Η Μπλάνκα σήκωσε τους ώμους της, αλλά η Μαργαρίδα, που δεν περίμενε απάντηση, διατυμπάνιζε ότι σ' εκείνο το σπίτι δεν θα έμπαιναν άλλοι άντρες. Είχε ολόκληρη λίστα: «Ούτε κλέφτες, ούτε γελαδάρηδες, ούτε άντρες του αντιβασιλιά, ούτε κακοποιοί, ούτε παραγιοί, ούτε κυνηγοί λύκων, ούτε στρατιώτες, ούτε μνηστήρες, ούτε δευτερότοκοι, ούτε εργάτες, ούτε πλανόδιοι πωλητές, ούτε ευγενείς ταξιδευτές, ούτε πωλητές, ούτε έμποροι, ούτε καρβουνιάρηδες, απομεινάρια απ' τον πόλεμο, ούτε περαστικοί! Αρκετά, ούτε ένας. Τέρμα». Το έλεγε με τόσο πάθος, ήταν τόσο θυμωμένη, τόσο αυταρχική κι επιτακτική, που μέχρι και το σπίτι υπάκουσε. Μαζεύτηκε σαν δυο παλάμες για να κρυφτεί και να μην το βρουν. Κι όταν η Μπλάνκα και τα παιδιά τσάπιζαν και φτυάριζαν στο περιβόλι, η Μαργαρίδα γύριζε και φώναζε στις φουντουκιές, στις σημύδες, στις βελανιδιές, στις οξιές, στις βατομουριές, στις δεντρομολόχες να καταπιούν την οργωμένη γη, τα χωράφια, τις καλλιέργειες, τα περάσματα, τα μονοπάτια. Όλα εκτός από εκείνο το σπίτι και το μικρό περιβόλι. Το βράδυ άκουγαν τα υπάκουα δέντρα να θροΐζουν και να τις αγκαλιάζουν, να καταβροχθίζουν τα μονοπάτια και τις παρακάμψεις, να πυκνώνουν, να πιέζουν και να μπλέκουν το ένα με το άλλο με τα χέρια πιασμένα. Το χάραμα, οι κοιλάδες και οι πλαγιές σφύριζαν, προστατεύοντάς τες. Τα φαράγγια και οι ρεματιές σουσούριζαν, οι πηγές και οι χείμαρροι πολλαπλασιάζονται. Η ομίχλη απλωνόταν ψιθυρίζοντας κάθε πρωί και τις περιτύλιγε με τόση προσοχή, που συχνά έβγαινε ο ήλιος και ο ουρανός δεν καθάριζε. Όλοι μαζί βοήθησαν να τις κρύψουν και να τις καλύψουν με τόση λαχτάρα, που εκείνη η παρηκμασμένη μασία όχι μόνο βυθίστηκε γρήγορα στη λήθη των ελάχιστων κατοίκων που ζούσαν σε εκείνα τα βουνά, αλλά, επειδή ήταν τόσο καλά κρυμμένη, μέχρι και το πέρασμα του χρόνου την άφησε πίσω και μαζί μ' αυτήν και τις γυναίκες που την κατοικούσαν. Έτσι, για πολύ καιρό η μασία αγνοούσε όλα εκείνα τα αξιοσημείωτα γεγονότα του κόσμου, αλλά και τα γεγονότα αγνοούσαν εκείνη.
Στην Καταλονία, στην απόκρημνη και απόμακρη οροσειρά Γκιλερίες, βρίσκεται η μασία Κλάβελ. Στην παραδοσιακή αγροικία που στέκει απομονωμένη και ξεχασμένη από τους ανθρώπους αλλά και τον χρόνο, μια γρια ψυχορραγεί στο κρεβάτι της, περικυκλωμένη από επιγόνους αλλά παραδόξως και από προγόνους, από τα θηλυκά φαντάσματα των προηγούμενων κατοίκων της στοιχειωμένης φάρμας Κλάβελ. Εκείνες, τα φαντάσματα, περιμένουν τον θάνατο της προγονής τους, ετοιμάζοντας εντατικά την γιορτή που θα στηθεί για το καλωσόρισμα της στην άλλη πλευρά.
Μάτια σου έδωσα και εσύ κοίταξες το σκοτάδι, της ταλαντούχας Καταλανής Ιρένε Σολά. Καθώς η γιορτή ετοιμάζεται και η μέρα προχωρά οδεύοντας προς το αναπόφευκτο τέλμα της, όπως άλλωστε και η ζωή της ψυχοραγούσε γερόντισσας, η συγγραφέας καταγράφει με λαογραφική ακρίβεια το οικογενειακό σάγκα των γυναικών της φάρμας Κλάβελ, την βιβλική ιστορία που ξεκινά από τον ύστερο μεσαίωνα και με την μητριάρχη Ζοάνα η οποία κάνει μια φαουστιανή συμφωνία με το διάολο. Η Ζοάνα ζητά έναν “ολόκληρο” άντρα για να παντρευτεί με αντάλλαγμα την ψυχή της, αλλά σπάει τη συμφωνία όταν ανακαλύπτει πως ο άντρας της είναι λειψός καθώς του λειπει το μικρό δάχτυλο του ποδιού. Δεν εξαπατά κανείς εύκολα το δαιμόνιο, και αυτό το μαθαίνει και η Ζοάνα, που σύντομα βλέπει τους γόνους της να γεννιούνται λυψεί, με σωματικά ή ψυχικά κενά, ενώ σύντομα μαθαίνει ότι για αυτή αλλά και εκείνους, η μεταθάνατο ζωή είναι δεμένη με τα εγκόσμια.
Με λαογραφική ακρίβεια η Σολά συνθέτει μια ιστορία μαγικού ρεαλισμού γεμάτη με συμβολισμούς. Μέσα από τη καταιγιστική αφήγηση της η οποία από παράγραφο σε παράγραφο μεταβάλει το χρονικό τώρα, δημιουργεί ένα μυσταγωγικό δυισμό που συνδέει και παραλληλίζει την μοίρα των γυναικών της μασιά Κλάβελ με εκείνη της Βιβλικής Εύας και του προπατορικού αμαρτήματος, ενώ ταυτόχρονα προβάλει διακριτικά πάνω στο κείμενο μοντέρνες φεμινιστικές ανησυχίες υποδεικνύοντας την πηγή των δεινών των απέθαντων ενοίκων του Κλάβελ. Η πρόζα της βραβευμένης Καταλανής συγγραφέα γεννά μαγευτικές περιγραφές, άλλοτε μακάβρια όμορφες άλλοτε αποκρουστικά φρικτές, που δένουν το μυθιστόρημα και στεφανώνουν την οικογενειακή ιστορία, την φύση, τις τελετουργίες, την φρίκη και την μυσταγωγία που ακόμη είναι κρυμμένη στις εσχατιές, αφήνωντας στο τέλος μια γλυκόπικρη επίγευση και την αίσθηση ενός όμορφου σκοτεινού παραμυθιού.