Νυχτωδία της Χιλής

Η ιστορία της Χιλής και η απάθεια των διανοούμενων της μέσα από την καταπληκτική γραφή του Ρομπέρτο Μπολάνιο

…Θα γκρεμίσουν το σπίτι. Θα εξαφανίσουν το υπόγειο. Εδώ ένας υπάλληλος του Τζίμμυ σκότωσε τη Σεσίλια Σάντσες Πομπλέτε. Μερικές φορές εγώ έβλεπα τηλεόραση με τα παιδιά και κοβόταν το ρεύμα για λίγο. Δεν ακούγαμε κανένα ουρλιαχτό, μόνο το φως κοβόταν ξαφνικά και μετά ξαναρχόνταν. Θέλετε να δείτε το υπόγειο; Σηκώθηκα, έκανα μερικά βήματα στο σαλόνι όπου άλλοτε συναθροίζονταν οι συγγραφείς της πατρίδας μου, οι καλλιτέχνες, οι εργάτες της κουλτούρας και είπα όχι με το κεφάλι. Φεύγω, Μαρία, πρέπει να φύγω, της είπα. Εκείνη γέλασε με μια ασυγκράτητη δύναμη. Αλλά ίσως να ήταν μόνο η φαντασία μου. Όταν βγήκαμε στο κατώφλι ( άρχιζε να νυχτώνει σιγά σιγά ), μου έπιασε το χέρι, σαν ξαφνικά να φοβόταν να μείνει μόνη σ ’εκείνο το καταραμένο σπίτι. Έσφιξα το χέρι της και της πρότεινα να προσευχηθεί. Ένιωθα πολύ κουρασμένος και τα λόγια μου ειπώθηκαν χωρίς πεποίθηση. Δεν μπορώ να προσευχηθώ πια περισσότερο απ΄όσο ήδη προσευχομαι, μου απάντησε. Προσπαθήστε, Μαρία, προσπαθήστε, για χάρη των παιδιών σας. Εκείνη εισέπνευσε τον αέρα των περιχώρων του Σαντιάγο, εκείνο τον αέρα που ήταν η αληθινή ουσία του λυκόφωτος. Μετά κοίταξε ολόγυρα της, ήρεμη, γαλήνια, γενναία με τον τρόπο της, και είδε το σπίτι της, το κατώφλι της, το μέρος όπου παλιά στάθμεύαν τα αμάξια, το κόκκινο ποδήλατο, τα δέντρα, το μονοπάτι από χώμα, τα κάγκελα, τα κλειστά παράθυρα εκτός από εκείνο που εγώ είχα ανοίξει, τα άστρα που τρεμόσβηναν πέρα μακριά, και είπε ότι έτσι φτιαχνόταν η λογοτεχνία στην Χιλή. Εγώ έσκυψα το κεφάλι και έφυγα. Ενώ οδηγούσα, επιστρέφοντας στο Σαντιάγο, σκεφτόμουν τα λόγια της. Έτσι φτιάχνετε η λογοτεχνία στη Χιλή, αλλά όχι μόνο στη Χιλή, το ίδιο και στην Αργεντινή και στο Μεξικό, στη Γουατεμάλα και την Ουρουγουάη, την Ισπανία και τη Γαλλία και τη Γερμανία, και την πράσινη Αγγλία και τη χαρούμενη Ιταλία. Έτσι γίνεται η λογοτεχνία. Ή αυτό που εμείς, για να μην πέσουμε στα σκουπίδια, αποκαλούμε λογοτεχνία.
notion image
Έτσι γίνεται η λογοτεχνία στη Λατινική Αμερική, με τα όμορφα και αχανή τοπία, που συνδυάζουν τον εξωτισμό του Νέου Κόσμου και αναμειγνύονται με το Ευρωπαϊκό στοιχείο που έφεραν οι άποικοι από το Παλαιό, να κοσμούν το φόντο καθώς στο προσκήνιο κυριαρχεί η βια και η κτηνωδία που φέρνει μαζί της η Επιχείρηση Κόνδωρ. Αν στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η λογοτεχνία και οι τέχνες της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής κυριαρχείται από τις συλλογικές μνήμες απότοκων πολέμων για την ανεξαρτησία από την Ισπανική Αυτοκρατορία και την αποικιοκρατία, τότε σίγουρα το δεύτερο μισό κυριαρχείται από τα ματαιωμένα όνειρα και τις ήττες που οι πρωτοπορία των χωρών αυτών υπέστησαν από τις δυνάμεις της αντίδρασης, τα εκ των Ηνωμένων Πολιτειών καθοδηγούμενα και χρηματοδοτούμενα πραξικοπήματα.
Έτσι γίνεται η λογοτεχνία στη Λατινική Αμερική και ο μεγάλος Ρομπέρτο Μπολάνιο το γνώριζε καλά. Στη πλούσια συγγραφική του καριέρα, η οποία τελείωσε πρόωρα με τον θάνατο από καρκίνο το 2003, ο Χιλιανός καλλιτέχνης, η ζωή του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μυθιστόρημα, συχνά αναμετρήθηκε με την πολιτική βία και το σκοτάδι που μπορεί να βρει κανείς στα έγκατα του ανθρώπινου ψυχισμού. Ζώντας από πρώτο χέρι την πολιτικής που έφερε η δικτατορία του Πινοσέτ και η πολιτική των Chicago Boys στην χώρα του, ο Μπολάνιο οδηγήθηκε στην εξορία, μια εξορία που του ταξιδεύει στο Μεξικό και στην Ισπανία και του χαρίζει έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα, τον κάνει να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα και να σταθεί σε μια απροσδιόριστη λογοτεχνική κορυφή του Ισπανικού Κόσμου. Σπάνια επιστρέφει στη Χιλή, κυριολεκτικά και λογοτεχνικά, μα όταν το κάνει αποκαλύπτει μια “καταιγίδα από σκατά”, όπως στο πιο πρόσφατα μεταφρασμένο του βιβλίο στα ελληνικά, την Νυχτωδία της Χιλής που εκδίδεται από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση του Κρίτων Ηλιόπουλου.
Στην Νυχτωδία της χιλής, ο Μπολάνιο μας χαρίζει μια κλεφτή ματιά στο μυαλό του Σεμπάστιαν Ουρούτια Λακρουά, ενός Χιλιανού ιερέα και κριτικού λογοτεχνίας, επίδοξου ποιητή, ομοφυλόφιλου και μέλους παντοδύναμου καθολικού τάγματους Opus Dei. Ο Ουρούτια είναι στα τελευταία του ψυχορραγώντας στην καρέκλα του βασανιστή, και καθώς η συνείδηση του σβήνει επιχειρεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις κατηγορίες του αόρατου βασανιστεί του, κάνοντας μια ανασκόπηση της ζωής του, μια ανασκόπηση της ίδιας της Χιλής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Μια ανασκόπηση που βοηθάει τον αναγνώστη να σχηματίσει το πορτρέτο του πάτερ Ουρούτια, μια προσωπογραφία που αποκαλύπτει την μεγαλομανία, τον εγωισμό και την τύφλωση του ατόμου που είναι μέρος των πιο συντηρητικών δυνάμεων της χώρας αυτής, που δέχεται να διδάξει Μαρξισμό στον Πινοσέτ και την στρατιωτική του κλίκα, να συμμετέχει στα λογοτεχνικά πάρτυ στο σπίτι της καλλιτέχνιδας Μαρίας Κανάλες ενώ λίγους ορόφους πιο κάτω, στο υπόγειο,  ο σύζυγος της βασανίζει πολιτικούς αντιφρονούντες, όπως λίγο καιρό αργότερα θα γίνει και με τον ίδιο όταν θα πει την λάθος πληροφορία στο λάθος άτομο.
Μέσα στην καταγραφή του βίου και της πολιτείας του Σεμπάστιαν Ουρούτια Λακρουά, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο κρύβει ένα δριμύ κατηγορώ στην λογοτεχνική κοινότητα της Χιλής. Σε ένα θαυμάσιο απόσπασμα, ο συγγραφέας μας περιγράφει πως ο Ουρούτια κλείνετε στο καλούπι του και διαβάζει τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς ενώ δίπλα του, τα γεγονότα τρέχουν, ο Αλιέντε ανεβαίνει και πέφτει και τελικά οι στρατιωτικοί παίρνουν της εξουσία· απόσπασμα που σίγουρα θα δημιουργήσει συνειρμούς με ελληνική αντίστοιχη περσόνα που “διάβαζε” κατά τη διάρκεια της επταετίας. Ο Μπολάνιο, με όχημα τον Ουρούτια, καταγγέλλει και καυτηριάζει την λογοτεχνική κοινότητα της χώρας και την εκκωφαντική σιωπή της κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια· λίγοι ήταν εκείνοι που κατήγγειλαν, λίγοι ήταν εκείνοι που έπιασαν το σφιγμό της κοινωνία, ενώ αντίθετα πολύ ήταν εκείνοι που αναλώθηκαν σε γλέντια στα λογοτεχνικά σαλόνια, όπως αυτό της Μαρία Κανάλες.
Με την χειμαρώδη γραφή του και με έξυπνες αλληγορίες και μεταφορές, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο μας δίνει ένα ώριμο κείμενο που φωτίζει τις σκοτεινές γωνίες της Χιλιανής ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί, όπως χαρακτηριστικά αναρωτιέται ο εκδότης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: Τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία μπροστά στο σκοτάδι;
Διαβάστε Μπολάνιο.