Εξακολουθούσα να βαδίζω πίσω από την κυρία Χέιζ στην τραπεζαρία όταν, πέρα από αυτήν, διέκρινα ξαφνικά ένα ξέσπασμα πρασινάδας – «η βεράντα» έκανε τραγουδιστά η οδηγός μου και μετά, δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, ένα γαλάζιο κύμα πλημμύρισε την καρδιά μου κι από μια ψάθα σε μια πισίνα ήλιου, μισόγυμνη, γονατιστή, γυρίζοντας στα γόνατά της να με ατενίζει πάνω από τα γυαλιά ηλίου της εκείνη, η αγαπημένη μου από τη Ριβιέρα. 154
Ήταν η ίδια παιδίσκη – οι ίδιοι εύθραυστοι μελένιοι ώμοι, η ίδια μεταξένια λυγερή λεπτή πλάτη, τα ίδια καστανόξανθα μαλλιά. Ένα μαύρο μαντίλι με πουά δεμένο γύρω από το στήθος της έκρυβε από τα γερασμένα πιθηκίσια μάτια μου, αλλά όχι και από το βλέμμα της νεανικής μνήμης. τα παιδιάστικα στήθη που είχα θωπεύσει μια αθάνατη ημέρα. Και, θαρρείς πως ήμουν ο παραμυθένιος γαλουχητής κάποιας μικρής πριγκίπισσας (που είχε χαθεί, που την είχαν απαγάγει, που είχε βρεθεί με φτωχικά κουρέλια μέσα από τα οποία χαμογελούσε γλυκά η γυμνότητά της στο βασιλιά και στα λαγωνικά του), αναγνώρισα τη βαθυκάστανη ελίτσα στο πλευρό της. Με δέος και δίψα χαράς (ο βασιλιάς να κραυγάζει από χαρά, οι τρομπέτες να λαμποκοπούν στον ήλιο, ο γαλουχητής να μεθάει απότομα) είδα και πάλι το τραβηγμένο προς τα μέσα υπογάστριο όπου είχε κοντοσταθεί κάποτε το κινούμενο προς τα νότια στόμα μου· κι εκείνους τους ανώριμους γοφούς όπου είχα φιλήσει το οδοντωτό αποτύπωμα της μέσης του σορτς που φορούσε – εκείνη την τρελή, απέθαντη ημέρα πίσω από τους <<<Roches Roses>>. Τα είκοσι πέντε χρόνια που έζησα από τότε λέπτυναν ώσπου να γίνουν ένας αχνός παλμός, και χάθηκαν για πάντα.
Είναι Λογοτεχνία το τι γράφουμε ή το πως το γράφουμε; Κατά πόσο η θεματική στοιχειώνει και καθορίζει την ουσία ενός έργου;
Ενίοτε το θέμα του βιβλίου θα καθορίσει και την τύχη του κατά την έκδοση, ακόμη και αν ο συγγραφέας είναι ένας ήδη καταξιωμένος ρώσος εμιγκρές που ασελγεί περίτεχνα πάνω σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του. Και λίγα βιβλία έχουν δυσκολευτεί τόσο στον δρόμο τους προς το τυπογραφείο, όσο η Λολίτα, το πιο διάσημο έργο του ιδιοφυούς Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ. Βιβλίο αμφιλεγόμενο εν τη γενέσει του, έχει χαρακτηριστεί ως “πορνογραφικό”, “εκλεπτυσμένο αστυνομικό μυθιστόρημα”, “φλερτ του συγγραφέα με την ρομαντική λογοτεχνία”, “το πλέον υπαινικτικό και γλωσσικά παιγνιώδες μυθιστόρημα μετά τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς”. Ως ένα Αριστούργημα.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο: σε μια πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση, το θέμα του βιβλίου είναι η σκοτεινή εξομολόγηση του Χάμπερτ Χάμπερτ, ενός χειριστικού παιδόφιλου που αποπλανεί, εκβιάζει και χειραγωγεί την Λολίτα(Ντολόρες Χέιζ), κορίτσι σε προεφηβική ηλικία. Αποτρόπαιο θέμα, που μπορεί να προκαλέσει, και προκαλεί ακόμη και σήμερα(που η ευαισθησία της κοινωνίας και των αναγνωστών είναι μεγαλύτερη από το παρελθόν), συζητήσεις περί της σχέσης του συγγραφέα με το κειμενό του, με την ηθική της χρήστης θεμάτων όπως η παιδεραστία χωρίς να γίνεται explicit καταδίκη της πράξης στο κείμενο, ακόμη και για την σύνδεση των λυρικών παραλημάτων του Χ.Χ. μέσω της έντεχνης γραφής του Ναμποκοφ με μια θεματική τόσο νοσηρή σαν και αυτή.
Είναι όμως το βιβλίο μόνο αυτό, η φαινομενική επιφάνεια της αφήγησης και της πλοκής; Μέσα απ’ την μονοπρόσωπη και φυσικά αναξιόπιστη εξομολόγηση του μεγαλομανούς και έκλυτου πολυπράγμων Χάμπερτ Χάμπερτ, ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη στην Αμερική των 50s και τον βυθίζει σε ένα χειμαρώδη κείμενο που βρίθει γλωσσικών ακροβασιών, λεκτικών σχημάτων και δημιουργημάτων, από πανέξυπνες διακειμενικές αναφορές και από μικρά κλεισίματα του ματιού προς τον αναγνώστη, που βγάζουν νόημα μόνο αφού ολοκληρωθεί η ανάγνωση και κατακτηθεί μια σφαιρική και πλήρη εικόνα της πλοκής.
Μιας πλοκής που συγκεντρώνει και συγκεράζει θέματα από το σύνολο της Ναμποκοφικής μυθιστοριογραφίας και του οποίου η κατανόηση και η ανάλυση διευκολύνεται από την εξαιρετικη σχολιασμένη έκδοση των εκδόσεων Πατάκη, η οποία σε μια μετάφραση-άθλο από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, συνοδεύεται από πρόλογο τόσο του μεταφραστή όσο και του Αμερικάνου εκδότη, από επίλογο του ίδιου του συγγραφέα(On a Book Entitled Lolita) και από εκτεταμένα ερμηνευτικά σχόλια που θα βοηθήσουν τον, ενδεχομένως τρομοκρατημένο αναγνώστη να ξεδιπλώσει το κουβάρι της αφήγησης.
Γυρνώντας πίσω στην ερώτηση περί της φύσης της λογοτεχνίας, και το αν η ουσία της κρύβεται στο πως ή στο τι, ο γράφων θα απαντήσει ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Ο Ναμπόκοφ θα μας πει σχετικά στο επίμετρο της παρούσας έκδοσης ότι “Υπάρχουν τρυφερές ψυχές που θα αποφαίνονταν ότι η Λολίτα στερείται νοήματος επειδή δεν τους διδάσκει τίποτε. Δεν τυγχάνω ούτε αναγνώστης ούτε συγγραφέας διδακτικών αφηγημάτων και παρά τη διαβεβαίωση του Τζον Ρέυ η Λολίτα δε σέρνει κανένα ηθικό δίδαγμα πίσω της. Για μένα ένα έργο μυθοπλασίας υφίσταται μονάχα εφόσον μου προσφέρει αυτό που ευθέως θα αποκαλέσω αισθητική απόλαυση, δηλαδή μια αίσθηση που είναι κατά κάποιον τρόπο, κάπου, συνδεδεμένη με άλλες καταστάσεις της ύπαρξης όπου η τέχνη (περιέργεια, τρυφερότητα, ευγένεια, έκσταση) είναι ο κανόνας. Δεν υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία. Όλα τα υπόλοιπα είναι είτε εφήμερα σκουπίδια είτε αυτό που ορισμένοι αποκαλούν Λογοτεχνία των Ιδεών, κάτι που πολύ συχνά δεν είναι παρά εφήμερα σκουπίδια που κυκλοφορούν κατά μεγάλους όγκους γύψου και προσεκτικά μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά ώσπου να βρεθεί κάποιος και μ' ένα σφυρί να δώσει ένα γερό χτύπημα στον Μπαλζάκ, στον Γκόρκι, στον Μαν.”
Ένα μεταμοντέρνο λογοτεχνικό ορόσημο που θα αποζημιώσει τον αναγνώστη που θα “κοπιάσει” διαβαζοντάς το.