Η κριτική των όπλων

Ένα μονόλογος εξωμολόγηση, γύρω από την στρατιωτική χούντα της Αργεντινής τη δεκαετία του 1970

Σήμερα, 21 Οκτωβρίου του 2002, είναι η Μέρα της Μητέρας. Για να τη γιορτάσω πραγματικά, για να τη γιορτάσω όπως έπρεπε να την είχα γιορτάσει εδώ και χρόνια, για να τη γιορτάσω όπως ποτέ δεν τόλμησα να τη γιορτάσω, για να ξεμπερδεύω μ' αυτή τη σχέση που δεν είναι ούτε αισχρή ούτε διαβολική αλλά απλώς ηλίθια, μια ηλίθια και ασφυκτική σχέση που μας δένει ανέκαθεν, για να μην υπάρξει πια ούτε για σένα ούτε για μένα άλλη Μέρα της Μητέρας, για όλους αυτούς τους λόγους μαζί, σήμερα, μαμά, θα σε σκοτώσω..
[...]
…Ποιοι είναι, υπό καντιανή έποψη, οι όροι της δυνατότητας της πράξης μου; Ας το εξετάσουμε απλά. Γιατί ήρθα σήμερα, εδώ, να σε σκοτώσω; Έχω, αυτή τη στιγμή, τρεις απαντήσεις. Όλες τους ανεπαρκείς, όπως επίσης ανεπαρκές είναι το άθροισμά τους. Χρειάζεται όμως να τις απαριθμήσω. Πρώτον: Επειδή πάνε δέκα χρόνια που έχω να γράψω βιβλίο και κατέληξα πως εσύ είσαι η βάση αυτού του ελλείμματος, αυτής της στειρότητας. Δεύτερον: Επειδή διαπιστώνω μια συμμετρία ανάμεσα σ' εσένα και τη χώρα όπου κατοικώ εδώ και πενήντα εφτά χρόνια, αυτή τη στείρα χώρα, αυτή τη χώρα που δεν μου έδωσε τίποτα, που μου πήρε τα πάντα, που με ενέπλεξε στο πεπρωμένο της, την αιματοβαμμένη μοίρα της και, ταυτόχρονα, μοίρα ανάξια λόγου, ευτελή, τόσο ευτελή όσο εσύ, που είσαι η επιτομή της ευτέλειας. Τρίτον: …
notion image
Είναι Οκτώβριος τους 2002 και ο Πάμπλο Επστέιν, Αργεντίνος πολίτης, γιός Εβραίου πατέρα και καθολικής μητέρας, επιτυχημένο στέλεχος της οικογενειακής επιχείρησης και παράλληλα μαρξιστής ακαδημαϊκός, στέλεχος της Περονιστικής Αριστεράς στα νιάτα του και συγγραφέας του ελάσσον έργου “Επανάσταση και Τρίτος Κόσμος - Σημειώσεις για μια οντολογία της περιφέρειας”, επισκέπτεται την μητέρα του στο γηροκομείο, για να περάσει μαζί της την Ημέρα της Μητέρας. Σχεδιάζει να μείνει μαζί της ως το βράδυ, και μόλις αυτή αποκοιμηθεί, να την σκοτώσει, ξορκίζοντας έτσι την αμφίδρομη, ασφυκτική σχέση που τους δένει, μια σχέση στην οποία ο Πάμπλο αποδίδει πολλά από τα κακώς κείμενα του βίου του. Μέχρι να έρθει η ώρα του μεγάλου ύπνου όμως, θα της κρατήσει συντροφιά, απευθύνοντας της έναν καταιγιστικό μονόλογο, μια αφήγηση της ζωής του και κυρίως της καθοριστικής δεκαετίας του 1970, κατά την αιματοβαμμένη περίοδο της δικτατορίας του στρατηγού Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, μια χούντα υπό την ευγενική χορηγία της CIA και της Επιχείρησης Κόνδωρ.
Η βιολογική μητέρα αντικατοπτρίζει την μαμά-πατρίδα, ο Πάμπλο βλέπει στο πρόσωπό της γερασμένης μητέρας του την Αργεντινή και επιστρέφει νοητά στην ταραχώδη δεκαετία του εβδομήντα, οπου στον απόηχο της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αστάθειας της μετά Περόν εποχής, στα πλαίσια σειράς από παρόμοιες κινήσεις στην Λατινική Αμερική οι στρατιωτικοί ανεβαινουν στην εξουσία για να προστατεύσουν την χώρα από την απροσδιόριστη “Ανατροπή”. Ακούγεται αρκετά οικείο ε;
Ο φόβος κυριαρχεί και καθυποτάζει, η ώρα της κριτικής των όπλων φτάνει, αλλά αυτοί που τα κραδαίνουν είναι από την αντίθετη μεριά.
Η πιο διαβόητη διατύπωση ανήκε στο στρατηγό Ιμπέρικο Σεντ Ζαν, τον κυβερνήτη της περιφέρειας του Μπουένος Άιρες, που τον Μάιο του 1977, είπε: «Πρώτα θα σκοτώσουμε όλους τους ανατρεπτικούς, ύστερα θα σκοτώσουμε τους συνεργάτες τους, κατόπιν όλους τους συμπαθούντες, στη συνέχεια όσους μένουν αδιάφοροι και τέλος θα σκοτώσουμε όλους τους ντροπαλούς». Η φράση εξέφραζε με εξαιρετική σαφήνεια αυτό που ο Τέοντορ Αντόρνο αποκάλεσε, σε μια διάλεξη για την εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, το ακόρεστο της διωκτικής αρχής: «Οποιοσδήποτε δεν ανήκει στην ομάδα των διωκτών κινδυνεύει να πέσει θύμα της». Υπήρξαν και άλλες πιο τρομοκρατικές και πιο επεξεργασμένες διατυπώσεις από εκείνη του Σεντ Ζαν. Στις 4 του Δεκέμβρη (εκείνο το Δεκέμβρη καταγράφηκε πολύ μεγάλος αριθμός από ονόματι Λαμπρουσκίνι, είπε: «Για να πετύχουν τους σκοπούς τους οι ανατρεπτικοί χρησιμοποίησαν και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο: τον τύπο, τα τραγούδια εγκλήματα ακραίας ωμότητας), ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ένας αντιναύαρχος διαμαρτυρίας, τα κόμικς, τον κινηματογράφο, τη λαϊκή παράδοση, τη λογοτεχνία, το κύρος της πανεπιστημιακής έδρας, τη θρησκεία και, προπαντός, προσπάθησαν χωρίς να τα καταφέρουν να χρησιμοποιήσουν τον πανικό».
Η Αργεντινή βυθίζεται στην πολιτική βία, με ανθρώπους να εξαφανίζονται και πτώματα να ξεβράζονται στις όχθες του Ρίο δε λα Πλάτα καθημερινά. Ο ίδιος ο Πάμπλο, με το αριστερό του παρελθόν να είναι αναρτημένο δημόσια σε βιβλιοθήκες και σε πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, καταλαμβάνεται από έναν φόβο τόσο βαθύ που μοιάζει να έχει ψυχολογικά αίτια, έναν ιδεοψυχαναγκαστικό φόβο μεγεθυμένο από την ταυτόχρονη εμφάνιση ενός καρκίνου τον όρχεων, που όπως και η στρατιωτική χούντα, απειλεί την ζωή του. Ο φόβος γίνεται η καθημερινότητα του, οι ενοχές που δεν τον έχουν συλλάβει ακόμη τον κυριεύουν, ο οίκτος για τον εαυτό του βγαίνει στην επιφάνεια. Η ζωή το καταστρέφεται, αλλά ποια η σχέση της μητέρας και της οικογένειάς του με όλα αυτά;
O πολυγραφότατος Αργεντινός συγγραφέας Χοσέ Πάμπλο Φέινμαν, αντλώντας και από προσωπικές εμπειρίες, δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που προσπαθεί να κάνει πολλά, και το καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία. Καταφέρνει να μιλήσει για την ματωμένη στρατιωτική χούντα της Αργεντινής και το καθεστώς τρόμου που επέβαλε, περιγράφοντας το καθεστώς φόντου και την ιδεοληπτική σταυροφορία που εξαπέλυσε προς πάσα κατεύθυνση οι στρατηγοί, καταφέρνει και ανατέμνει την ίδια την έννοια του φόβου που κατατρέχει, παρέα με άλλα αρνητικά συναισθήματα και ψυχαναγκασμούς, τον πρωταγωνιστή του, και τέλος, χάρη στην μαρξιστική ιδιότητα του Πάμπλο, βρίσκει την αφορμή να παίξει με ιδέες και κινήματα, με την οντολογία της Ιστορίας και την περιφερειακή μοίρα της Λατινικής Αμερικής, την φιλοσοφία, τον μεταμοντερνισμό και κάτι λίγο από αιώνια εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης. Στοιχεία που ο Φέινμαν χειρίζεται με μαεστρία, συνθέτοντας ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον φόβο, ένα μυθιστόρημα σταθμό για την περίοδο της δικτατορίας του Βιντέλα.
Μπορούσε να τον δει κανείς να βγαίνει στο δρόμο, και ήξερε τότε ότι και ο Πάμπλο ήταν άλλος ένας. Άλλο ένα κάθαρμα που ακολουθούσε την καθημερινή του ρουτίνα. Άλλος ένας Αργεντινός που προσέδιδε στη χώρα των στρατηγών του αθώο αέρα της καθημερινότητας, της απλής πραγματικότητας της κάθε μέρας. Τίποτα δεν έτρεχε σ' αυτή τη χώρα. Όλα γίνονταν όπως πάντα. Σπανίως ακουγόταν η σειρήνα της αστυνομίας. Βέβαια δεν ήταν λίγα τα περιπολικά που κυκλοφορούσαν και η αλήθεια είναι πως η αστυνομία χρησιμοποιούσε πλέον πολεμικά κράνη, όχι μπερέδες και πηλίκια, μάλιστα, φορούσαν κράνη για να το βλέπουν όλοι πως ήμασταν σε εμπόλεμη κατάσταση, αλίμονο. Όμως είχαμε συνηθίσει πια σ' αυτό. Είχαμε πια σχεδόν ξεχάσει για ποιο λόγο οι αστυνομικοί φορούσαν τα κράνη του πεζικού, για ποιο λόγο γύρευαν να μοιάζουν περισσότερο με στρατιώτες παρά με αστυνομικούς, το είχαμε ξεχάσει επειδή το βλέπαμε, το βλέπαμε κάθε μέρα, το βλέπαμε όπως βλέπαμε κι όλα τ' άλλα που βλέπαμε τις καταραμένες μέρες της καθημερινότητας. Μάλλον έχω τρελαθεί, έλεγα. Γιατί βασανίζομαι τόσο; Γιατί φαντάζομαι ότι μπορούν να μου συμβούν τόσο φριχτά πράγματα σε μια χώρα τόσο φυσιολογική; Θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος αν ήθελα. Θα βάλω τώρα μια κασέτα, θα βάλω το κοντσέρτο αρ. 4 του Σαιν-Σανς, που είναι τόσο χαρούμενο, τόσο γαλλικό, που έχει εκείνη την τελική κίνηση με την τόσο φωτεινή μελωδία, και θα βυθιστώ στην οχλοβοή των συμπολιτών μου. Όλοι αθώοι. Όλοι ένοχοι και συνένοχοι. Φονιάδες, όλοι.
Από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.