Μόνος στο Βερολίνο

Η διακριτική αντίσταση ενος ζευγαριού γερασμένων Γερμανώ, στους Ναζί, στο Βερολίνο.

Η Γερμανική λέξη Vergangenheitsbewaltigung αν μεταφραστεί αυτολεξεί σημαίνει “αντιμετώπιση/αποδοχή του παρελθόντος”. Οι Γερμανοί την χρησιμοποιούν για να προσδιορίσουν την συλλογική προσπάθεια τους σαν κοινωνία, ώστε να συμβιβαστούν, να αποδεχτούν και ίσως να εξιλεωθούν για τις φρικαλεότητες και τα εγκλήματα που διέπραξε η χώρα με μπροστάρη το Ναζιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Αυτό το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης, ήταν ιδιαίτερα έντονο στις δεκαετίες μετά τον πόλεμο και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τόσο την πολιτική του κράτους όσο και τους ίδιους τους Γερμανούς. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοιο όρο έχουν στην γλώσσα τους και οι Ιάπωνες, που χρησιμοποιούν τις λέξεις “jugai” και “shazai” για να περιγράψουν ένα παρόμοιο συλλογικό αίσθημα.
notion image
Ένας από τους Γερμανούς που αισθάνθηκε υπεύθυνος, τόσο με την συλλογικά όσο και με την ατομική έννοια, ήταν και ο Χανς Φάλαντα. Ο Φάλαντα, που το πραγματικό του όνομα ήταν Rudolf Ditzen, ήταν ένας από μείζον Γερμανός συγγραφέας του Μεσοπολέμου, με πλούσιο συγγραφικό έργο και μεγάλη αναγνώριση. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς όπως ο Τόμας Μαν που διέφυγαν νωρίς από την Ναζιστική Γερμανία, ο Φάλαντα έμεινε στην χώρα όσο οι Ναζί ήταν στην εξουσία, επιβιώνοντας στην επαρχία μέχρι το τέλος του πολέμου και με μοναδική πράξη αντίστασης την καθυστέρηση και τελικά μη ολοκλήρωση της αντισημιτικής νουβέλας που του είχε παραγγείλει ο Γιόζεφ Γκέμπελς, στη θέση της οποίας έγραψε δύο από τα πιό γνωστά του έργα, τον “Πότη” και το “Ξένος στην χώρα μου”. Γυρνώντας στο Βερολίνο μετά τη λήξη του πολέμου, ο Φάλαντα ένιωσε το αίσθημα που περιγράφει η λέξη Vergangenheitsbewaltigung, αναρωτήθηκε για την αδιαφορία και την οκνηρία που οδήγησε στην άνοδο και την διατήρηση του Ναζισμού στην εξουσία και ορμώμενος από μια πραγματική ιστορία έγραψε, λίγους μήνες πριν το θάνατο του, το Μόνος στο Βερολίνο (ο γερμανικός τίτλος μεταφράζεται σε Every Man Dies Alone).
Το μόνος στο Βερολίνο είναι η ιστορία του Ότο και της Άννα Κβάνγκελ, ένα ζευγάρι που μόλις μαθαίνει για το χαμό του μοναδικού τους γιού στο Γαλλικό μέτωπο, αποφασίζει να βγει από την αποχαύνωση και να αντιταχθούν με τον τρόπο τους στον Ναζισμό· το ζευγάρι ξεκινά να δημιουργεί προπαγανδιστικές κάρτες αντίθετες προς το καθεστώς και να τις τοποθετούν σε δημόσια κτήρια του Βερολίνου. Οι Κβάνγκελ που ενσαρκώνουν την άγνωστη, συμβολική αντίσταση των απλών, καθημερινών ανθρώπων θα τοποθετήσουν πάνω από 200 κάρτες σε διάρκεια δύο χρόνων, μέχρις ότου τελικά να συλληφθούν από την Γκεστάπο και μετά από άγρια βασανιστήρια να εκτελεστούν.
Παράλληλα ο αναγνώστης, εκτός από τους Κβάνγκελ θα γνωρίσει τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας τους, οι οποίοι σχηματίζουν ένα μωσαϊκό που αντικατοπτρίζει τη Γερμανική κοινωνία της εποχής. Του Περζίκε, οικογένεια “χωμένη” στο κόμμα, με τον μικρότερο γιό τους να είναι ομαδάρχης της Χιτλερικής νεολαίας να ενσαρκώνει τον χαφιεδισμό που έχει κυριαρχήσει στο Ράιχ, την κυρία Ρόζενταλ, μια εβραία που ο σύζυγός της έχει σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο δικαστής Φρομ, απομεινάρι της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τους μικροκακοποιούς απατεώνες Μπορκχάουζεν και Κλούγκε και τέλος το γερμανό Ιαβέρη, τον επιθεωρητή Έσεριχ που αυτοκτονεί όταν πιάνει τους Κβάνγκελ και συνειδητοποιεί τη ηθική του μειονεξία.
Η γραφή του Χανς Φάλαντα, ο οποίος ήταν από τους κυριότερους εκφραστές του Γερμανικού ρεύματος της Νέας Αντικειμενικότητας, ρεύμα το οποίο “σμίγει τον Νατουραλισμό με την συνειδητή χρήση απλής γλώσσας”, καταφέρνει να μας δώσει, μέσα από την απλή, ίσως “τετράγωνη” γραφή του, ένα σκληρό, ρεαλιστικό αλλά διδακτικό μυθιστόρημα, χρήσιμο στο να θυμίσει στον αναγνώστη την γνωστή ρήση του Καζαντζάκη “Ν’ αγαπάς την ευθύνη να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω” και να το δείξει που μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία η απάθεια.