρωσε ἀρκετὰ ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ κιάλια, κοίταξε τὴν κοιλάδα ἀποκάτω. Τὰ πάντα ἦταν ἀχνὰ μέσα στὴ σκοτεινιά. Ἡ ἁπαλὴ στάχτη σχημάτιζε χαλαρούς στροβίλους μέσα στὸν ἄνεμο πάνω ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο. Ἐξέτασε μὲ προσοχὴ ὅ,τι μποροῦσε νὰ δεῖ. Τὰ κομμάτια δρόμου ἐκεῖ κάτω ἀνάμεσα στὰ ξερὰ δέντρα. Ἔψαχνε γιὰ ὁτιδήποτε χρωματιστό. Γιὰ ὁποιαδήποτε κίνηση. Γιὰ ὁποιοδήποτε ἴχνος καπνοῦ. Χαμήλωσε τὰ κιάλια, κατέβασε τὴν πάνινη μάσκα ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, σκούπισε τὴ μύτη του μὲ τὴν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ καὶ κοίταξε πάλι μέσα ἀπὸ τὰ κιάλια. Μετὰ κάθισε ἐκεῖ κρατώντας τα καὶ χαζεύοντας τὸ σταχτί χάραμα ν' ἁπλώνεται πάνω ἀπὸ τὴ γῆ. Τὸ μόνο ποὺ ἤξερε ἦταν ὅτι τὸ παιδί ἦταν ἡ ἐγγύησή του. Εἶπε: Ἂν δὲν εἶναι αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν μίλησε.
Τα ρολόγια σταμάτησαν στις 1:17. Ένα μεγάλο κύμα φωτός στον ουρανό, ακολούθησαν βαθιά τραντάγματα. Μετά χάος, χρόνια ταραχών, αναρχία, ένας ατέλειωτος χειμώνας. Ο πολιτισμός κατέρρευσε. Μια Αμερική που θυμίζει καμένη γη, στάχτη στον μόνιμα γκρίζο ουρανό, κρύο και χιόνι.
Ένας πατέρας και ο μικρός του γιός, γεννημένος μετά την απροσδιόριστη καταστροφή περιπλανιούνται σε έναν άδειο κόσμο. Όλα τους τα υπάρχοντα βρίσκονται σε ένα καρότσι σούπερ μάρκετ, μόνη τους άμυνα ένα παλιό πιστόλι που κοβαλά ο πατέρας πάνω του, ένα πιστόλι με μόνο δύο σφαίρες που τις φυλά για όταν έρθει η ώρα να κάνει το ανομολόγητο. Ταξιδεύουν ανάμεσα σε χαλάσματα επιβιώνοντας χάρη σε απορρίμματα, περιδιαβαίνουν την νεκρή ύπαιθρο όπου μοναδικοί άλλοι ταξιδιώτες είναι τα ελάχιστα μέλη αποκτηνωμένων μεταποκαλυπτικών συμμοριών, με προορισμό τους τις θάλασσες του νότου, έχοντας την ελπίδα ότι εκεί θα βρουν τροφή. Ξέρουν ότι δεν θα βγάλουν άλλο χειμώνα στα βόρεια.
Ο καθένας τους είναι όλος ο κόσμος του άλλου. Ο πατέρας προσπαθεί να “κρατήσει τη φλόγα ζωντανή” για το μικρό του γιό, το μαθαίνει για τον ξεχασμένο κόσμο, τον ταιζει ιστορίες και ελπίδα για τους “καλούς” που ίσως υπάρχουν ακόμη εκεί έξω, τον προετοιμάζει για ένα αύριο που ίσως αυτός να μην είναι εκεί. Είναι σκληρός και ψυχρός γιατί πρέπει, ο εφιαλτικός κόσμος το απαιτεί αυτό, ο μετα-αποκαλυπτικός δρόμος είναι επικίνδυνος, αλλά το αγόρι βγάζει από μέσα του όλη την αγάπη που βρίσκεται θαμμένη μαζί με τον παλιό κόσμο.
Ο Κόρμακ Μακάρθι δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις· το έργο του μιλάει μόνο του και τον κατατάσει εξέχον μέλος ενός πάνθεου που κατοικείται από τους μεγαλύτερους συγγραφείς, παλιούς και νέους. Ο Δρόμος, η μετα-αποκαλυπτική οδύσσεια ενός πατέρα με το γιό του στα ερείπια του σύγχρονου κόσμου που διαβάζεται και ως περιβαλλοντική προειδοποίηση, χαιρετήθηκε καθολικά ως αριστούργημα, βραβεύτηκε με Πούλιτζερ και μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στην μεγάλη οθόνη.
Γραμμένο με το χαρακτηριστικό ύφος του Μακάρθι που παντρεύει τον λυρισμό με την λογοτεχνική λιτότητα, περιγράφει με σπαρακτικό τρόπο τα στοιχειωμένα ερείπια του πολιτισμού, έχοντας σαν επίκεντρο τον αγώνα του ανώνυμου πατέρα και του παιδιού και την στενή τους σχέση και αγάπη που επιβιώνει ακόμη και μέσα στην καταστροφή. Η γραφή του συγγραφέα καταφέρνει να μεταφέρει με ακρίβεια την εκκωφαντική σιωπή που επικρατεί στον άδειο κόσμο που περιπλανιούνται οι ήρωές του, και να ψυχογραφήσει την ψυχοσύνθεση της μικρής τους οικογένειας και κυρίως τον Πατέρα του οποίο το άγχος και η αγωνία της καθημερινής επιβίωσης διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου και μεταδίδεται στον αναγνώστη.
Η ιστορία αποκαλύπτει στον αναγνώστη την χειρότερη αλλά και την καλύτερη πλευρά της ανθρωπότητας και με στοχαστικό τρόπο τον φέρνει αντιμέτωπο με ένα ερεβώδης σκοτάδι. Όπως στα περισσότερα έργα του Μακάρθι έτσι και στο Δρόμο το σκοτάδι κυριαρχεί, εδώ όμως με μια σχεδόν θρησκευτική/καθολική νότα ο συγγραφέας αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας να φανεί, κλείνει το μάτι σε μια κάποια απροσδιόριστη αισιοδοξία που ενσαρκώνεται μέσω του παιδιού, του μοναδικού αθώου στοιχείου που φαίνεται να έχει απομείνει στον κόσμο.
Δύσκολα να γράψει κανείς επίλογο ή ακόμη και να μιλήσει για βιβλία τέτοιου βεληνεκούς· όλα τα εγκώμια και οι παιάνες μοιάζουν να έχουν γραφτεί.Το σίγουρο είναι ότι η λογοτεχνία και ο κόσμος θα ήταν πιο φτωχός χωρίς βιβλία σαν τον Δρόμο.
Επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή.
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι (Cormac McCarthy) ήταν κορυφαίος Αμερικανός συγγραφέας γνωστός για το σκοτεινό, λιτό ύφος του και τα υπαρξιακά θέματα που πραγματεύονται τα έργα του, όπως ο Δρόμος και Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους. Τα βιβλία του χαρακτηρίζονται από έντονη βία, φιλοσοφικούς στοχασμούς και έναν μοναδικό, σχεδόν ποιητικό τρόπο γραφής.