Στα βιβλία ο ήρωας έχει ηθική. Σηκώνω τους ώμους αδιάφορα. Αυτό δεν είναι δύσκολο. Όλοι βρίσκουν τρόπο να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.
Η δική μου είναι μάλλον απλή. Ο πληρωμένος θάνατος είναι δίκαιος. Μια δίκαιη συναλλαγή τουλάχιστον. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί που πεθαίνουν από το χέρι μου, ούτε τι έκαναν λάθος.
Δε ρωτάω, δε με νοιάζει. Για να βρεθώ μπροστά τους, σημαίνει ότι αγόρασαν το θάνατο τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Υπήρξαν αθώοι; Στέκομαι για λίγο σε αυτή την σκέψη. Ναι, μπορεί. Υπάρχουν κι οι άτυχοι. Λάθος μέρος, λάθος στιγμή. Όπως ο διαβάτης που περιμένει το λεωφορείο την νύχτα που κάποιος μεθυσμένος αποφασίζει να καρφωθεί στην στάση.
Οι περισσότεροι τ’ αξίζουν.
Ένας εκτελεστής σε κρίση μέσης ηλικίας, ένας σκληρόπετσος άντρας που νιώθει να γερνά σε μια δουλειά που δεν έχει ένσημα και ηλικία σύνταξης. Κάποιος που τα έχει δει όλα· τη νύχτα, τον θάνατο, την διαφθορά, το σκοτάδι του υποκόσμου και της μαφίας. Έχει συμβιβαστεί μαζί τους και με την αλλόκοτα ανεστραμένη τους ηθική, αλλά όχι και με την φθορά του ανθρώπινου σώματος, όχι με το ξεθώριασμα που προκαλεί ο χρόνος.
Ο γερασμένος εκτελεστής, δουλεύει νύχτες, τις νεκρές ώρες που οι άλλοι κοιμούνται. Γυρνάει σε μια Αθήνα ασπρόμαυρη, μια πόλη που χει βγει απ΄ τις σελίδες παλιών νουάρ, μια πραγματική Sin City, και στοχάζεται το μέλλον, σε έναν εσωτερικό μονόλογο πραγματιστικά ψυχρό, κοφτό μα εύστοχο, και μερικές φορές, αναπάντεχα φοιτητικό. Οι υπαρξιακές του σκέψεις συνοψίζονται περίφημα από τον τίτλο του εμβληματικού μυθιστορήματος του Χόρας ΜακΚόι: Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν;
–
Δεν είναι μυθιστόρημα η ζωή μου. Μοιάζει με υβρίδιο νουβέλας και συλλογής διηγημάτων. Ναι, αυτό είναι. Εύχομαι καλή ανάγνωση στον φανταστικό αναγνώστη, πετάω το άδειο πακέτο και κατεβαίνω από το αυτοκίνητο μου.
–
Μικρές τζούρες από τις μέρες, ή μάλλον τις νύχτες του ανώνυμου αφηγητή. Δουλειές που εκτελεί στην εντέλεια, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, μα όλες μαζί, σαν κομμάτια ενός παζλ, σχηματίζουν μια μεγαλύτερη, διαφορετική εικόνα. Δεν γνωρίζει την εικόνα, και δεν τον ενδιαφέρει. Ποτέ δεν τον ενδιέφερε. Μόνο που τώρα γερνάει, και στην χειρότερη στιγμή γίνεται ευαίσθητος, κάνει λάθη. Λάθη που μπορεί να αποβούν μοιραία, ιδίως όταν ο εκτελεστής, σαν άλλος Λέον, περιμαζεύει μια μοιραία γυναίκα που θα ήταν πολύ πιο σοφό να την είχε σκοτώσει.
Νεκρές ώρες, ο τίτλος της νουβέλας του Βασίλη Δανέλλη, ενός βιβλίου που είναι όντως ένα “υβρίδιο νουβέλας και συλλογής διηγημάτων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και εσχάτος ως ένθετο της Εφημερίδας των Συντακτών. Ενός καλογραμμένο, σκοτεινό νουάρ που, με την κοφτή και κοφτερή γραφή του που κρύβει απροσδιόριστο βάθος και υπαρξιακές ανησυχίες, θα μας ταξιδέψει στη άγνωστη πλευρά της Νύχτας και στην σκοτεινή, παρηκμασμένη μητρόπολη της εποχής μας. Ένα καλό βιβλίο που υπενθυμίζει για άλλη μια φορά στον γράφων ότι οι εγχώριοι συγγραφείς δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από του ξένους.