Καθόταν στην είσοδο του μικρού σπιτιού, διακόσια μέτρα από τη θάλασσα, και ο Έκτορ είχε βάλει μπροστά του, επάνω στο τραπέζι, μια πέπσι κόλα. Ύστερα η Ελίσα, πρόσθεσε άλλες δύο, σαν να ήθελε να δείξει ότι η ιστορία θα ήταν μεγάλη και χρειαζόταν όλη τη νοητική ικανότητα του αδερφού της, ενισχυμένη με δύο πέπσι. Ο Έκτορ, που δεν πίστευε στην λογική, δεν έφερε ούτε καν ένα σημειωματάριο στη σύσκεψη. Μόνο άκουγε περιμένοντας κάτι. Περίμενε να μάθει από που θ’ αρχίσει, σε ποιά οδό, σε ποιά γωνία θα ξεκινούσε η διαδρομή που θα τον οδηγούσε στη ζωή άλλων ανθρώπων, ή στο θάνατο άλλων ανθρώπων, ή στα φαντάσματα άλλων ανθρώπων. Απ΄ όποια σκοπιά κι αν το έβλεπε, τα πάντα ήταν ζήτημα οδών, λεωφόρων και πάρκων, το θέμα ήταν να περπατήσει, να τσιμπολογήσει. Ο Έκτος ήξερε μόνο μια μέθοδο ντετεκτιβικής. Χώνεσαι στην ξένη ιστορία ώσπου να γίνει δική σου.
[…]
«Κάποιος κύριος Κόστα, που έχει τρεις γιούς κι είναι επιπλοποιός, πεθαίνει μια μέρα...»
Ένας επιπλοποιός πεθαίνει και όταν ανοίγει η διαθήκη, οι γιοί του ανακαλύπτουν ότι ο πατέρας τους ήταν πολύ πολύ πλουσιότερος από τι γνώριζαν. Καταθέσεις και χρηματιστηριακά προϊόντα, επενδύσεις σε επιχειρήσεις, φιλέτα γης σε κάθε γωνιά του Μεξικού. Και όσο οι τρεις τους ακόμη προσπαθούν να χωνέψουν την πληροφορία, ο Θάνατος τους επισκέπτεται· ο πρώτος δολοφονείται, ο δεύτερος μένει σέκος και λωλός από το ξύλο, ενώ ο τρίτος, μεγαλογιατρός στην Νέα Υόρκη, σκοτώνεται μέρα μεσημέρι στο διαμέρισμα του στο Μανχάταν. By proxy, η κληρονομιά πάει στην γυναίκα του γιατρού, η οποία όμως δεν αργεί να δεχτεί επίθεση από τα ίδια κακοποιά στοιχεία που σκότωσαν τον άντρα της και τα αδέρφια του, μια επίθεση που την στέλνουν στο νοσοκομείο τραυματισμένη και βιασμένη. Τρομοκρατημένη και μόνη, στρέφεται για βοήθεια στην φίλη της, την Ελίσα, που από τι ξέρει, ο αδερφός της, ο σπασίκλας ο Έκτορ που έχει να τον δει από το λύκειο, το παίζει τώρα ντετέκτιβ.
Το βιβλίο Λίγα Σύννεφα του ακαταμάχητου Μεξικανοισπανού Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, είναι η τρίτη περιπέτεια του ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, πιθανότατα του πιο αναγνωρίσιμου, χαρισματικού και εκκεντρικού ερευνητή που έχει δώσει η Μεξικάνικη αστυνομική λογοτεχνία. Ισορροπόντας μια δυνατή αστυνομική πλοκή, ελκυστικούς γκρίζους χαρακτήρες και έναν έντονο κοινωνικό σχολιασμό της Μεξικάνικης καθημερινότητας, η σειρά καθιέρωσε τον δημιουργό του ως έναν από τους σημαντικότερους αστυνομικούς συγγραφείς παγκοσμίως και υπεύθυνο για την ανανέωση του είδους στο Μεξικό και το μπόλιασμα του με neo-polar και noir χαρακτηριστικά.
Αυτή τη φορά, μια φαινομενικά απλή ιστορία κληρονομικών, πασπαλισμένη με χαρακτηριστική λατινοαμερικάνικη βία, έρχεται να βάλει τον Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν σε μπελάδες για άλλη μια φορά. Το εναρκτήριο λάκτισμα βρίσκει τον Μπελασκοαράν ράκο, σε μια καντίνα δίπλα στο κύμα και κάτω από τους φοίνικες, στην επαρχία της Σιναλόα, μακριά από την πόλη που αγαπά να μισεί, την Πόλη του Μεξικού. Έχει υποχρεώσει τον εαυτό του σε διακοπές απροσδιόριστου χρονικού διαστήματος, νιώθοντας τύψεις για τον τραυματισμό ενός αθώου κατά τη διάρκεια της τελευταίας του συμπλοκής. Θα γυρίσει στην Πόλη του Μεξικού και την ενεργό δράση, όπου σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι η κληρονομιά της άτυχης χήρας κρύβει μεγάλους κινδύνους, καθώς στα λεφτά προσπαθούν να βάλουν χέρι παραγοντίσκοι του παρακράτους βγαλμένοι μέσα από την φοιτητική εξέγερση του 68’, διεφθαρμένοι μπάτσοι με “γερές άκρες” αλλά και μια συμμορία ληστών τραπεζών.
Το παιχνίδι μοιάζει χαμένο και ο εκκεντρικός ντετέκτιβ θα χρειαστεί όλη τη βοήθεια που μπορεί να έχει.
Πρέπει να είχε την ίδια ηλικία με τον ντετέκτιβ, μολονότι δεν έμοιαζαν πολύ. Ο συγγραφέας ζύγιζε 78 κιλά και του την έδινε να τον αποκαλούν χοντρό, ίσως γιατί δεν κατάφερνε να γίνει. Είχε ύψος μικρότερο από 1,70· ένα μεγάλο τσουλούφι από τα μαλλιά του έπεφτε πάνω στο ένα μάτι του και συνεχώς το σήκωνε από το μέτωπο. Χρυσά γυαλιά πάνω σε μια μακριά μύτη, ή οποία με την σειρά της στηριζόταν πάνω σε ένα μουστάκι, πυκνοκατοικημένο αλλά άτακτο. Όταν άνοιξε την πόρτα βαστούσε στο ένα χέρι ένα ποτήρι με κόκα κόλα και στο άλλο ένα τσιγάρο, που αναγκάστηκε να το βάλει στο στόμα για να χαιρετήσει. Τσιγάρο και ποτήρι κυκλοφορούσαν πάντοτε γύρω του σαν να ήταν προέκταση των χεριών του, κι έτσι θα τον θυμόταν για πάντα ο Έκτορ.
Θα την βρει στο πρόσωπο του από μηχανής - μεταμοντέρνας έμπνευσης θεού, του ίδιου του συγγραφέα. Οι δύο άντρες σύντομα βρίσκουν μπροστά τους το αδιέξοδο της κρατικής εξουσίας και βίας, που θα τους φέρει αντιμέτωπους με μεγάλους κινδύνους και την συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούν να κερδίζουν καθαρά όλες τις μάχες.
Πάντα λογοτεχνικός, με τη χαρακτηριστική γραφή που κάνει τα βιβλία του απολαυστικά, ο Τάιμπο εισάγει τον ίδιο του τον εαυτό στο βιβλίο, διαραγίζοντας και δοκιμάζοντας ακόμη περισσότερο τα στενά όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας. Η σειρά με τον Μπελασκοαράν, που “γερνάει σαν το καλό κρασί” και παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, παρότι ενίοτε παίζει με βαριά θέματα και έχει έντονη τριβή με την σκοτεινή πλευρά του Μεξικού, τόσο την πολιτική όσο και την κοινωνική, είναι από τις πιό φρέσκιες και ευχάριστες λογοτεχνικές εμπειρίες που μπορεί να έχει ο αναγνώστης.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ για τον ίδιο του τον εαυτό, δια στόματος Ελίσας στα Λίγα Σύννεφα: ”Δεν είναι και για Νόμπελ αλλά καλός είναι”.