Η κριτική των όπλων
Ένα μονόλογος εξωμολόγηση, γύρω από την στρατιωτική χούντα της Αργεντινής τη δεκαετία του 1970
Tέσσερα σύν δύο διηγήματα και δύο διαλέξεις από τον μεγάλο συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο
Σὲ ἀρρωσταίνει νὰ ταξιδεύεις. Παλιὰ οἱ γιατροὶ συνιστοῦσαν στοὺς ἀσθενεῖς τους, εἰδικὰ σὲ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ νευρικὲς ἀσθένειες, νὰ ταξιδεύουν. Οἱ ἀσθενεῖς, ποὺ κατὰ γενικό κανόνα εἶχαν χρήματα, ὑπάκουαν καὶ μπάρκαραν γιὰ μακρινά ταξίδια ποὺ κρατοῦσαν μῆνες καὶ χρόνια σὲ μερικές περιπτώσεις. Οἱ φτωχοὶ ποὺ εἶχαν νευρικὲς ἀσθένειες δὲν ταξίδευαν. Ορισμένοι, ὅπως καταλαβαίνουμε, τρελαίνονταν. ᾿Αλλὰ ὅσοι ταξίδευαν ἐπίσης τρελαίνονταν ἤ, κάτι ἀκόμα χειρότερο, ἀποκτοῦσαν νέες ἀσθένειες καθὼς ἄλλαζαν πόλεις, κλίμα, διατροφικές συνήθειες. Πράγματι, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴν ταξιδεύεις, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴ φύγεις ποτὲ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, νὰ μείνεις καλὰ κουκουλωμένος τὸ χειμώνα καὶ νὰ βγάζεις τὸ κασκώλ μόνο τὸ καλοκαίρι, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴν ἀνοίγεις τὸ στόμα οὔτε νὰ ἀνοιγοκλείνεις τὰ μάτια, εἶναι πιὸ ὑγιὲς νὰ μὴν ἀνασαίνεις. ᾿Αλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀνασαίνεις καὶ ταξιδεύεις. Ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν πᾶμε μακριά, ἄρχισα νὰ ταξιδεύω ἀπὸ πολὺ μικρός, ἀπὸ τὰ ἑφτὰ ἢ τὰ ὀχτώ μου, περίπου. Πρῶτα μὲ τὸ φορτηγό τοῦ πατέρα μου, σὲ ἐρημικοὺς αὐτοκινητόδρομους τῆς Χιλῆς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ αὐτοκινητόδρομους μετὰ τὴν πυρηνική καταστροφὴ καὶ ἔκαναν τὶς τρίχες μου νὰ ὀρθώνονται, μετὰ μὲ τραῖνα καὶ λεωφορεῖα, ὥσπου στὰ δεκαπέντε μου πῆρα τὸ πρῶτο ἀεροπλάνο καὶ ἔφυγα γιὰ νὰ ζήσω στο Μεξικό. ᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κι ἔπειτα ταξίδευα διαρκῶς. Τὸ ἀποτέλεσμα : πολλὲς ἀσθένειες. ᾿Απὸ παιδὶ εἶχα δυνατούς πονοκεφάλους ποὺ ἔκαναν τοὺς γονεῖς μου νὰ ἀναρωτιοῦνται μήπως εἶχα κάποια νευρικὴ ἀσθένεια καὶ μήπως ἦταν καλύτερα νὰ ξεκινοῦσα, τὸ συντομότερο δυνατό, ἕνα μεγάλο ταξίδι ἀνάρρωσης. Ὡς ἔφηβος, ἀυπνίες καὶ προβλήματα σεξουαλικῆς φύσης. Νεαρός, ἀπώλεια δοντιῶν ποὺ τὰ ἄφηνα, σὰν τὰ ψίχουλα ψωμιοῦ τῶν Χάνσελ καὶ Γκρέτελ, σὲ διάφορες χῶρες· κακὴ διατροφὴ ποὺ μοῦ προξενοῦσε ξινίλες στο στομάχι καὶ μετὰ μιὰ γαστρίτιδα· κατάχρηση στὸ διάβασμα ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ φορέσω γυαλιά· κάλους στὰ πόδια μου ἀπὸ τοὺς μεγάλους περιπάτους χωρίς σκοπό· ἀμέτρητες γρίπες καὶ συνάχια ἀθεράπευτα. Ἤμουν φτωχός, ζοῦσα στὴν ὕπαιθρο καὶ θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου τυχερό γιατί, τουλάχιστον, δὲν εἶχα πάθει κάποια βαριὰ ἀσθένεια. Ἔκανα κατάχρηση στὸ σέξ ἀλλὰ ποτὲ δὲν κόλλησα κάποιο ἀφροδίσιο νόσημα. Ἔκανα κατάχρηση στὸ διάβασμα ἀλλὰ ποτὲ δὲν θέλησα νὰ γίνω ἐπιτυχημένος συγγραφέας. ᾿Ακόμα καὶ ἡ ἀπώλεια τῶν δοντιῶν μου ἦταν γιὰ μένα μιὰ ἀπόδοση τιμῆς στὸν Γκάρυ Σνάιντερ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ ὡς περιπλανώμενου ζὲν τὸν εἶχε κάνει νὰ παραμελήσει τὴν ὀδοντοστοιχία του. Ἀλλὰ ὅλα ἔρχονται. Τὰ παιδιὰ ἔρχονται. Τὰ βιβλία ἔρχονται. Ἡ ἀσθένεια ἔρχεται. Τὸ τέλος τοῦ ταξιδιοῦ ἔρχεται.
Τὸν ἕναν τὸν ἔλεγαν Χοσὲ καὶ πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὰ ἑβδομήντα. Δὲν εἶχε ἄλογο. Ὁ ἄλλος λεγόταν Καμποδόνικο καὶ μᾶλλον ἦταν νεότερος, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ μεγαλύτερος. Καὶ οἱ δύο φοροῦσαν μπομπάτσα, ἀλλὰ κάλυπταν τὰ κεφάλια τους μὲ σκουφιὰ ποὺ εἶχαν φτιάξει μόνοι τους ἀπὸ δέρματα κουνελιῶν. Κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν εἶχε οἰκογένεια, ὁπότε ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στὸ ῎Αλαμο Νέγρο. Τὰ βράδια, στὸ φῶς μιᾶς φωτιᾶς, ὁ Περέδα περνοῦσε τὴν ὥρα του ἐξιστορώντας τους περιπέτειες ποὺ εἶχαν συμβεῖ μονάχα στὴ φαντασία του. Τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν ᾿Αργεντινή, γιὰ τὸ Μπουένος Άιρες καὶ γιὰ τὴν πάμπα, καὶ τοὺς ρωτοῦσε τί ἀπὸ τὰ τρία προτιμοῦσαν. Ἡ ᾿Αργεντινὴ εἶναι ἕνα μυθιστόρημα, τοὺς ἔλεγε, δηλαδή πλαστὴ ἢ τουλάχιστον ψεύτρα. Τὸ Μπουένος Άιρες εἶναι τόπος ληστῶν καὶ κουτσαβάκηδων, ἕνα μέρος ποὺ μοιάζει μὲ τὴν κόλαση ὅπου τὸ μόνο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο ἦταν οἱ γυναῖκες καὶ μερικές φορές, ἀλλὰ σπανίως, οἱ συγγραφεῖς. Ἡ πάμπα, ἀντιθέτως, ἦταν τὸ αἰώνιο. Ἕνα κοιμητήριο δίχως ὄρια εἶναι κάτι παρόμοιο ποὺ μπορεῖς νὰ βρεῖς. Φαντάζεστε ἕνα νεκροταφεῖο χωρὶς ὅρια, παιδιά; τοὺς ρωτοῦσε. Οἱ γκάουτσο χαμογελοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν ὅτι πράγματι ἦταν δύσκολο νὰ φανταστοῦν κάτι τέτοιο, γιατὶ τὰ νεκροταφεῖα εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι, παρότι πολυάριθμοι, σίγουρα εἶχαν ἕνα τέλος. ᾿Αλλὰ τὸ νεκροταφεῖο γιὰ τὸ ὁποῖο μιλῶ ἐγώ, ἀπαντοῦσε ὁ Περέδα, εἶναι πιστὸ ἀντίγραφο τῆς αἰωνιότητας.