Αυτός ο χειμώνας
Ένας άντας πενά μόνος του το χειμώνα στη φύση, σε ένα απομακρυσμένο χωριό των Γρεβενών
Ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο στα βουνά της Ηπείρου και ένα κατεστραμένο χωριό
…ὁ Γιάννης Πάντος, ποὺ ὣς τώρα δὲν εἶχε μιλήσει, εἶπε: «Ὅ,τι κι ἂν ἀποφασίσετε, ἐγὼ μιὰ φορὰ τὴν ἔχω πάρει τὴν ἀπόφασή μου. Θὰ φύγω».Το 'πε κοιτώντας τὰ χέρια του, πού, μὲ πλεγμένα τὰ δάχτυλα, τὰ εἶχε ἀκουμπισμένα πάνω στὰ πόδια του, καθισμένος μόνος σ' ἕναν πάγκο ποὺ χώραγε κι ἄλλους δέκα – καὶ οἱ χωριανοὶ ἔνιωσαν τὰ λόγια του σὰν θάνατο· ἴσως περισσότερο ἀπ' ὅ,τι ἂν εἶχε ἀρρωστήσει καὶ πεθάνει. Φεύγοντας νὰ πάει στὰ καινούργια σπίτια στὸν Κατσικά, θὰ ἀφανιζόταν μὲ τρόπο ποὺ δὲν μπορεῖ κανένας θάνατος νὰ ἀφανίσει τὸν ἄνθρωπο. Φεύγοντας, τὸ παλιό χαρακωμένο τραπέζι στὸ σπίτι του, κείνη ἡ κουτσὴ καρέκλα ποὺ ὅλο ἔλεγε νὰ τὴ φτιάξει κι ὁλοένα τὸ ἀμελοῦσε, τὸ παλιό στρῶμα ποὺ τὸ κορμί του τό 'χε βαθουλώσει μὲ τὸ βαθὺ ἀποτύπωμα τοῦ μοναχικοῦ του ὕπνου, ἡ ραγισμένη τσιάφκα ὅπου ἔπινε τὸ τσάι του, ὅλα θὰ ἔχαναν τὸ νόημά τους καὶ τότε ὁ Γιάννης Πάντος δὲν θὰ εἶχε ὑπάρξει ποτέ.Καὶ τοῦτα τὰ λόγια, μὲ τὴν ψιθυριστή τους ἀποφορὰ τοῦ θανάτου, τοὺς διαπέρασαν κι ἀγκιστρώθηκαν σὲ καθενὸς τὴν ψυχή, μὲ ἄγκιστρα πού, βαθιά μπηγμένα, τοὺς τραβοῦσαν νὰ διαλέξουν τὸν ζωντανὸ αὐτὸ θάνατο, νὰ πᾶνε κι ἐκεῖνοι νὰ μείνουν στὰ καινούργια σπίτια.«Τὸν πρῶτο λόγο πρέπει νὰ τὸν ἔχει ὁ πιὸ νέος ἀνάμεσά μας», εἶπε ὁ Κώστας Μυριούνης. «Αὐτὸς που 'χει περισσότερο μέλλον».Ὅλοι κοιτοῦσαν τὸν Χριστόφορο. Τὸ ἀγόρι ἔπρεπε κάτι νὰ πεῖ τώρα.«Τὸ σπίτι μου εἶναι ἐδῶ», εἶπε, γραπωμένος μὲ τὸ γερό του χέρι ἀπὸ τὸν πάγκο λὲς καὶ καθόταν στὸ σέλμα μιᾶς βάρκας μέσα σὲ φουρτούνα, καὶ δίπλα του ὁ Πατέρας ἔνιωσε νὰ κυλᾶ στὸ τραχύ του μάγουλο ἕνα δάκρυ.