Ο ανυπόφορος Γκαούτσο

Tέσσερα σύν δύο διηγήματα και δύο διαλέξεις από τον μεγάλο συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο

Σὲ ἀρρωσταίνει νὰ ταξιδεύεις. Παλιὰ οἱ γιατροὶ συνιστοῦσαν στοὺς ἀσθενεῖς τους, εἰδικὰ σὲ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ νευρικὲς ἀσθένειες, νὰ ταξιδεύουν. Οἱ ἀσθενεῖς, ποὺ κατὰ γενικό κανόνα εἶχαν χρήματα, ὑπάκουαν καὶ μπάρκαραν γιὰ μακρινά ταξίδια ποὺ κρατοῦσαν μῆνες καὶ χρόνια σὲ μερικές περιπτώσεις. Οἱ φτωχοὶ ποὺ εἶχαν νευρικὲς ἀσθένειες δὲν ταξίδευαν. Ορισμένοι, ὅπως καταλαβαίνουμε, τρελαίνονταν. ᾿Αλλὰ ὅσοι ταξίδευαν ἐπίσης τρελαίνονταν ἤ, κάτι ἀκόμα χειρότερο, ἀποκτοῦσαν νέες ἀσθένειες καθὼς ἄλλαζαν πόλεις, κλίμα, διατροφικές συνήθειες. Πράγματι, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴν ταξιδεύεις, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴ φύγεις ποτὲ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, νὰ μείνεις καλὰ κουκουλωμένος τὸ χειμώνα καὶ νὰ βγάζεις τὸ κασκώλ μόνο τὸ καλοκαίρι, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴν ἀνοίγεις τὸ στόμα οὔτε νὰ ἀνοιγοκλείνεις τὰ μάτια, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴν ἀνασαίνεις. ᾿Αλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀνασαίνεις καὶ ταξιδεύεις. Ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν πᾶμε μακριά, ἄρχισα νὰ ταξιδεύω ἀπὸ πολὺ μικρός, ἀπὸ τὰ ἑφτὰ ἢ τὰ ὀχτώ μου, περίπου. Πρῶτα μὲ τὸ φορτηγό τοῦ πατέρα μου, σὲ ἐρημικοὺς αὐτοκινητόδρομους τῆς Χιλῆς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ αὐτοκινητόδρομους μετὰ τὴν πυρηνική καταστροφὴ καὶ ἔκαναν τὶς τρίχες μου νὰ ὀρθώνονται, μετὰ μὲ τραῖνα καὶ λεωφορεῖα, ὥσπου στὰ δεκαπέντε μου πῆρα τὸ πρῶτο ἀεροπλάνο καὶ ἔφυγα γιὰ νὰ ζήσω στο Μεξικό. ᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κι ἔπειτα ταξίδευα διαρκῶς. Τὸ ἀποτέλεσμα : πολλὲς ἀσθένειες. ᾿Απὸ παιδὶ εἶχα δυνατούς πονοκεφάλους ποὺ ἔκαναν τοὺς γονεῖς μου νὰ ἀναρωτιοῦνται μήπως εἶχα κάποια νευρικὴ ἀσθένεια καὶ μήπως ἦταν καλύτερα νὰ ξεκινοῦσα, τὸ συντομότερο δυνατό, ἕνα μεγάλο ταξίδι ἀνάρρωσης. Ὡς ἔφηβος, ἀυπνίες καὶ προβλήματα σεξουαλικῆς φύσης. Νεαρός, ἀπώλεια δοντιῶν ποὺ τὰ ἄφηνα, σὰν τὰ ψίχουλα ψωμιοῦ τῶν Χάνσελ καὶ Γκρέτελ, σὲ διάφορες χῶρες· κακὴ διατροφὴ ποὺ μοῦ προξενοῦσε ξινίλες στο στομάχι καὶ μετὰ μιὰ γαστρίτιδα· κατάχρηση στὸ διάβασμα ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ φορέσω γυαλιά· κάλους στὰ πόδια μου ἀπὸ τοὺς μεγάλους περιπάτους χωρίς σκοπό· ἀμέτρητες γρίπες καὶ συνάχια ἀθεράπευτα. Ἤμουν φτωχός, ζοῦσα στὴν ὕπαιθρο καὶ θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου τυχερό γιατί, τουλάχιστον, δὲν εἶχα πάθει κάποια βαριὰ ἀσθένεια. Ἔκανα κατάχρηση στὸ σέξ ἀλλὰ ποτὲ δὲν κόλλησα κάποιο ἀφροδίσιο νόσημα. Ἔκανα κατάχρηση στὸ διάβασμα ἀλλὰ ποτὲ δὲν θέλησα νὰ γίνω ἐπιτυχημένος συγγραφέας. ᾿Ακόμα καὶ ἡ ἀπώλεια τῶν δοντιῶν μου ἦταν γιὰ μένα μιὰ ἀπόδοση τιμῆς στὸν Γκάρυ Σνάιντερ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ ὡς περιπλανώμενου ζὲν τὸν εἶχε κάνει νὰ παραμελήσει τὴν ὀδοντοστοιχία του. Ἀλλὰ ὅλα ἔρχονται. Τὰ παιδιὰ ἔρχονται. Τὰ βιβλία ἔρχονται. Ἡ ἀσθένεια ἔρχεται. Τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ ἔρχεται.
notion image
Όποιος έχει έρθει σε επαφή με το έργο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, εύκολα θα τον αναγνωρίσει στις παραπάνω γραμμές. Ο χιλιανής καταγωγής Μπολάνιο, ένας από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους συγγραφείς του Ισπανικού Κόσμου, ο ποιητής, ο δοκιμιογράφος, εσχάτως ο νοβελίστας που πέρασε στο λογοτεχνικό πάνθεον χάρη σε έργα όπως οι Άγριοι Ντετέκτιβ και το αριστουργηματικό  2666, έζησε μια γεμάτη ζωή που θα μπορούσε (εν μέρη είναι) λογοτεχνική. Παιδικά χρόνια στην Χιλη, εφηβεία στο Μεξικό, αριστερές νεολαίες, Αλιέντε και Πινοσέτ, αβαν γκαρντ ποιητική πρωτοπορία και ένα “μπιτνικ” lifestyle, περιπλάνηση στην Ευρώπη και τελικά εγκατάσταση στην Καταλονία, γάμος, παιδιά, μυθιστορήματα, ασθένεια, το τέλος και η μεταθανάτια αποθέωση.
Φτωχή και κουτσή περιγραφή της μεγάλης ζωής που έζησε ο συγγραφέας, ο οποίος πάντα θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστος ποιητή. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και έκανε οικογένεια, ο Μπολάνιο, διαβλέποντας με διαύγεια το τέλος στο οποίο θα τον οδηγούσε αργά η γρήγορα ο κορεσμός και η ασθένειες που τον βασάνιζαν, στράφηκε στο μυθιστόρημα ως μέσο που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει μια ευρύτερη απήχηση και να εξασφαλίσει οικονομικά τον ίδιο και την οικογένεια του. Μια επιλογή που χάρισε στην Ισπανική Λογοτεχνία μερικά από τα σπουδαιότερα σύγχρονα έργα της. Χρόνια αργότερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, ο Μπολάνιο πεθαίνει σε ηλικία μόλις πενήντα ετών. Τελευταίο βιβλίο του αφήνει έτοιμο προς έκδοση πριν από το θάνατο του(το 2666 κυκλοφορεί και αυτό μεταθανάτια, σε ημιτελή μορφή και με παντοτινές φήμες για ένα χαμένο 6ο μέρος), ο Ανυπόφορος Γκαούτσο, ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τέσσερα συν δύο διηγήματα του συγγραφέα αλλά και δύο κείμενα που ο Μπολάνιο έγραψε για διαλέξεις που έχει δώσει.
Τὸν ἕναν τὸν ἔλεγαν Χοσὲ καὶ πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὰ ἑβδομήντα. Δὲν εἶχε ἄλογο. Ὁ ἄλλος λεγόταν Καμποδόνικο καὶ μᾶλλον ἦταν νεότερος, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ μεγαλύτερος. Καὶ οἱ δύο φοροῦσαν μπομπάτσα, ἀλλὰ κάλυπταν τὰ κεφάλια τους μὲ σκουφιὰ ποὺ εἶχαν φτιάξει μόνοι τους ἀπὸ δέρματα κουνελιῶν. Κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν εἶχε οἰκογένεια, ὁπότε ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στὸ ῎Αλαμο Νέγρο. Τὰ βράδια, στὸ φῶς μιᾶς φωτιᾶς, ὁ Περέδα περνοῦσε τὴν ὥρα του ἐξιστορώντας τους περιπέτειες ποὺ εἶχαν συμβεῖ μονάχα στὴ φαντασία του. Τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν ᾿Αργεντινή, γιὰ τὸ Μπουένος Άιρες καὶ γιὰ τὴν πάμπα, καὶ τοὺς ρωτοῦσε τί ἀπὸ τὰ τρία προτιμοῦσαν. Ἡ ᾿Αργεντινὴ εἶναι ἕνα μυθιστόρημα, τοὺς ἔλεγε, δηλαδή πλαστὴ ἢ τουλάχιστον ψεύτρα. Τὸ Μπουένος Άιρες εἶναι τόπος ληστῶν καὶ κουτσαβάκηδων, ἕνα μέρος ποὺ μοιάζει μὲ τὴν κόλαση ὅπου τὸ μόνο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο ἦταν οἱ γυναῖκες καὶ μερικές φορές, ἀλλὰ σπανίως, οἱ συγγραφεῖς. Ἡ πάμπα, ἀντιθέτως, ἦταν τὸ αἰώνιο. Ἕνα κοιμητήριο δίχως ὄρια εἶναι κάτι παρόμοιο ποὺ μπορεῖς νὰ βρεῖς. Φαντάζεστε ἕνα νεκροταφεῖο χωρὶς ὅρια, παιδιά; τοὺς ρωτοῦσε. Οἱ γκάουτσο χαμογελοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν ὅτι πράγματι ἦταν δύσκολο νὰ φανταστοῦν κάτι τέτοιο, γιατὶ τὰ νεκροταφεῖα εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι, παρότι πολυάριθμοι, σίγουρα εἶχαν ἕνα τέλος. ᾿Αλλὰ τὸ νεκροταφεῖο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλῶ ἐγώ, ἀπαντοῦσε ὁ Περέδα, εἶναι πιστὸ ἀντίγραφο τῆς αἰωνιότητας.
Στους δρόμους του Μεξικού, ψυχές καίγονται και λιώνουν σαν κεριά.
Ένας δικηγόρος εγκαταλείπει το Μπουένος Άιρες μετά από μια οικονομική κρίση και αποτραβιέται στην ατελείωτη Αργεντίνικη πάμπα. Μετατρέπεται σε έναν αδέξιο και “ανυπόφορο” Γκαούτσο, σε έναν χαρακτήρα με κρίση ταυτότητας, με κάποιον που μοιάζει να έχει βγει από διήγημα του Μπόρχες.
Βαθιά κάτω από τον κόσμο των ανθρώπων, στους υπονόμους, οι αρουραίοι έχουν την δική τους κοινωνία, ακόμη και τους δικούς ντετέκτιβ. Σε ένα διήγημα γεμάτο αλληγορικούς συμβολισμούς που μοιάζει να ξεπηδά από το Σύμπαν 25 του Τζον Καλχούν, ένας απ’ αυτούς αναζητά την αλήθεια πίσω από μια υπόθεση που έχει τη δυναμική να συγκλονίσει την κοινωνία των τρωκτικών.
Ένας ελάσσων Αργεντίνος συγγραφέας που ανακαλύπτει ότι δύο από τα μυθιστορήματα του έχουν αντιγραφεί και χρησιμοποιηθεί ως σενάρια για τις ταινίες ενός Γάλλου κινηματογραφιστή, ταξιδεύει μέχρι το Παρίσι για να τον συναντήσει.
Σε μια τυπική καθολική κοινωνία, δύο ανεστραμμένα διηγήματα που εκθειάζουν και διακωμωδούν την πίστη.
Ένα δοκιμιακό κείμενο με κεντρικό θέμα την ασθένεια. Λογοτεχνία + Ασθένεια = Ασθένεια μας λέει ο Μπολάνιο που στοχάζεται πάνω στο θάνατο και τη ζωή.
Μύθοι του Κθουλου. Όχι, ο συγγραφέας δεν μιλάει για το σύμπαν του Χ. Φ. Λάβκραφτ αλλά διακωμωδεί και αποδομεί την κατάσταση των Ισπανικών γραμμάτων, ένα δοκίμιο με σατιρικούς υποτόνους που κάλλιστα θα μπορούσε – αλλάζοντας ονόματα και καταστάσεις – να εφαρμοστεί και στην ελληνική πραγματικότητα.
Τέσσερα διηγήματα, συν δύο “καθολικά” διηγήματα και δύο δοκίμια, συν την καθάρια, διαυγή γραφή του Ρομπέρτο Μπολάνιο, διανθισμένη με την χαρακτηριστική του ειρωνεία. Ο Ανυπόφορος Γκαούτσο που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλου, είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που σίγουρα θα αγαπήσουν παλιοί και νέοι αναγνώστες του συγγραφέα. Αγγίζει πολλαπλά θέματα, εξερευνεί την ζωή και τον θάνατο, ψάχνει τα όρια της πραγματικότητας, διακωμωδεί και παίζει με την ίδια την λογοτεχνία, θέματα χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα στο συνολικό έργο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ενός μεγάλου, οικουμενικού Λατινοαμερικανου συγγραφέα.