Μια άλλη μέρα πηγαίνουν στην παιδική χαρά. Ο Νέλσον φοβάται τις κούνιες. Ο Λαγός του λέει να κρατηθεί γερά και τον σπρώχνει απαλά από μπροστά, ώστε ο μικρός να τον βλέπει. Αυτός γελάει, τον παρακαλεί «κατέβω τώλα», βάζει τα κλάματα, «κατέβω τώλα, κατέβω τώλα, μπαμπά-καα». Ο Λαγός πονοκεφαλιάζει ελαφρώς όσο ο μικρός παίζει στην άμμο. Πηγαίνει στο υπόστεγο, όπου ο γδούπος της λαστιχένιας μπάλας στη σκεπή και το κλικ από τα πούλια της ντάμας ανασύ- ρουν από μέσα του μνήμες και το αεράκι φέρνει μαζί με το σούσουρο των παιδιών την ξεχασμένη μυρωδιά απ' τη λεπτή πλαστική κορδέλα που φτιάχνει βραχιόλια και κορδόνια για σφυρίχτρες, από την κόλλα και απ' τον ιδρώτα στα χερούλια των οργάνων γυμναστικής. Συνειδητοποιεί την αλήθεια: ό,τι έχει χάσει απ' τη ζωή του τον έχει εγκαταλείψει αμετάκλητα, δεν υπάρχει περίπτωση να το ξαναβρεί. Όπου κι αν τρέξει να ξεφύγει, δεν θα το ανακτήσει. Ήταν εκεί, κάτω απ' την πόλη, σ' αυτές τις μυρωδιές και τις φωνές, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Η πληρότητα τελειώνει όταν πληρώνουμε τα λύτρα μας στη Φύση, όταν γεννάμε παιδιά για χάρη της. Ύστερα εκείνη ξεμπερδεύει μ' εμάς και γινόμαστε, πρώτα εσωτερικά και μετά και εξωτερικά, σκουπίδια. Ξεροί μίσχοι λουλουδιών.
Μπρούερ, Πενσιλβάνια, στα 1959. Αμερικανική μεταπολεμική φρενίτιδα, εποχή του Αϊζενχάουερ, κομφορμισμός, καταναλωτισμός, επίπλαστος καπιταλιστικός υλισμός και το Αμερικανικό όνειρο για κοινωνική ανέλιξη και γρήγορο πλουτισμό. Η ζωή στα προάστια, τα φράγκα και τα αμφιβόλου χρησιμότητας αγαθά που όλοι κυνηγούν, σαθρή οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί, φαντάσματα της μετεφηβείας και ενήλικοι-παιδιά που αναζητούν ταυτότητα.
Ο Χάρι Άνγκστρομ, γνωστός και ως “Λαγός”, είναι ο τυπικός λευκός άντρας της εποχής του. Είναι παντρεμένος με την Τζάνις και έχουν ένα γιο, ενώ περιμένουν σύντομα το δεύτερο τους παιδί, έχει μια δουλειά ως πωλητής, που του αποφέρει λεφτά αλλά ενδόμυχα την μισεί, έχει το δικό του σπίτι και αμάξι, ενώ περιστασιακά καταφεύγει στην βοήθεια των γονιών του ή και των πλούσιων πεθερικών του.
Όπως και για τους περισσότερους της γενιάς του, η ζωή του Λαγού μοιάζει να έχει “πικάρει” ήδη· η πιο λαμπρή του στιγμή μοιάζει να είναι μακριά στο παρελθόν, πίσω στο λύκειο όταν ήταν το αστέρι της όμαδας μπάσκετ του σχολείου του. Σε ίσιες δόσεις εγωιστής, αμοραλιστής, και κάτι από ανίδεος, αισθάνεται ότι θα πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό, από την αποχαυνωτική ματαιότητα της ζωής των προαστίων. Ψάχνει το μεγάλο απροσδιόριστο κάτι άλλο και μια μέρα, παρατά το παιδί του και την έγκυο, βαρετή και ακαμάτα γυναίκα του και φεύγει.
Φεύγει ακούγοντας το στερεοτυπικό και τυπικά Αμερικανικό κάλεσμα της άγριας φύσης, και μπαίνοντας στο αυτοκίνητό του κινείται νοτιοδυτικά θέλοντας να φτάσει σε μια επίπλαστη εικόνα της Φλόριντα, να ξαπλώσει στις παραλίες της εκεί που είναι πάντα καλοκαίρι και να αρχίσει πάλι από την αρχή. Δεν φτάνει όμως μακριά, καθώς ο δρόμος αλλά και το μυαλό του κρύβει μαιάνδρους, και προτού περάσει μια μέρα ξαναβρίσκεται στο Μπρούερ και στα προβλήματά του, παλιά και νέα, αποφασισμένος πάραυτα να συνεχίσει την βραχύβια επανάσταση του.
To Λαγές Τρέξε, είναι ένα από τα διασημότερα έργα του Αμερικανού συγγραφέας Τζον Άπνταϊκ, και το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης τετραλογίας με πρωταγωνιστή του “Λαγό” Χάρι Άνγκστρομ, η οποία συμπληρώνεται από τα Ο Λαγός Επιστρέφει, Ο Λαγός Έχει Λεφτά και από το Ο Λαγός Αναπαύεται, και καλύπτει με κάθε ένα και μια δεκαετία από την πρόσφατη Αμερικανική, μεταφέροντας το κλίμα, τις αλλαγές και την ψυχοσύνθεση του μέσου αμερικάνου που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του πρώην μπασκετμπολίστα.
Μέσω του συχνά αντιπαθητικού πρωταγωνιστή του αλλά και των δευτεραγωνιστών, ο Άπνταϊκ σκιαγραφεί την μεταπολεμική Αμερικανική κοινωνία και καταφέρνει να μιλήσει για θέματα όπως το σεξ και η σεξουαλική απελευθέρωση που έπεται στα επόμενα χρόνια, για τον γάμο, ένα θεσμό υπό κατάρρευση και μόνιμη κρίση, για την θρησκεία την εκκλησία και την πίστη, για την ταυτότητα και την επανεφεύρεση αυτής πέρα από τα συμβατικά όρια των μέχρι τότε Αμερικανικών δεδομένων. Πάνω από όλα καταφέρνει, να δημιουργήσει ένα πορτρέτο της rural Αμερικής των 50s, ολοκληρωμένο χάρη στην μοντερνιστική αφήγηση και στην βαθιά αποκαλυπτική τομή στις μύχιες σκέψεις των χαρακτήρων που φανερών τα άγχη και τα πάθη του μέσου ανθρώπου της εποχής.
Η ελληνική έκδοση του βιβλίου που έχει μεταφραστεί από τον Πάνο Τομαρά, συμπληρώνεται από το επίμετρο της Σώτη που ρίχνει περισσότερο φως στο υπόβαθρο και στα θέματα του εξαιρετικού αυτού έργου.
Ο Τζον Άπντάικ (1932-2009) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Γνωστός κυρίως για την τετραλογία του με ήρωα τον Ράμπιτ Άνγκστρομ, κέρδισε δύο βραβεία Πούλιτζερ για τα μυθιστορήματα "Ράμπιτ είναι Πλούσιος" και "Ράμπιτ στην Ανάπαυση". Η γραφή του διακρινόταν από ακριβή, κομψή πεζογραφία και βαθιές ψυχολογικές αναλύσεις της αμερικανικής προαστιακής ζωής. Πολυγραφότατος συγγραφέας με πάνω από 60 βιβλία, υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού The New Yorker και μια από τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές φωνές της εποχής του.