Αγαπητέ ακροατή, αισθάνεσαι καταπιεσμένος; Αδικημένος; Μπερδεμένος; Ανασφαλής; Αισθάνεσαι ότι επίκειται κάποια καταστροφή; Μήπως έχεις μια αίσθηση ότι όλα πάνε κατά διαόλου; Και δεν εννοώ σε προσωπικό επίπεδο, ούτε καν σε εθνικό. Εννοώ σε παγκόσμιο επίπεδο. Φίλε ακροατή, μη στενοχωριέσαι και μην απελπίζεσαι. Όσο και αν δεν το πιστεύεις, τα πράγματα πριν από 100 χρόνια ήταν πολύ, ΠΟΛΥ χειρότερα για τη συντριπτική πλειονότητα των γήινων. Σύμφωνα με δεκάδες ιστορικές μελέτες, οι άνθρωποι πριν από έναν αιώνα δεν είχαν πόσιμο νερό, ήταν αγράμματοι, αλληλοσκοτώνονταν μαζικά και ζούσαν υπό απολυταρχικά καθεστώτα. Και τώρα υπάρχουν βέβαια άνθρωποι σε τέτοιες καταστάσεις αλλά σταδιακά ο αριθμός τους έχει μειωθεί εντυπωσιακά. Του πλούτου η αχορταγιά -όσο και αν σας ακούγεται αστείο- φαίνεται ότι λειτουργεί ανθρωπιστικά. Από εκεί που ένας στους 5 απολάμβανε τα βασικά, τώρα τα απολαμβάνουν 4 στους 5, και μάλιστα τη στιγμή που ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 50 χρόνια. Γιατί τότε, φίλε ακροατή, να αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει; Μουσική ανάσα με τους Midnight Oil από την Αυστραλία, και επιστρέφουμε.
[...]
Έστω ότι εμφανίζονται ουρανοκατέβατοι οι άνθρωποι. Ξεκινάμε από μονάδες, καθένας παλεύει για τον εαυτό του. Σύντομα όμως δημιουργήθηκαν ομάδες, δημιουργήθηκαν ανταγωνισμοί για τους φυσικούς πόρους, κάθε ομάδα είχε την ιεραρχία της, τελικά οι ομάδες έφτασαν σε ένα σημείο όπου η δύναμη συγκεντρώθηκε σε έναν παίκτη, ας τον πούμε βασιλιά. Ο βασιλιάς πλέον αποτελούσε την ανωτέρα δύναμη και μπορούσε να επιλέξει πόση ελευθερία κινήσεων θα είχαν οι υπήκοοί του. Αυτό που λέμε ελευθερία ή αυταρχισμός είναι η άποψη του βασιλιά για το πόση επίδραση πρέπει να ασκήσει στις επιλογές των υπηκόων του, ώστε να οδηγηθεί πιο κοντά στον στόχο που έχει θέσει. Κάποια στιγμή, φάνηκε ότι όταν ο αρχηγός παίρνει στα σοβαρά την άποψη των υπηκόων του, τότε δημιουργείται ευημερία για τη συντριπτική πλειονότητα της ομάδας. Έτσι οι αρχηγοί άρχισαν να οργανώνουν μεγάλα γκάλοπ που ονομάστηκαν ψηφοφορίες. Επίσης κατοχυρώθηκαν ανθρωπιστικές δράσεις. Όλα αυτά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προέκυψαν ως βελτιωτικά της παραγωγικότητας, το γράσο της κοινωνικής μηχανής. Στον 21ο αιώνα, αξιοποιώντας χιλιετίες ιστορικής, κοινωνικής και επιστημονικής έρευνας, είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για το τι μας φέρνει ή τι μας στερεί την ευημερία, και δεν χρειάζεται να επικαλούμαστε απόψεις και ιδεολογίες.
Το τέλος της Ιστορίας και των ιδεολογιών κυρίες και κύριοι, ο καπιταλισμός και η φωνή της λογικής νίκησα! Η τουλάχιστον θα είχαν νικήσει αν όλοι σε αυτή τη χώρα, εκτός από τον Αριστείδη Καρρά βεβαίως, δεν ήταν τόσο ανορθολογιστές ή όπως πιο χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος, αυτός ο αντικοινωνικός κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Καλιφόρνια τις οποίες αξιοποιεί στο φανταστικό πανεπιστήμιο της φανταστικής πόλης Λιθούπολη, «οι μισοί κυνηγούν ιδεολογικούς ανεμόμυλους και οι άλλοι μισοί συντηρούν ανενόχλητοι την γενικευμένη διαφθορά και παρασιτοκρατία».
Ευτυχώς ήμαστε τυχεροί και ο καθηγητής θα μας δώσει ένα μάθημα σκληρής λογικής, μέσα από το βιβλίο Λιθούπολη, του Δημήτρη Μεσορράχη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία του 2022. Μέσα από μια μονομανή αφήγηση, γνωρίζουμε τον Καρρά και τις περιπέτειες του την Λιθούπολη, όπου ο ορθολογισμός του θα τον φέρει αντιμέτωπο με άτομα του παραδοσιακού κομματικού-ρουσφετοπαραγωγικού σωλήνα και των δύο πλευρών, αλλά και με ομάδες του ευρύτερου φαντασιακού χώρου της πολιτικής ορθότητας, όπως φεμινίστριες, LGBTQ άτομα και οικολόγους. Φυσικά θα βγει νικητής, χάρη στο λαμπρό του πνεύμα, και την ατσάλινη λογική του βεβαίως βεβαίως, και θα τραβήξει προς τη δόξα· θα κερδίσει δικαστικές διαμάχες, θα λύσει το θέμα του ασύλου στα πανεπηστίμια, θα γίνει ο νέος, βραχύβιος δήμαρχος της Λιθούπουλης, θα βρει μάλιστα και το δρόμο του προς το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Μα ότι ανεβαίνει κατεβαίνει, και το πάθος θα έρθει να καταστρέψει την αδιαπέραστη πανοπλία της λογικής που ο Αριστείδης Καρράς φορά, ανατρέποντας τα πάντα.
Η Λιθούπολη ίσως από πρόθεση, είναι μυθιστόρημα με απλό και μη εξεζητημένο ύφος· παίζει μπάλα στο χώρο των ιδεών. Των ιδεών εκείνων που χαρακτηρίζουν τεχνοκράτες, πολιτικά εκείνου του σκληρού κέντρου ισχυρίζεται πως αντιμάχεται τους πάντες, ουσιαστικά κυρίως την αριστερά, και συχνά στρέφεται γλυκοκοιτάζοντας προς τα δεξιά. Των ιδεών που πατάνε πάνω σε έναν ορθολογισμό καλά εδραιωμένη και τεκμηριωμένη, ελκυστικό εκ πρώτης όψεως, μα αποκρουστικό και απάνθρωπο στην πραγματικότητα. Έναν ορθολογισμό που θα ισχυριστεί ότι τα κεκτημένα με αγώνες και αίμα δικαιώματα ήταν παραχωρήσεις εις χάρης της παραγωγικότητας, που θα αντιμετωπίσει σοβαρά ζητήματα όπως τα δικαιώματα κοινωνικών ομάδων ως απλή στατιστική και αριθμούς, σκοτώνοντας στο ενδιάμεσο την ανθρωπολογία, που θα υπερασπιστεί τις θέσεις του ενάντια σε φανταστικούς εχθρούς, ρητορεύοντας χωρίς αντίπαλο στα πλαίσια του μυθιστορηματικού σύμπαντος σαν ραδιοφωνικός παραγωγός με κατεβασμενες τις τηλεφωνικές γραμμές.
Αν δεν ήταν τόσο μονόπλευρο, τότε το βιβλίο θα μπορούσε να σταθεί ως σάτιρα, τόσο του χώρου των ορθολογistas golden boys, όσο και των social justice warriors στην άλλη πλευρά, των ελάχιστων αλλά πολύ ηχηρών luben στοιχείων που καμιά φορά θα δώσουν πάτημα στους Αριστείδηδες της πραγματικότητας. Θα μπορούσε ακόμη και να αναπτύξει τις “ορθολογικές” του ιδέες με πιο μυθιστορηματικό τρόπο, κάτι που θα του έδινε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αντίθετα, παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του και εκπίπτει στην χωρίς φαντασία και χωρίς αντίπαλο, παρουσίαση, των τόσο ανώτερων και τελεσίδικων ιδεών του πρωταγωνιστή, πιθανώς και του συγγραφέα. Ίσως και του εκδοτικού, που στο έργο του Δημήτρη Μεσορράχη μπορεί να είδε κάτι από Houellebecq.