Μαύρο Νερό

Ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο στα βουνά της Ηπείρου και ένα κατεστραμένο χωριό

…ὁ Γιάννης Πάντος, ποὺ ὣς τώρα δὲν εἶχε μιλήσει, εἶπε: «Ὅ,τι κι ἂν ἀποφασίσετε, ἐγὼ μιὰ φορὰ τὴν ἔχω πάρει τὴν ἀπόφασή μου. Θὰ φύγω».
Το 'πε κοιτώντας τὰ χέρια του, πού, μὲ πλεγμένα τὰ δάχτυλα, τὰ εἶχε ἀκουμπισμένα πάνω στὰ πόδια του, καθισμένος μόνος σ' ἕναν πάγκο ποὺ χώραγε κι ἄλλους δέκα – καὶ οἱ χωριανοὶ ἔνιωσαν τὰ λόγια του σὰν θάνατο· ἴσως περισσότερο ἀπ' ὅ,τι ἂν εἶχε ἀρρωστήσει καὶ πεθάνει. Φεύγοντας νὰ πάει στὰ καινούργια σπίτια στὸν Κατσικά, θὰ ἀφανιζόταν μὲ τρόπο ποὺ δὲν μπορεῖ κανένας θάνατος νὰ ἀφανίσει τὸν ἄνθρωπο. Φεύγοντας, τὸ παλιό χαρακωμένο τραπέζι στὸ σπίτι του, κείνη ἡ κουτσὴ καρέκλα ποὺ ὅλο ἔλεγε νὰ τὴ φτιάξει κι ὁλοένα τὸ ἀμελοῦσε, τὸ παλιό στρῶμα ποὺ τὸ κορμί του τό 'χε βαθουλώσει μὲ τὸ βαθὺ ἀποτύπωμα τοῦ μοναχικοῦ του ὕπνου, ἡ ραγισμένη τσιάφκα ὅπου ἔπινε τὸ τσάι του, ὅλα θὰ ἔχαναν τὸ νόημά τους καὶ τότε ὁ Γιάννης Πάντος δὲν θὰ εἶχε ὑπάρξει ποτέ.
Καὶ τοῦτα τὰ λόγια, μὲ τὴν ψιθυριστή τους ἀποφορὰ τοῦ θανάτου, τοὺς διαπέρασαν κι ἀγκιστρώθηκαν σὲ καθενὸς τὴν ψυχή, μὲ ἄγκιστρα πού, βαθιά μπηγμένα, τοὺς τραβοῦσαν νὰ διαλέξουν τὸν ζωντανὸ αὐτὸ θάνατο, νὰ πᾶνε κι ἐκεῖνοι νὰ μείνουν στὰ καινούργια σπίτια.
«Τὸν πρῶτο λόγο πρέπει νὰ τὸν ἔχει ὁ πιὸ νέος ἀνάμεσά μας», εἶπε ὁ Κώστας Μυριούνης. «Αὐτὸς που 'χει περισσότερο μέλλον».
Ὅλοι κοιτοῦσαν τὸν Χριστόφορο. Τὸ ἀγόρι ἔπρεπε κάτι νὰ πεῖ τώρα.
«Τὸ σπίτι μου εἶναι ἐδῶ», εἶπε, γραπωμένος μὲ τὸ γερό του χέρι ἀπὸ τὸν πάγκο λὲς καὶ καθόταν στὸ σέλμα μιᾶς βάρκας μέσα σὲ φουρτούνα, καὶ δίπλα του ὁ Πατέρας ἔνιωσε νὰ κυλᾶ στὸ τραχύ του μάγουλο ἕνα δάκρυ.
notion image
Ένας Πατέρας με τον ανάπηρο γιό του, είναι οι δύο από τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους ενός χωριού της Ηπείρου που έχει ερημώσει· γύρω τους μια οικολογική καταστροφή έχει συντελεστεί, μια καταστροφή ελέω ανάπτυξης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Το νερό δεν πίνεται, τα ζώα, τα φυτά είναι δηλητηριασμένα. Το χωριό και η γύρο ύπαιθρος ερημώνουν δημιουργώντας ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, οι κάτοικοι αρρωσταίνουν και πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, η φεύγουν στα Γιάννενα, στην πόλη,  μακριά από τον δηλητηριασμένο τόπο για να σωθούν. Η πολιτεία.. Ποιά πολιτεία; Ανύπαρκτη. Οι εναπομείναντες παλεύουν με την φύση και τη φθορά με μέσα βιβλικά, προσπαθώντας να επιβιώσουν όπως και για όσο μπορούν.
Μαύρο Νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου, μια νουβέλα που αποδεικνύει ότι η ελληνική λογοτεχνία είναι εδώ και μπορεί. Ο συγγραφέας, χωρίς να πέφτει σε συναισθηματισμούς, με γλώσσα δωρική, τραχιά μα ταυτόχρονα συχνά λυρική, δημιουργεί μια ελληνική δυστοπία βουτηγμένη στην μελαγχολία και το σκοτάδι, θάβοντας όμως προσεκτικά μέσα της το φως που ενσαρκώνει η σχέση Πατέρα-Γιού, αλά ΜακΚάρθυ θα μπορούσε να πει κανείς εντοπίζοντας τους εύκολους παραλληλισμούς με το Δρόμο.
Υπαρξιακό στον πυρήνα του, το Μαύρο Νερό, μια νουβέλα μικρή σε μέγεθος αλλά μεγάλη σε εύρος, καθηλώνει τον αναγνώστη και εμφυσά στο πετσί του την αγωνιώδη προσπάθεια για επιβίωση των πρωταγωνιστών. Είναι ένα βιβλίο που επανεπιβεβαιώνει τον ταλαντούχο συγγραφέα του ως μια από τις πιο βαριές Ελληνικές πένες της τελευταίας δεκαετίας και κάνει το κοινό του να ανυπομονεί για την επόμενη κυκλοφορία του.
Μια πάρα πολύ καλή νουβέλα.