Λέγοντας νουάρ, στην λογοτεχνία αναφερόμαστε σε ένα υποείδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όσο και αν οι ορισμοί (η τέχνη να βάλεις κάτι σε κουτάκια), ειδικά σε πεδία όπως η λογοτεχνία, είναι συχνά δύσκολοι, αν κάποιος προσπαθήσει να συνθέσει τα στοιχεία εκείνα που ορίζουν το είδος αυτό θα συναντήσει σίγουρα κακοφωτισμένα αστικά περιβάλλοντα, μεσήλικες ήρωες (συχνά αντί-ήρωες) με κάμποσα προσωπικά προβλήματα, περίπλοκες υποθέσεις που συχνά θα αναγκάσουν τους προαναφερθέντες πρωταγωνιστές να κινηθούν σε γκρίζες ηθικά περιοχές ώστε να τις λύσουν, και τέλος, συχνά, μια κριτική προς την κοινωνία ή και την ανθρώπινη φύση, μεταμφιεσμένη στην πραγματικότητα .σε μια καλοστημένη αστυνομική ιστορία.
Το νουάρ της Μεσογείου;
Επιχειρώντας άλλον έναν αδόκιμο ορισμό, προσδιορίζουμε ως Μεσογειακό νουάρ, τα έργα εκείνα της αστυνομικής λογοτεχνίας που διαθέτουν νουάρ χαρακτήρα ενώ η υπόθεση λαμβάνει χώρα, στην Μεσόγειο και συνήθως έχουν γραφτεί από κατοίκους της. Εδώ η δράση, σε αντίθεση με αντίστοιχα έργα από Αμερικάνους ή Βορειοευρωπαίους συγγραφείς και τις σκοτεινές τους πόλεις, τοποθετείται κάτω από το γαλάζιο Μεσογειακό ουρανό και συχνά καθορίζεται από την γεμάτη ένταση ιστορία της περιοχής. Έντονα πολιτικό, το μεσογειακό νουάρ, μας συστήνει την εξαθλίωση, τη διαφθορά και το έγκλημα (συχνά οργανωμένο), που κρύβονται στις φτωχογειτονιές, δίπλα από τα πιο λαμπρά τουριστικά αξιοθέατα, ενώ η ιστορία και η πολυπολιτισμικότητα που χαρακτηρίζει την περιοχή, δίνει στους συγγραφείς εξαιρετικό υλικό για να στήσουν τις ιστορίες τους.
Τα λιμάνια της Μεσογείου έχουν την τιμητική τους. Πολύβουα, πολυπολιτισμικά, βιομηχανοποιημένα και κοινωνικά παρηκμασμένα, κρύβουν στα σπλάχνα τους ένα σωρό ιστορίες. Ένα τέτοιο λιμάνι είναι και η Μασσαλία, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας, μια πόλη λογοτεχνική (ο Αλέξανδρος Δουμάς τοποθετεί την δράση του Κόμη Μοντεκρίστο εδώ) που αποτελεί σκηνικό βιβλίων κλασσικών συγγραφέων του είδους, όπως ο Ζαν-Κλωντ Ιζζό με την καταπληκτική Τριλογία της Μασσαλίας ή του Μωρίς Αττιά με το βιβλίο η Κόκκινη Μασσαλία, που είναι το δεύτερο από τα πέντε έργα με πρωταγωνιστή τον Πάκο Μαρτίνεθ.
Το εγκώμιο της Μασσαλίας, τόσο το ιστορικό όσο και το λογοτεχνικό, το πλέκει πολύ καλύτερα από τι θα μπορούσα, ο Δημήτρης Κωστώπουλος, στο εξαιρετικό άρθρο του στην The Books' Journal , με τίτλο το νουάρ της Μασσαλίας. Μέσα από το εκτενέστατο αυτό άρθρο, ανακάλυψα το Μασσαλία Εμπιστευτικό του Φρανσουά Τομάζο, ένα νουάρ μυθιστόρημα που η πλοκή του τοποθετείται στην Μασσαλία το 1936, λιγο πριν ξεσπάσει ο Ισπανικός Εμφύλιος. Ο τίτλος του βιβλίου, παραπέμπει τον μυημένο αναγνώστη στο Λος Άντζελες : Εμπιστευτικό του Τζέημς Ελρόι και του υπόσχεται να συναντήσει το ίδιο σκοτεινό κλίμα του υποκόσμου, την ίδια διαφθορά και διαπλοκή που χαρακτηρίζουν το L.A. και στην Μασσαλία. Spoiler alert, τα καταφέρνει.
Βρισκόμαστε στο 1936, λίγους μήνες πριν ξεκινήσει ο Εμφύλιος στην γειτονική Ισπανία, ενώ η Ευρώπη πολιτικά βράζει. Στην Τρίτη Δημοκρατία της Γαλλίας γενικά και στην Μασσαλία ειδικά, έρχεται αλλαγή, καθώς όλα δείχνουν πως το Λαϊκό Μέτωπο, ο συνασπισμός σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, θα κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές και θα σχηματίσει κυβέρνηση. Για την Μασσαλία, όπου η πολιτική εξουσία και το οργανωμένο έγκλημα πάνε μαζί, αυτό θα σημαίνει την αλλαγή στην ισορροπία των δυνάμεων στην πόλη.
Ο Αντουάν Καρντέλλα, ένας κορσικανός διεφθαρμένος αστυνομικός, δέχεται μια σφαίρα πισώπλατα, ενώ διασχίζει τον δρόμο που χωρίζει τα γραφεία των σοσιαλιστών και των ακροδεξιών. Η υπόθεση τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας, παρατάξεις κάθε απόχρωσης πάνε να εκμεταλλευτούν το γεγονός πολιτικά, ενώ από την μεριά της αστυνομίας ο επιθεωρητής Αντρέ Γκριμάλ, μαζί με τον αστυνομικό Λυσιέν Τερόζ ξεκινούν την αναζήτηση του ένοχου. Μια αναζήτηση που θα φέρει τον αναγνώστη πρόσωπο με πρόσωπο με πολιτικούς παράγοντες, αντιμαχόμενες ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, μετανάστες, προλετάριους και μπουρζουάδες, ένα πολύπλοκο μωσαϊκό χαρακτήρων που σχηματίζει την ταραγμένη εικόνα της Μασσαλίας του Μεσοπολέμου.
Μια Μασσαλία που, όπως τονίζεται συχνά στο βιβλίο, διαφθείρει τους κατοίκους της. Ο συγγραφέας δια στόματος Καρντέλλα λέει :
“Αυτή η βρωμερή μαρσεγιέζικη νοοτροπία να υποτάσσονται στον πιο σάπιο, τον πιο βίαιο. Για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Για να επιβιώνουν μέσα σε μια ένοχη γαλήνη. Αυτή η υποταγή όλων στη διεστραμμένη βούληση των λίγων. Είναι αυτό δυνατότερο από τον έρωτα;”
Ακόμη και οι πιο αθώοι διαφθείρονται, όπως ο Ραούλ Πισσότ ο δημοσιογράφος που εκβιάζεται και τελικά αναγκάζεται να συμπράξει, έστω και προσωρινά με τις οικογένειες που ελέγχουν το οργανωμένο έγκλημα ή η Αντέλ Καρντέλλα, σύζυγος του Αντουάν που αναγκάζεται να δουλέψει για αυτούς που θεωρεί δολοφόνους του συζύγου της. Αργά η γρήγορα, οι περισσότεροι χαρακτήρες μαθαίνουν ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις σχέσεις αλληλεξάρτησης και εξουσίας που χαρακτηρίζουν την πόλη.
Ο Τομάσο καταφέρνει, χρησιμοποιώντας προσχηματικά την αναζήτηση του ενόχου, να περιγράψει αριστοτεχνικά μια ολόκληρη εποχή. Η σκηνή της πολιτικής συγκέντρωσης του ακροδεξιού απερχόμενου αντιδημάρχου Σαμπιάνι, όπου παρευρίσκονται και οι κομμουνιστές που καταλήγει σε σύγκρουση· η συνάντηση μεταξύ των Καρμπρόνε και των Γκερίνι, των δύο μεγαλύτερων συνδικάτων οργανωμένου εγκλήματος, για να μοιράσουν την πόλη μεταξύ τους· η περιγραφή των φτωχογειτονιών του Πανιέ καθώς ο Τερόζ αναζητά στοιχεία για τους δολοφόνους του Αντουάν, είναι μερικές μόνο από τις καλογραμμένες σκηνές που ζωντανεύουν την Μασσαλία του Μεσοπολέμου μπροστά στα μάτια μας.
Ο Φρανσουά Τομάζο, με το Μασσαλία Εμπιστευτικό, καταφέρνει να σταθεί αντάξιος, συγγραφέων όπως ο Ιζζό, δίνοντας στους αναγνώστες ένα “γνήσιο” μεσογειακό νουάρ, βαθιά πολιτικό και ιστορικό που ταξιδεύει τον αναγνώστη στην Μασσαλία μια άλλης εποχής και του αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση με το "γκρίζο" τέλος του.