Το πρώτο που είδε ήταν ένα άλογο, ξαπλωμένο. ακίνητο πάνω στην άμμο.
Για μια στιγμή στάθηκε και κοίταξε έκπληκτος. Σκέφτηκε πως συνέχιζε να ονειρεύεται. Μετά κατάλαβε πως το ζώο που είχε ξαπλώσει εκεί όπου έσκαγε το κύμα ήταν αληθινό. Για ποιο λόγο το άλογο ήρθε να πεθάνει μπροστά στην πόρτα του;
[...]
Έσκυψε έξω από το παράθυρο για να δει καλύτερα. Δεν υπήρχε ψυχή, ο ψαράς που ξεκινούσε κάθε πρωί με τη βαρκούλα του για ψάρεμα από τη διπλανή παραλία ήταν μια μαύρη κουκκίδα βαθιά στη θάλασσα. Πάνω στην άμμο, κοντά στη θάλασσα, οι οπλές του αλόγου είχαν αφήσει τα ίχνη τους, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει από πού ξεκινούσαν.
Μάλλον το άλογο είχε έρθει από μακριά.
Φόρεσε βιαστικά το παντελόνι και το πουκάμισό του, άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε στη βεράντα και κατέβηκε στην παραλία.
Όταν έφτασε κοντά στο ζώο και το κοίταξε, ένιωσε μεγάλο θυμό.
«Μπάσταρδοι!»
—
Όταν ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο ανοίγει αγουροξυπνημένος τα μάτια του, έχοντας ακόμη στο στόμα την γεύση του εφιάλτη που τον ξύπνησε, αντικρίζει κοντά στο σπίτι του, το κουφάρι ενός δολοφονημένου με βάναυσο τρόπο αλόγου. Βρίζοντας θεούς, δαίμονες και την σκληρότητα τον ανθρώπων, καλεί τους υφισταμένους του, του τμήματος της Βιγκάτα, φανταστικής πόλης της Σικελία του αστυνομικού τμήματος της οποίας είναι ανώτερος αξιωματικός, σε βοήθεια· θα αντιμετωπίσει ετούτη την δολοφονία σαν να πρόκειται για άνθρωπο. Όμως, σύντομα και πριν προλάβουν να το ερευνήσουν περισσότερο, το πτώμα εμφανίζεται κάτω από τις μύτες τους. Λίγες ώρες αργότερα μια νεαρή καλλονή εμφανίζεται στο αστυνομικο τμήμα για να δηλώσει την απαγωγή του αλόγου της, ενός αλόγου αγώνων στους οποίους η νεαρή αμαζόνα συμμετέχει, το οποίο εξαφανίστηκε, μαζί με ένα ακόμη άλογο, από τους σταύλους του Σαβέριο Λο Ντουκα, ενός από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του νησιού.
Ενώ αναζητά το κλεμμένο κουφάρι και τους λόγους που έγινε εξαρχής η απαγωγή, ο Μονταλμπάνο θα πέσει σύντομα σε ένα πτώμα, ανθρώπου αυτή τη φορά, εγκαταλειμμένο στην ερημία, ενώ ταυτόχρονα θα βρεθεί να τον παρακολουθούν άνθρωποι της Μαφία που φαίνεται να πιστεύουν, εσφαλμένα, ότι έχει κάτι “δικό τους” στην κατοχή τους. Διαφορετικές υποθέσεις που φαίνεται να μπλέκονται ύποπτα, ένας Μονταλμπάνο οξυδερκής, διαισθητικός και αυτοδίκαιος, μια femme fatale, οι παλιές αρχοντικές οικογένειες της Σικελία, η Μαφία, οι παράνομοι αγώνες ιππασίας, η μεσογειακή κουζίνα, ο ήλιος, mare nostrum, Σικελία και η δαιμόνια πένα του Αντρέα Καμιλλέρι.
Μεσογειακό νουάρ, και στο δωδέκατο βιβλίο της σειράς, επιβεβαιώνοντας τον τίτλο του, ο Σάλβο Μονταλμπάνο κυνηγά Ίχνη στην άμμο, χάνοντας συχνά, παρά την διάσημη διαίσθηση του το νήμα της υπόθεσης. Η γραφή του Καμιλλέρι που είναι όπως πάντα απολαυστική, ένα αυταπόδεικτο τεκμήριο της δημοφιλίας της σειράς τόσο στην Ιταλία όσο και διεθνώς, καταφέρνει να μας μεταφέρει στην Σικελία, στον ζεστό, παραδοσιακό και όμορφο Ιταλικό Νότο, στην βουτηγμένη στην διαφθορά και στην δημιουργική αναρχία ιδιαίτερη πατρίδα του που φυσικά θυμίζει και κάτι από Ελλάδα. Ατού πέρα από το μεσογειακό σκηνικό, ο σαρκαστικός και ιδιόρρυθμος πρωταγωνιστής, που και εδώ, όπως και στα πρόσφατα βιβλία της σειράς, έρχεται αντιμέτωπος με την ηλικία του που έχει πάρει την ανιούσα, κάτι που αρνείται με μανία, ξορκίζοντας τα γηρατειά με έρωτα, γευστικό φαγητό και κυνηγώντας εγκληματίες, αλλά και οι υπόλοιποι γνωστοί πλέον χαρακτήρες του τμήματος της Βιγκάτα όπως ο Καταρέλα, ο Φάτσιο και ο Μίμι.
Τοποθεσία, χαρακτήρες, πλοκή και γραφή· το Ίχνη στην άμμο, είναι ένα βιβλίο που θα το απολαύσουν οι λάτρεις της σειράς αλλα και θα προκαλέσει τους αμύητους που θα το πιάσουν στα χέρια τους, να γνωριστούν καλύτερα με το φανταστικό σύμπαν του Αντρέα Καμιλλέρι.