Ο ανυπόφορος Γκαούτσο
Tέσσερα σύν δύο διηγήματα και δύο διαλέξεις από τον μεγάλο συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο
Ένα μονόλογος εξωμολόγηση, γύρω από την στρατιωτική χούντα της Αργεντινής τη δεκαετία του 1970
Σήμερα, 21 Οκτωβρίου του 2002, είναι η Μέρα της Μητέρας. Για να τη γιορτάσω πραγματικά, για να τη γιορτάσω όπως έπρεπε να την είχα γιορτάσει εδώ και χρόνια, για να τη γιορτάσω όπως ποτέ δεν τόλμησα να τη γιορτάσω, για να ξεμπερδεύω μ' αυτή τη σχέση που δεν είναι ούτε αισχρή ούτε διαβολική αλλά απλώς ηλίθια, μια ηλίθια και ασφυκτική σχέση που μας δένει ανέκαθεν, για να μην υπάρξει πια ούτε για σένα ούτε για μένα άλλη Μέρα της Μητέρας, για όλους αυτούς τους λόγους μαζί, σήμερα, μαμά, θα σε σκοτώσω..[...]…Ποιοι είναι, υπό καντιανή έποψη, οι όροι της δυνατότητας της πράξης μου; Ας το εξετάσουμε απλά. Γιατί ήρθα σήμερα, εδώ, να σε σκοτώσω; Έχω, αυτή τη στιγμή, τρεις απαντήσεις. Όλες τους ανεπαρκείς, όπως επίσης ανεπαρκές είναι το άθροισμά τους. Χρειάζεται όμως να τις απαριθμήσω. Πρώτον: Επειδή πάνε δέκα χρόνια που έχω να γράψω βιβλίο και κατέληξα πως εσύ είσαι η βάση αυτού του ελλείμματος, αυτής της στειρότητας. Δεύτερον: Επειδή διαπιστώνω μια συμμετρία ανάμεσα σ' εσένα και τη χώρα όπου κατοικώ εδώ και πενήντα εφτά χρόνια, αυτή τη στείρα χώρα, αυτή τη χώρα που δεν μου έδωσε τίποτα, που μου πήρε τα πάντα, που με ενέπλεξε στο πεπρωμένο της, την αιματοβαμμένη μοίρα της και, ταυτόχρονα, μοίρα ανάξια λόγου, ευτελή, τόσο ευτελή όσο εσύ, που είσαι η επιτομή της ευτέλειας. Τρίτον: …
Η πιο διαβόητη διατύπωση ανήκε στο στρατηγό Ιμπέρικο Σεντ Ζαν, τον κυβερνήτη της περιφέρειας του Μπουένος Άιρες, που τον Μάιο του 1977, είπε: «Πρώτα θα σκοτώσουμε όλους τους ανατρεπτικούς, ύστερα θα σκοτώσουμε τους συνεργάτες τους, κατόπιν όλους τους συμπαθούντες, στη συνέχεια όσους μένουν αδιάφοροι και τέλος θα σκοτώσουμε όλους τους ντροπαλούς». Η φράση εξέφραζε με εξαιρετική σαφήνεια αυτό που ο Τέοντορ Αντόρνο αποκάλεσε, σε μια διάλεξη για την εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, το ακόρεστο της διωκτικής αρχής: «Οποιοσδήποτε δεν ανήκει στην ομάδα των διωκτών κινδυνεύει να πέσει θύμα της». Υπήρξαν και άλλες πιο τρομοκρατικές και πιο επεξεργασμένες διατυπώσεις από εκείνη του Σεντ Ζαν. Στις 4 του Δεκέμβρη (εκείνο το Δεκέμβρη καταγράφηκε πολύ μεγάλος αριθμός από ονόματι Λαμπρουσκίνι, είπε: «Για να πετύχουν τους σκοπούς τους οι ανατρεπτικοί χρησιμοποίησαν και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο: τον τύπο, τα τραγούδια εγκλήματα ακραίας ωμότητας), ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ένας αντιναύαρχος διαμαρτυρίας, τα κόμικς, τον κινηματογράφο, τη λαϊκή παράδοση, τη λογοτεχνία, το κύρος της πανεπιστημιακής έδρας, τη θρησκεία και, προπαντός, προσπάθησαν χωρίς να τα καταφέρουν να χρησιμοποιήσουν τον πανικό».
Μπορούσε να τον δει κανείς να βγαίνει στο δρόμο, και ήξερε τότε ότι και ο Πάμπλο ήταν άλλος ένας. Άλλο ένα κάθαρμα που ακολουθούσε την καθημερινή του ρουτίνα. Άλλος ένας Αργεντινός που προσέδιδε στη χώρα των στρατηγών του αθώο αέρα της καθημερινότητας, της απλής πραγματικότητας της κάθε μέρας. Τίποτα δεν έτρεχε σ' αυτή τη χώρα. Όλα γίνονταν όπως πάντα. Σπανίως ακουγόταν η σειρήνα της αστυνομίας. Βέβαια δεν ήταν λίγα τα περιπολικά που κυκλοφορούσαν και η αλήθεια είναι πως η αστυνομία χρησιμοποιούσε πλέον πολεμικά κράνη, όχι μπερέδες και πηλίκια, μάλιστα, φορούσαν κράνη για να το βλέπουν όλοι πως ήμασταν σε εμπόλεμη κατάσταση, αλίμονο. Όμως είχαμε συνηθίσει πια σ' αυτό. Είχαμε πια σχεδόν ξεχάσει για ποιο λόγο οι αστυνομικοί φορούσαν τα κράνη του πεζικού, για ποιο λόγο γύρευαν να μοιάζουν περισσότερο με στρατιώτες παρά με αστυνομικούς, το είχαμε ξεχάσει επειδή το βλέπαμε, το βλέπαμε κάθε μέρα, το βλέπαμε όπως βλέπαμε κι όλα τ' άλλα που βλέπαμε τις καταραμένες μέρες της καθημερινότητας. Μάλλον έχω τρελαθεί, έλεγα. Γιατί βασανίζομαι τόσο; Γιατί φαντάζομαι ότι μπορούν να μου συμβούν τόσο φριχτά πράγματα σε μια χώρα τόσο φυσιολογική; Θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος αν ήθελα. Θα βάλω τώρα μια κασέτα, θα βάλω το κοντσέρτο αρ. 4 του Σαιν-Σανς, που είναι τόσο χαρούμενο, τόσο γαλλικό, που έχει εκείνη την τελική κίνηση με την τόσο φωτεινή μελωδία, και θα βυθιστώ στην οχλοβοή των συμπολιτών μου. Όλοι αθώοι. Όλοι ένοχοι και συνένοχοι. Φονιάδες, όλοι.