Έγραφα για ένα παράδοξο – ότι η γη φλέγεται αλλά εμείς εξακολουθούμε να τη βρίσκουμε παγωμένη και δυσπρόσιτη. Ότι δε νιώθουμε να είμαστε στο σπίτι μας. Ότι παρά την αποστασιοποίηση μας, την αδυναμία μας να βιώσουμε τον εαυτό μας ως φύση – ή ίσως εξαιτίας αυτής της αδυναμίας – βρισκόμαστε σε κρίση. Φυσικά, αυτό το ‘εμείς’ ήταν στην πραγματικότητα ένα ‘εγώ’, μια καθολίκευση του προσωπικού μου πανικού. Ήξερα, ωστόσο, ότι δεν ήμουν μόνος μέσα σ΄ αυτές τις σχέψεις, ακόμη κι αν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγα μπορεί να φαίνονταν στους άλλους απαράδεκτα, ίσως και ακατάληπτα. Έγραφα ότι αντιμετωπίζουμε έναν απροσμέτρητο κίνδυνο, υπό την έννοια ότι είναι αδύνατον να ποσοτικοποιηθεί. Έναν εξωτερικό παράγοντα, που αργά ή γρήγορα θα κρύψει τον ήλιο. Έγραφα για πανδημίες και για το λιώσιμο των παγετώνων, για πόλεις βυθισμένες στο νερό και για εκατομμύρια κλιματικούς μετανάστες, για ένα μέλλον όπου κάθε φωνή που θα δήλωνε πίστη στις οικουμενικές ανθρώπινες αξίες θα σαρωνόταν από έναν βάναυσο φυλετισμό. Έγραφα για ένα σύστημα που τελικά θα κατάφερνε να ξεφορτωθεί εντελώς τη δημόσια πολιτική ζωή και θα την αντικαθιστούσε με το αλισβερίσι: ένα μαύρο κουτί, που κανένας δε θα μπορούσε να το εποπτεύει, ορατό μονάχα στα συναλλασσόμενα μέρη. Δε θα υπήρχαν δικλείδες ασφαλείας, δε θα υπήρχε δυνατότητα να αμφισβητηθούν οι αποφάσεις των συναλλασσόμενων, δε θα υπήρχαν ‘δικαιώματα’, παρά μόνον η ωμή άσκηση της εξουσίας.
Ο ανώνυμος αφηγητής, ένας προοδευτικός συγγραφέας μετρίου βεληνεκούς και περιορισμένης αναγνωρισιμότητας, βρίσκεται σε αδιέξοδο· συγγραφικά δυσκολεύεται να προχωρήσει το νεότερο βιβλιο του, ενώ ταυτόχρονα σε προσωπικό επίπεδο τον βασανίζουν απροσδιόριστα συναίσθηματα αλλοτρίωσης, άγχους και προσωπικής ανεπάρκειας απέναντι σε μια επικείμενη καταστροφή που δεν μπορεί να κατονομάσει και ο ίδιος αλλά νιώθει να έρχεται. Ο Νεουορκέζος συγγραφέας βρίσκει την διέξοδο από την κακή επαγγελματική και ψυχολογική του κατάσταση που έχουν αρχίσει να επηρεάζουν την σχέση του με την οικογένεια του, στην τρίμηνη υποτροφία του Κέντρου Ντόιτερ, που του δίνει την ευκαιρία να μετακομίσει στο Βερολίνο για τρεις μήνες και να δουλέψει από την άνεση των εγκαταστάσεων του ερευνητικού ιδρύματος, ενώ παράλληλα να αναστοχαστεί και να ξεπεράσει τα προσωπικά του θέματα, γυρνώντας έτσι, στην οικογένεια του, άλλος άνθρωπος.
Το ερευνητικό ίδρυμα Ντόιτερ όμως δεν αυτό που ο διαταραγμένος και αναξιόπιστος αφηγητής περίμενε, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του να γράψει για τους ρομαντικούς Γερμανούς συγγραφείς του 18ου αιώνα, καταλήγει μέσα από την αλληλεπίδραση του με τους υπόλοιπους υποτρόφους και την προσωπική του διαφωνία και δισφορεία ως προς τους κανόνες λειτουργίας που διέπουν το ίδρυμα, να χειροτερέψει την κατάσταση του. Σταματά να δουλεύει, παραμελεί τον εαυτό του και περνά τις μέρες του βλέποντας online σειρές· τον τραβάει το Blue Lives, μια αστυνομική σειρά που προπαγανδίζει κυνικά ότι η δύναμη και η βία είναι οι μόνες αλήθειας αυτού του κόσμου και σε διάφορα σημεία η σειρά μοιάζει να παραθέτει κομμάτια φιλοσοφικών έργων. Από ένα γύρισμα της τύχης και καθώς με τη συμπεριφορά του φλερτάρει καθημερινά με την αποβολή από το Κέντρο Ντόιτερ, ο αφηγητής θα συναντήσει και θα γνωρίσει από κοντά το σεναριογράφο της σειράς, μια συνάντηση που θα τον φέρει σε επαφή με τον ρυπαρό alt-right σύμπαν και θα τον σπρώξει στο χείλος της καταστροφής.
Το Red Pill του Χάρι Κούνζρου, που στα ελληνικά μεταφράστηκε με τον τίτλο Κρέας για του Λύκους από τις εκδόσεις Δώμα, είναι ένα μυθιστόρημα που “παίζει” και συνομιλεί μια μια πληθώρα διαφορετικών ιδεών. Γερμανοί Ρομαντικοί, ο φετιχισμός της αυτοκτονίας, η κλασική σύγκρουση υλισμού και πνευματισμού, Πανόπτικον - αναφορές σε μια κοινωνία που τίποτα δε μένει κρυφό και παραλληλισμός της μέσα την Ανατολική Γερμανία και την πανταχού παρούσα Στάζι και τέλος οι σύγχρονες, παραληρηματικές και ρατσιστικές alt-right υποκουλτούρες που ανθίζουν στις όχι πάντα σκοτεινές γωνίες του διαδικτύου.
Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενός όχι και τόσο αξιόπιστου αφητή, ο Κούνζρου σχηματίζει ένα μωσαϊκό ιδεών που αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη σκοτεινή πραγματικότητα και αποτελεί μια κριτική για την σύγχρονη αλοτριομένης κοινωνία αλλά και ως προς την πολιτική πραγματικότητα, στηλιτεύοντας τις, μη παραδοσιακές ιδέες, που έχουν επικρατήσει στον δημόσιο διάλογο της Αμερικανικής πολιτικής σκηνής κυρίως αλλά και online.
Ο τίτλος του βιβλίου ( που η ελληνική έκδοση δυστυχώς άλλαξε ) είναι αναφορά στη ταινία Matrix και την επιλογή, αναφορά με την σειρά της στο μύθο του σπηλαίου, του πρωταγωνιστή να διαλέξει μεταξύ ενός μπλέ χαπιού που θα του επιτρέψει να συνεχίσει να ζει ευτυχισμένος μέσα στις ψευδαισθήσεις του ή ενός κόκκινου που θα του δείξει τον πραγματικό κόσμο με ότι αυτό συνεπάγεται, ενώ ταυτόχρονα αποτελεία αναφορά και στον αντίστοιχο διαδικτυακό όρο που απαντάται κυρίως σε διάφορες ακροδεξιές υποκουλτούρες δικτύων όπως το twitter και το 4chan. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ένεκα και ίσως χάρη στην διαλυμένη σχεδόν ψυχολογική του κατάσταση, διαλέγει το δικό κόκκινο χάπι, που έχει την μορφή των αποκαλύψεων και των εμπειριών που έχει στο Βερολίνο. Ένα χάπι που θα του αποκαλύψει έναν ρυπαρό και σκοτεινό κόσμο που οι δυνατοί κυριαρχούν στους αδύναμους και θα τον σπρώξει στην αναπόφευκτη προσωπική καταστροφή και τραγωδία.
Ο Χάρι Κούνζρου μας δίνει ένα μοντέρνου μυθιστόρημα που αναμετράται με τα “κλασσικά” αβυσσαλέα βάθη του ανθρώπινου ψυχισμού. Με εξαιρετική γραφή και εξερευνώντας, ίσως πολλές, ιδέες, ο συγγραφέας υπογράφει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που στο τέλος ίσως καταφέρνει να αντιστρέφει τον σκοτεινό τίτλο που επέλεξε η ελληνική έκδοση και να συμπληρώσει αισιόδοξα ή ίσως αθώα την φράση σε “Ο άνθρωπος μόνος του είναι κρέας για τους λύκους”. Ένα μυθιστόρημα ιδεών, ένα χρονογράφημα των παρανοιών και των εμμονών της εποχής μας.