Τέλη της δεκαετίας του 70, Ηνωμένο Βασίλειο, Λονδίνο.
I, I live by the river και London Calling, βρετανική μουντίλα και ψιλόβροχο στην μεγαλούπολη, στην Sex & Drugs & Rock & Roll μα γκρίζα επίσης δεκαετία των 70s. Οικονομική στασιμότητα και πληθωρισμός οδηγούν την κυβέρνηση των Εργατικών του Κάλαχαν να πάρει μια σειρά μέτρων που θα βγάλει τα σωματεία στους δρόμους, σε μια από τις μεγαλύτερες απεργίες διαρκείας που θα βαφτίσει τον χειμώνα του ‘78, The Winter of Discontent(Χειμώνα της Δυσαρέσκειας). Ταυτόχρονα, παρακλάδια του IRA, του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, φέρνουν την ένοπλη σύρραξη από την ταραγμένη Βόρεια Ιρλανδία, στην απέναντι μεριά της θάλασσας, στην καρδιά του Ηνωμένου Βασιλείου, και με μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων ταρακουνούν το Λονδίνο. Στο βάθος, και ενώ οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν τις ζωές του, αχνοφαίνονται εκλογές και μαζί με αυτές η ζοφερή Σιδηρά Κυρία της αγγλικής πολιτικής σκηνής.
Αυτό το ταραχώδες πολύβουο Λονδίνο, είναι το σκηνικό του μυθιστορήματος Λονδίνο στις φλόγες του επιτυχημένου Άγγλου συγγραφέα, και όχι του κινηματογραφικού Ζορμπά καθώς πρόκειται για απλή συνωνυμία, Άντονι Κουίν. Αν και έχει στοιχεία τόσο από πολιτικό θρίλερ όσο και από αστυνομικό μυθιστόρημα, το βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί καλύτερα μυθιστόρημα εποχής, ένα χρονικό στο οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει να μας μεταφέρει, ίσως με μια κάποια δόση πουριτανισμού αλλά γενικά με επιτυχία, το κλίμα που επικρατούσε στο Λονδίνο κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Ξεναγοί στο βροχερό Λονδίνο, τέσσερις ετερόκλητοι χαρακτήρες. Η νεαρή αστυνομικός Βίκι Τρες, που μπλέκεται, άθελα της, σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς επιπέδου Τζέιμς Ελρόι, η μαχητική και βραβευμένη δημοσιογράφος Χάνα Στροντ που χάρη στο επάγγελμα της κινείται γύρω από τους κύκλους εξουσίας, ο Κάλουμ Κόνλαν, ο Ιρλανδός ακαδημαϊκός που άθελα του μπλέκεται σε μια υπόθεση που τον ξεπερνά κατά πολύ, και τέλος ο Φρέντι Σελβς, ο καταξιωμένος αν και ολίγον τι κρατικοδίαιτος διευθυντής και σκηνοθέτης του Μεγάρου Μουσικής, χαρακτήρες των οποίων οι ζωές μπλέκονται χάρη στην μοίρα ή καλύτερα χάρη στην συγγραφική πένα. Μπλέκονται καθώς οι τέσσερις τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γίνονται μάρτυρες τον γεγονότων που ταράζουν την Αγγλική πρωτεύουσα. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα.
«Πολλοι βικτωριανοί συγγραφείς δυσκολεύονταν να αντισταθούν σε αυτή. Είναι ένα χρήσιμο τέχνασμα, προκειμένου να συνδέσεις μια μεγάλη ιστορία με πολλούς χαρακτήρες. Ο Ντίκενς ενέδιδε τακτικά σε αυτό. Κάποιος έγραψε για τη Σαρλότ Μπροντέ πως “χρησιμοποιούσε τη δύναμη της σύμπτωσης σε ακραίο βαθμό”. Αν το παρακάνεις, δοκιμάζεις την ευπιστία του αναγνώστη σου. Από την άλλη, η ύπαρξη χαρακτηρίζεται όντως από την τύχη, όπως γνωρίζουμε, μια τυχαία συνάντηση μπορεί πράγματι να συμβεί. Δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε τη σύμπτωση. Η τύχη καθορίζει πολλά.»
O συγγραφέας προοικονομεί στο παραπάνω απόσπασμα τη μομφή που κρύβεται στην τυχαιότητα των συναντήσεων των πρωταγωνιστών του, κάτι που μαζί με την ελλιπή ανάπτυξη τους ως χαρακτήρες και την απότομη προσγείωση των μεμονωμένων ιστοριών τους, που ίσως και να κρύβουν ένα αρκετά (πιο) ενδιαφέρον βιβλίο, κάνουν ένα κατά τα άλλα αρκετά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, να χάνει στα σημεία.
Ένα μυθιστόρημα που αν μη τι άλλο θα καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στο κλίμα των ημερών εκείνων, που, οι διαδηλώσεις εκλείναν τους δρόμους, οι βόμβες σκάγαν στις κεντρικές οδούς, οι παμπ ήταν το το σημείο συνάντησης αλλά και πολιτικών ζυμώσεων, η αστυνομία ήταν διεφθαρμένη και λίγοι πιστή μπάτσοι προσπαθούσαν να την καθαρίσουν. Όλα αυτά, υπό τον ήχο Πανκ μελωδιών, ενώ το Λονδίνο, (είναι) στις φλόγες.