Ήλιος του Αυγούστου

Έγκλημα στην Σικελλία κάτω από τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο.

«Μήπως έχεις κάτι να μου πεις;»
«Ναι».
«Σε ακούω, λέγε».
«Λένε: παρακαλώ».
«Ρώτα».
«Που τη σκότωσαν;»
«Εκεί που τη βρήκαμε».
«Ακριβώς;»
«Δίπλα σε αυτό που θα γινόταν μπαλκονόπορτα του σαλονιού».
«Είσαι σίγουρος;»
«Σιγουρότατος».
«Γιατί;»
«Εκεί ακριβώς είχε σχηματιστεί μια λιμνούλα αίματος».
«Αλλού;»
«Δε βρέθηκε τίποτα πουθενά».
«Μόνο αυτή η λιμνούλα;»
«Αυλάκια αίματος από εκείνη τη λίμνη μέχρι το μπαούλο».
«Βρήκατε το όπλο;»
«Όχι».
«Δακτυλικά αποτυπώματα;»
«Χιλιάδες».
«Ακόμη και στο νάυλον που ήταν τυλιγμένο το σώμα;»
«Εκεί δε βρέθηκε κανένα».
«Βρήκατε τίποτα άλλο;»
«Την κολλητική ταινία για τα πακέτα. Ίδια με κείνη που χρησιμοποιήθηκε για τις πόρτες και τα παράθυρα».
«Ούτε πάνω σ’ αυτα υπήρχε κάποιο αποτύπωμα;»
«Κανέναν».
«Τίποτα άλλο;»
«Όχι».
«Άντε γαμήσου».
«Και συ».
Ωραίο διάλογος. Σύντομος, κοφτός, όπως στις τραγωδίες του Βιττόριο Αλφιέρι.
Όμως κάποιο συμπέρασμα βγήκε: η δολοφονία είχε γίνει, οπωσδήποτε, την τελευταία μέρα που δουλέψαν οι εργάτες.
Αντρέα Καμιλλέρι το ανάγνωσμα, μέρος δέκατο.
notion image
Και είναι καλοκαίρι, Αύγουστος καυτός, με τον ανελέητο “ήλιο του Αυγούστου” (roll credits) να κατακαίει τα πάντα και να ανεβάζει την θερμοκρασία στα ύψη ακομη και για τα υψηλά στάνταρ του Ιταλικού Νότου και της Σικελίας. Και είναι τυχεροί εκείνοι που βρίσκονται σε διακοπές, μα άτυχοι εκείνοι που σαν το αστυνόμο Σάλβο Μονταλμπάνο ο οποίος δουλεύει. Ή μάλλον ακροβατεί μεταξύ καλοκαιρινής ραστώνης και δουλειάς, καθώς η Λίβια, η αρραβωνιαστικιά του με την οποία βρίσκεται για χρόνια και χρόνια σε σχέση εξ αποστάσεως, τον επισκέπτεται για να περάσουν μαζί τις καυτές μέρες του Αυγούστου. Μαζί της καταφθάνει και ένα φιλικό ζευγάρι, που μαζί με τον τρίχρονο γιό τους νοικιάζουν μια βίλα στα περίχωρα της Βιγκάτα, ώστε να παραθερισουν μαζί με την Λιβία και τον αστυνόμο.
Όμως τους κατατρέχει η κακία η τύχη, αυτή που γεννά ειρωνικά η πένα των συγγραφέων, και στη βίλα όπου διαμένουν, πολυτελή κατάλυμα που έκλεισε ο Μονταλμπάνο για αυτούς, συναντούν μπελάδες, κατσαρίδες και αράχνες, καθυσδιση του εδάφους και την εξαφάνιση του μικρού τρίχρονου Μπρούνου. Μπελάδες, που η επίλυση τους αποκαλύπτει ένα επιπλέον όροφο της βίλας, έναν αυθαίρετο όροφο που αναμένει νομιμοποίηση από κάποιο μελλοντικό νόμο, κρυμμένο κάτω από τον κύριο, ένα “αθώο” οικοδομικό και οικονομικό έγκλημα απόλυτα εναρμονισμένο με το τοπικό, Σικελικό φολκλορ. Μπελάδες που το φιλικό ζευγάρι ίσως ανεχόταν και να απολάμβανε κανονικά τις διακοπές του αν στον υπόγειο όροφο δεν βρισκόταν και κάτι άλλο.
Στο φως των φακών, είδαν τις τυλιγμένες στο πλαστικό πόρτες. Ο Μονταλμπάνο παρατήρησε ότι σ΄έναν τοίχο είχαν ακουμπισμένο ένα μεγάλο κλειστό μπαούλο. Από περιέργεια, επειδή είδε ότι δεν ήταν κλειδωμένο, το άνοιξε.
Έμοιαζε ίδιος κι απαράλλαχτος με τον Κάρυ Γκραντ στην ταινία Αρσενικό και παλιά δαντέλα. Έκλεισε απότομα το καπάκι και σηκώθηκε όρθιος. Όταν το φως του φακούς της Λίβια τον φώτισε, χαμογέλασε μηχανικά.
«Γιατί χαμογελάς;»
«Εγώ; Δεν χαμογελάω».
«Τότε, γιατί έχεις αυτή την έκφραση;»
«Ποιά έκφραση;»
«Τι έχει το μπαούλο;» ρώτησε η Λίβια.
«Τίποτα, είναι άδειο».
Ήταν δυνατόν να της πει ότι μέσα στο μπαούλο υπήρχε ένα πτώμα;
Μακροσκελής μα απολαυστικός πρόλογος, που πετυχαίνει να αποκαλύψει το πτώμα που θα απασχολήσει τον Μονταλμπάνο στο δέκατο βιβλίο της κυρώις σειράς, ενώ ταυτόχρονα θα κάνει το φιλικό ζευγάρι αλλά και την αρραβωνιαστικιά του να τραπούν σε άτακτη φυγή προς το βορά, αποτροπιασμένοι από τον κυνισμό του αστυνομικού που δεν αποκάλυψε κατευθείαν ότι ανακάλυψε ένα πτώμα στη βίλα που διαμένουν, ίσως και για την κακότυχη επιλογή του εξαρχής. Παρεξήγηση που δεν στεναχωρεί και τόσο τον αστυνόμο που έχει το πεδίο ελεύθερο να ριχτεί με τα μούτρα στην αναζήτηση της ταυτότητας του πτώματος αλλά και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε ένα μπαούλο στον αυθαίρετο όροφο μιας βίλας.
Το πτώμα, που ανήκει σε μια νεαρή κοπέλα που είχε δηλωθεί αγνοούμενη κάποια χρόνια πρίν, θα κάνει τον δαιμόνιο αστυνόμο να ψάξει την ιστορία της αυθαίρετης βίλας και θα τον οδηγήσει στα χνάρια των Γερμανοιταλών ιδιοκτητών και του κοινωνικά προβληματικού γιού τους, σε αριβίστες οικοδόμους με πάρε δώσε με την μαφία και την σκοτεινή πλευρά του νόμου και στην δίδυμη αδερφή του πτώματος, μια πραγματική φαμ φατάλ που φαίνεται να έχει τους δικούς της σκοπούς. Ένα καλομπλεγμένο κουβάρι, όπου οι διάφοροι ύποπτοι είναι όλοι ένοχοι, αν όχι για τον φόνο σίγουρα για κάτι.
Διαφθορά, εκμαυλισμός, πάθος. Έγκλημα και όχι τιμωρία, κάτω από τον ζεστό ήλιο του Αυγούστου, με τον Αντρέα Καμιλλέρι να μας δίνει για άλλη μια φορά ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που θα προσφέρει στον αναγνώστη ικανές δόσεις αστυνομικής έρευνας, μεσογειακού νότου, Αυγουστιάτικης ζέστης που θυμίζει και Ελλάδα, και μια ίσως λυρική, σίγουρα νουάρ, κατάληξη.
Εξαιρετικό.