Η μελαγχολία της αντίστασης

Μια πόλη στα πρόθυρα της κατάρευσης

..όχι, έδωσε θάρρος στον εαυτό του, όχι, δεν θα κοιμόταν, κι αυτή η τρομερή κούραση θα διαλύστου, και αυτό το σφυροκόπημα μες στο κεφάλι του θα εξαφανιζόταν και, σύντομα, θα ξανάβρισκε την ικανότητα του λόγου, γιατί έπρεπε να τους μιλήσει οπωσδήποτε, έπρεπε να τους πει πως, αν είχε ακούσει τους γύρω του, δεν θα βρισκόταν σ' αυτό το σημείο σήμερα, με το κεφάλι του να σφυροκοπά, αλλά πολύ πιο μακριά, πιο σίγουρος για τον εαυτό του, και γι' αυτό, θα έφτανε μόνο να..., ν' ακούσει μόνο τις καλές συμβουλές που του έδιναν. Θα τους μιλούσε για τη μητέρα του που, εκτός από τις αιώνιες επιπλήξεις της, τον είχε, αντί προειδοποίησης (αλλά μάταια, αφού αυτό δεν του χρησίμευσε σε τίποτε), διώξει για πάντα και από το πρωί μέχρι το βράδυ τον απειλούσε..., πως, σε περίπτωση που δεν υιοθετούσε τελικά έναν «κανονικό τρόπο ζωής», θα τον ταρακουνούσε μέχρι να βρει τα λογικά του· για τη μητέρα του και φυσικά για την κυρία Έστερ, την οποία δυστυχώς δεν είχε καταλάβει, διότι δεν ήταν αυτή που πίστευε αλλά ένα πλάσμα που, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα της, στόχευε πάντοτε ψηλά: σκληρή, πονηρή, βάναυση, και για πρώτη φορά είδε καθαρά και με ακρίβεια τι σήμαιναν ο αρχηγός της αστυνομίας, η βροντερή φωνή, η βαλίτσα, κατάλαβε πως, αντί να καταρρεύσει, όπως έκανε, θα έπρεπε να τη λάβει ως παράδειγμα, κυρίως την προηγούμενη μέρα, όταν, στο στενό Χόνβεντ -παρά την αντίθεση που είχε εκφράσει και επίσης του προέδρου-, είχε κυριολεκτικά ανοίξει τον δρόμο στους άντρες της κεντρικής πλατείας. Αλλά θα έπρεπε κυρίως να αναφερθεί στον κύριο Έστερ ο οποίος, με απέραντη υπομονή τού εξηγούσε επί χρόνια ολόκληρα πως ό, τι έβλεπε δεν υπήρχε, και πως ό,τι σκεφτόταν ήταν μόνο μια αναλαμπή, αλλά αυτός, με το μυαλό του τού σπουργίτη, δεν τον είχε πιστέψει, σκεφτόταν πως ο κύριος Έστερ έκανε μεγάλο λάθος ενώ ήταν αυτός ο ίδιος θύμα των δικών του λαθών, θα έπρεπε να τους μιλήσει γι' αυτόν, γι' αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο που έβλεπε τα πράγματα με μεγαλύτερη νηφαλιότητα από τον οποιοδήποτε, και που η θλίψη, εφόσον ήξερε πως είχε δίκιο, τον είχε αρρωστήσει. Πόσες φορές, καθισμένος στην πολυθρόνα του σαλονιού, είχε ακούσει αυτές τις λέξεις: «Όποιος πιστεύει πως ο κόσμος είναι καλός ή στηρίζεται στη χάρη του κάλλους, αγαπητέ μου φίλε, θα βυθιστεί πολύ γρήγορα μέσα στο σκότος»…
notion image
Η μελαγχολία της αντίστασης του Λάσλο Κρασναχορκάι.
Μια μικρή Ουγγρική πόλη, χωμένη στην σκοτεινή αγκαλιά των Καρπαθίων, ξεχασμένη μέσα στον αποχαυνωτικό επαρχιωτισμό της και κυριευμένη από ένα ζοφερό αίσθημα μιας επικείμενης καταστροφής, μιας απροσδιόριστης αποκάλυψης που πλησιάζει ή που μπορεί και να έχει ήδη συμβεί· οι δημόσιες υπηρεσίες και δομές έχουν σχεδόν σταματήσει να δουλεύον, οι κάτοικοι που έχουν πάψει να δουλεύουν και πλέον μοιρολατρικά υπολειτουργούν πίνοντας στις ταβέρνες ή κρύβονται αποτραβηγμένοι στον μικρόκοσμο των σπιτιών τους, στρέφονται σε κάθε είδους προσωρινή πανάκια που μπορεί να τους ανακουφίσει, από την μουσική ως τον φασισμό και τον φανατισμό. Κρύα, γρίζα, και βουτηγμένη στην απελπισία, θα έλεγε κανείς πως η ανώνυμη αυτή πόλη είναι ένα τυπικό δείγμα του ανατολικοευρωπαϊκού στερεότυπου, η εικόνα που κυριάρχισε τη δεκαετία του 90’ στην δύση για τις πόλεις του πρώην σοβιετικού μπλοκ.
Ένα τσίρκο με μοναδικό έκθεμα μια πελώρια φάλαινα καταφθάνει στην πόλη, μαζί με τον τριμελές προσωπικό του και έναν μυστηριώδη “πρίγκιπα” τυλιγμένο σε μια μεταφυσική και τρομακτική αύρα μυστηρίου. Μαζί τους φτάνουν οι ορδές ενός μαγνητισμενου πλήθους που φαίνεται να ακολουθεί το τσίρκο από πόλη σε πόλη με θρησκευτική ευλάβεια· Αυτή η μάζα, που σαν κάτι να περιμένει, φαίνεται στους κατοίκους της μικρής πόλης σαν μια ξένη, βαρβαρική στρατιά. Ένας εξωγενής παράγοντας που έρχεται να προσθέσει στην αποπνιχτική αίσθηση που πλανάται αλλά και για να θέσει σε κίνηση τα γρανάζια της αλλαγής.
Οι κάτοικοι. Χαρακτήρες που ενσαρκώνουν διαφορετικές ιδέες και σχηματίζουν μεταξύ τους δίπολα. Ο αγαθός Βάλουσκα, “ο τρελός του χωριού” που διακατέχεται από έναν παιδικό ενθουσιασμό για τον κόσμο, έναν ενθουσιασμό που παραβλέπει το σκοτάδι που κρύβεται στις γωνίες. Ο κύριος Έστερ - άτυπος προστάτης και φίλος του Βάλουσκα, ένας ιδιοφυής μουσικός που απηυδισμένος από την μετριότητα και τον κρετινισμό του κόσμου αποσύρεται στο σπίτι του κυριευμένος από έναν παραλυτικό πεσιμισμό που έρχεται σε αντιδιαστολή με την αστείρευτη αισιοδοξία του προστατευόμενου του. Η μητέρα του Βάλουσκα, που τον έχει αποκρυρίξει, η κυρία Πφλάουμ που διακατέχεται από “έναν άβουλο κομφορμισμό, μια πνιγηρή απραξία, μια παχύρευστη πλαδαρότητα”, και στον αντίποδα η Κυρία Έστερ, φιλόδοξος άνθρωπος της δράσης που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να πετύχει το σκοπό της. Μια τετράδα ηρώων που διακατέχονται από διασταυρούμενες ιδεολογίες, ένα κάστ που συμπληρώνεται από τους μουντρούχους, άξεστους κατοίκους της μικρής ανώνυμης πόλης, και που όλοι μαζί έρχονται αντιμέτωποι με έναν κόσμο που καταρρέει και βυθίζεται στο χάος.
Μια πόλη, ένα τσίρκο και οι κάτοικοι. Τα βασικά συστατικά τις ιστορίας που χρησιμοποιεί ο Ούγγρος συγγραφέας Λάσλο Κρασναχορκάι για να μας διηγηθεί μια ιστορία-ελέγεια περί τάξης και χάους, μια ιστορία εφάμιλλη των μεγάλων μυθιστορημάτων ιδεών, που κλείνει το μάτι με τις αναφορές της στους μεγάλους της Λογοτεχνίας, όπως ο Μέλβιλ και ο Κάφκα. Η μελαγχολία της αντίστασης, το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα που κυκλοφόρησε το 1993, διακατέχεται από έναν πεσιμισμό που αντικατοπτρίζει μερικώς την μελαγχολία της κατάρρευσης που βίωσαν οι σοβιετικές δημοκρατίες μετά την πτώση του υπαρκτού, και μοιάζει να προσπαθεί να εξερευνήσει την κυκλική πορεία που διέπεται από εναλλαγές, από το χάος στην τάξη και από την τάξη στο χάος,  τόσο στον ανθρώπινη κοινωνία, όσο και σε συμπαντικό επίπεδο. Εναλλαγή που αντικατοπτρίζεται στον κύριο Έστερ και στον Βάλουσκα, στην εξέλιξη τους και στην επιφοίτηση που οι δύο αυτοί χαρακτήρες καταλύγουν να έχουν, προκαλώντας την αντιστροφή των αρχικών τους ρόλων.
Φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο, το βιβλίο του Κρασναχορκάι, είναι γραμμένο με μια περίτεχνη και απολαυστική γραφή που, αδόκιμα αλλά δίκαια ίσως, συχνά χαρακτηρίζεται “δύσκολη”, και προσφέρει, μια υπέροχη, καταιγιστική και σπειροειδή stream of consciousness κατάβαση στα έγκατα του ψυχισμού των ηρώων. Μια λογοτεχνική άσκηση που, παράγει ένα πυκνογραμμένο κείμενο, που παντρεύει προτάσεις που πιάνουν ολόκληρες σελίδες, σημεία στίξης που έχουν χαθεί κάπου στην διαδρομή και τολμηρές αλλαγές οπτικής “on the fly”, μεταμοντέρνες νότες, σουρεαλιστικά υπονοούμενα και μεταφυσικά στοιχεία καθώς και μια ειρωνική διάθεση κριτικής της κοινωνίας και του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα έργο που μπορεί να χαρακτηριστεί “μεγάλο”, αν μη τι άλλο για το εύρος του, ένα βιβλίο που προσφέρετε για αλλεπάλληλες αναγνωσεις και πολλαπλές ερμηνείες.