Καιρός

Ένας έρωτας κατά τα τελευταία χρόνια της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας

Στο συζυγικό κρεβάτι αυτός ξαπλώνει στην πλευρά που και τά τα άλλα κοιμάται η γυναίκα του και δίνει στο κορίτσι τη δική του πλευρά. Με καμία από τις ερωμένες του δεν είχε βρεθεί ποτέ στο συζυγικό κρεβάτι. Μπορεί, λέει, να μην έχει στύση τώρα, έχω πιει πάρα πολύ, και είμαι σε πολύ μεγάλη διέγερση. Δεν έχει καμία σημασία, λέει αυτή, και τον χουφτώνει. Στο καθιστικό, όπου οι ουράνιες στρατιές και η υπό εξέταση ανθρωπότητα έχουν μείνει τώρα μόνοι, γίνεται εντωμεταξύ ο διαχωρισμός: Στην αριστερή πλευρά περιμένει τους αμαρτωλούς το κολαστήριο πυρ που φουντώνει, στη δεξιά πλευρά τούς μακάριους ένα μέλλον στο οποίο υπάρχει μόνο μία και μοναδική διαρκής ημέρα και ποτέ νύχτα ξανά. Voca me cum benedictis, τραγουδούν πνευματικές φωνές στον μαύρο δίσκο που περιστρέφεται ακόμα στο πικάπ. Όποιος γυρίσει τώρα μια τελευταία φορά και από την ανεπανόρθωτη απόσταση κοιτάξει πίσω στη γη θα δει πόσο μακρύς ήταν στην πραγματικότητα ο δρόμος απ' το μνήμα μέχρι ενώπιον του δικαστηρίου. Σχεδόν δύο ολόκληρες οκτάβες, με βήματα ημιτονίων μόνο ανέβηκε προς τα πάνω, μέσ' απ' την παχύρρευστη μάζα ελπίδας και φόβου.
Όταν στη θέση των αναστεναγμών και των θρήνων επέρχεται σιγή, τα δυο σώματα κείτονται απλωμένα στο σκοτάδι το ένα δίπλα στ' άλλο. Ποτέ ξανά δεν θα είναι όπως σήμερα, σκέφτεται ο Χανς. Έτσι θα είναι τώρα για πάντα, σκέφτεται η Καταρίνα. Μετά ο ύπνος σβήνει όλες τις σκέψεις, και ό,τι τους συνέβη, ενώ αυτοί θα κείτονται αναπνέοντας ο ένας δίπλα στον άλλον, θα εγγραφεί στον φλοιό του εγκεφάλου τους.
notion image
Καιρός, Τζέννυ Ερπενμπέκ. Βραβείο Booker 2024.
Literary Romance;
Μοίρα ή τυχαιότητα, ντετερμινιστικό πεπρωμένο ή χαοτική αταξία, είναι η μικρές στιγμές που αφήνουν μεγάλα αποτυπώματα στις ζωές των ανθρώπων. Για τον Χανς και την Καταρίνα, αυτή η η μικρή στιγμή ήταν τον Ιούλι του 1986, στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, στο Ανατολικό Βερολίνο, όταν, σ' ένα λεωφορείο, διασταυρώθηκαν τυχαία τα βλέμματά τους.
Εκείνη, δεκαεννέα ετών, ενθουσιώδη φοιτήτρια, ανυπόμονη για την ζωή που περιμένει μπροστά της.
Εκείνος, πολύ μεγαλύτερος, παντρεμένος με ένα παιδί, καταξιωμένος συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός, μ’ ένα σκοτεινό παρελθόν και με μυστικά από εκείνα που χαρακτηρίζουν αυτούς που έζησαν και μεγάλωσαν τα χρόνια μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη διάσπαση της Γερμανίας.
Ερωτεύονται παράφορα, κυριεύονται από μια έλξη που επισκιάζει την διαφορά ηλικίας τους. Οι αρχικές αντιδράσεις του κατά τα άλλα γυναικά Χάνς κάμπτονται, η Καταρίνα ενθουσιάζεται και σχεδόν τυφλώνεται από την αίγλη την ευρυμάθεια και το ενδιαφέρον που δείχνει ο μεγαλύτερος και καταξιωμένος άνδρας για αυτή.
Η άβυσσος της ευτυχίας: κλεφτά ραντεβού για φαγητό στα σοβιετικής αισθητικής βερολινέζικα εστιατόρια, μουσική και λογοτεχνία, τέχνες και έρωτας, και για αφροδισιακό η μυστικότητα που χαρακτηρίζει την παράνομη φύση της σχέσης τους.
Οι βασανιστικές στιγμές πριν ένα προδιαγεγραμμένο τέλος που όλο αναβάλλεται. Μια απιστία γεννημένη από την ασφυκτική πίεση που φέρνει η απόσταση, δημιουργεί σύννεφα στην σχέση των δύο εραστών. Εκείνη γεμάτη τύψεις και ανασφάλεια για το σφάλμα της, εκείνος αφοριστικός, εμμονικός και σχεδόν κακοποιητικός, δυό άτομα μπλεγμένα σε μια τοξική σχέση που ψυχορραγεί και το μόνο που την κρατά ζωντανή είναι οι αναμνήσεις των καλύτερων ημερών που έχουν πια περάσει.
Σχεδόν αλληγορικό σχήμα για την ίδια την χώρα τους, την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία στο background αποσυντίθεται εκ των έσω: Γκλασνοστ, Περεστρόικα, διαδηλώσεις, η πτώση του τείχους, η Δύση που καταπίνει την Ανατολή και η επανένωση των δύο Γερμανιών. Η σαρωτική δύναμη της Ιστορίας παρασέρνει τα πάντα στο διάβα της, τα αλλάζει, και όπως και με την σχέση του Χανς με την Καταρίνα, αφήνει πίσω μόνο αναμνήσεις, καλές και κακές.
Ο Καιρός της Τζέννυ Ερπενμπέκ, που δανείζεται τον τίτλο του από τον Θεό της Ευτυχούς στιγμής των Αρχαίων Ελλήνων, και κέρδισε το βραβείο Booker για την χρονιά 2024, είναι ένα βιβλίο που εστιάζει στις στιγμές. Στις περασμένες στιγμές που έχουν άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο αντίκτυπο στις πορείες των ανθρώπων, ενίοτε και των χωρών. Με όχημα τις ευτυχισμένες αλλά και τις δυστυχισμένες στιγμές της Καταρίνα και του Χανς, η συγγραφέας που γεννήθηκε και η ίδια στην Λαοκρατική Δημοκρατίας της Γερμανίας, αναπλάθει τα τελευταία χρόνια μιας χώρας που δεν υπάρχει πια παρά μόνο ως ανάμνηση. Στηλιτεύει τόσο στα καλά όσο και στα κακά, παρουσιάζοντας τα μέσα στο πυκνογραμμένο και γεμάτο με αναφορές σε μέρη, κείμενα, ανθρώπους και τεχνουργήματα που δεν υπάρχουν πια, τόσο από την ματιά του Χανς, όσο και με αυτή της Καταρίνα, δύο ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και συνεπώς διέπονται από διαφορετικές οπτικές για τον σοσιαλισμό και για την κοινωνία.
Ένα καλογραμμένο και συναισθηματικά φορτισμένο μυθιστόρημα, ο Καιρός που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη, καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τα ψηλά αλλά και τα χαμηλά μιας ερωτική σχέσης, μια σχέσης που γίνεται στην πορεία τοξική, και ταυτόχρονα να ανασκευάσει το παραπαίον Ανατολικό Βερολίνο. Γραμμένο ως μια ανασκόπηση της Καταρίνα μετά από χρόνια – λίγο μετά το θάνατο το Χανς – το βιβλίο διαβάζεται ως μια μεγάλη εξερεύνηση των αναμνήσεων, γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο και με αριστοτεχνική χρήση του ευθύ πλάγιου λόγου, μια ανασκόπηση που παρά την μεγάλη κοιλιά που κάνει στα μισά του βιβλίο, όχι τυχαία στο κομμάτι που η σχέση των δύο εραστών έχει γίνει πλέον ανυπόφορη, αποζημιώνει στο τέλος τον αναγνώστη με την εξαιρετική παρουσίαση των δυσκολιών και των αλλαγών που έφερε η πτώση του Τείχους και η Επανένωση στους κατοίκους της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ό,τι ήτανε οικείο έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Το καλό, όπως και το κακό, οικείο. Και το ελλιπές επίσης, που της Καταρίνα της αρέσει, ίσως επειδή είναι πιο κοντά απ' όλα στην αλήθεια. Αντί γι' αυτό σε λίγο θα εισβάλει η τελειότητα – και θα διαλύσει ή θα προσαρτήσει ό,τι δεν θα μπορεί να της αντισταθεί: απ' τα ρούχα που ράβουνε μόνοι τους μέχρι τις παλιές πολυκατοικίες στο Πρεντς-λάουερ Μπεργκ, απ' το λιθόστρωτο με τις τρύπες μέχρι τις λέξεις για πράγματα που μετά δεν θα χρειάζεται κανένας πια. Οι λείες, άψογες επιφάνειες θα ρίξουνε τις σκέψεις για όλα όσα είναι πρόσκαιρα στη λήθη. Το ψωμί θα έχει άλλη γεύση, στους δρόμους ξένοι άνθρωποι θα περνάνε μπροστά από ξένα μαγαζιά, θα κυκλοφορούν με ξένα αμάξια, με ξένα χρήματα στην τσέπη. Οι συνοικίες στις οποίες η Καταρίνα μέχρι τώρα ήτανε σαν στο σπίτι της δεν θα 'ναι ποτέ ξανά όσο ήρεμες κι όσο άδειες τις ήξερε όλη της τη ζωή. Ήδη από τώρα αρχίζει να μυρίζει διαφορετικά στους ανατολικούς τομείς της πόλης, καλο-αρωματισμένοι Δυτικοβερολινέζοι επισκέπτονται δρόμους που έχουν πάρει τ' όνομά τους απ' τον πρόεδρο των εργατών της ΓΛΔ τον Βίλχελμ Πικ, απ' τον Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Δημητρόφ, απ' τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Ο’το Γκρότεβολ – ονόματα που δεν τους λένε τίποτα. Το επίθετο «γκρίζα» χρησιμοποιούν εκείνοι για να περιγράψουνε το κομμάτι της πόλης στο οποίο δεν υπάρχουνε διαφημιστικές αφίσες. Όταν αντιθέτως κινείται η Καταρίνα στη Δύση, νιώθει σαν ένα κακό αντίγραφο των ανθρώπων που έχουν εκεί την καθημερι νότητά τους, νιώθει σαν απατεώνισσα που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή ν' αποκαλυφθεί. Με τα μάτια της, που στ' άλλο μισό της πόλης είναι ξένα μάτια, βλέπει στα μαγαζιά της Δύσης να απαντιέται μ' ένα προϊόν ό,τι ανάγκη μπορεί να φανταστεί και νείς, η ελευθερία της κατανάλωσης της φαίνεται σαν λαστιχένιος τοίχος που χωρίζει τους ανθρώπους απ' τις λαχτάρες τους, που βρίσκονται στην άλλη πλευρά των προσωπικών αναγκών τους. Είναι άραγε πιθανό να 'ναι κι αυτή σε λίγο απλώς πελάτισσα;