Καλύτερα να μην το σκεφτόταν, ήταν φοβερές οι ιστορίες που διηγούνταν οι ψαράδες, έλεγαν ότι συχνά έβρισκαν στα δίχτυα τους πτώματα ή ανθρώπινα μέλη που ξαναπετούσαν στη θάλασσα. Λείψανα εκατοντάδων ανθρώπων, αντρών, γυναικών και παιδιών που ζούσαν με την ελπίδα πως θα έφταναν, ύστερα από ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι μέσα από έρημους και κατεστραμμένους τόπους, σε μια χώρα όπου θα μπορούσαν να δουλέψουν και να κερδίσουν ένα κομμάτι ψωμί.
Είχαν πληρώσει πολλά χρήματα για εκείνο το ταξίδι, είχαν πουλήσει τα πάντα, ψυχή και σώμα, για να μπορέσουν να προπληρώσουν τους δουλεμπόρους που δε δίσταζαν να τους πετάξουν στη θάλασσα και να τους αφήσουν να πνιγούν αβοήθητοι, μόλις αντιλαμβάνονταν τον παραμικρό κίνδυνο.
Μετά, όσοι επιζούσαν και κατάφερναν να φτάσουν στη στεριά, αντιμετώπιζαν το καλωσόρισμα που τους επεφύλασσε η πατρίδα μας!
Τα αποκαλούν στρατόπεδα υποδοχής, αλλά συχνά αποδεικνύονται στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η mare nostrum, η μεσόγειος θάλασσα δηλαδή, είναι μια μυθολογική, μια ιστορική, μια λογοτεχνική τοποθεσία που σίγουρα ενέχει και μια σκοτεινή πλευρά. Σήμερα αποτελεί μια διεθνή δίοδο που χρησιμοποιούν συχνά οι κατατρεγμένοι για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή αλλά και διάφοροι εγκληματίες που προσπαθούν να εξελιχθούν στα διεθνή ύδατα κυνηγώντας το κέρδος. Η Σικελία, ένα από τα κοντινότερα σημεία μεταξύ Ευρώπης και Βόρειας Αφρικής, δεν αποτελεί εξαίρεση, όντας μάλιστα ένα από τα σημεία κλειδιά στις διεθνές σκιώδης ρότες της παρανομίας.
Στη Βιγκάτα, φανταστική πόλη της Σικελίας, ο καιρος είναι βροχερός, κάτι που ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο μισεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, στο δρόμο για το αστυνομικό τμήμα πέφτει σε μποτιλιάρισμα. Καθώς περιμένει στοικά στο αμάξι του, περιμαζεύει μια μυστηριώδη νεαρή γυναίκα που προσπαθεί να φτάσει στην ώρα της στο λιμάνι της Βιγκάτα ώστε να προλάβει την άφιξη του πολυτελούς πλοίου Βάνα, το οποίο φαινομενικά ανήκει στην πλούσια χήρα θεία της.
Το Βάνα αποδεικνύεται μοιραίο: καθώς μπαίνει στο λιμάνι της Βιγκάτα, το πλήρωμα του μαζεύει ένα πτώμα που επιπλέει στην είσοδο του λιμανιου, ένα πτώμα που ανήκει σε έναν άντρα του οποίου τα χαρακτηριστικά έχουν αλλοιωθεί μετά θάνατον και που η ιατροδικαστική εξέταση αποδεικνύει ότι ο θάνατος του προήλθε από δηλητηρίαση. Ταυτόχρονα και λίγο αφότου ο αστυνόμος αφήνει την μυστηριώδης κοπέλα στο λιμάνι, αυτή εξαφανίζεται ενώ η ιδιοκτήτρια του πλοίου δηλώνει ότι δεν έχει ανιψιά.
Ο Σάλβο Μονταλμπάνο υποπτεύεται ότι το πλήρωμα του του πλοίου δεν συνάντησε τυχαία το πτώμα αυτό και συνεργάζεται με την Λάουρα μια ιδιαίτερα ελκυστική αξιωματικό του λιμενικού, για να ανακαλύψει τους ενοχους του φόνου, σε μια έρευνα ιδιαίτερα επικίνδυνη, που από την μια θα τον οδηγήσει στα χνάρια μιας διεθνούς οργάνωσης που απλώνει τα δίκτυα της σε ολόκληρο τον κόσμο και στο κατόπι της βρίσκονται διεθνές υπηρεσίες, και από την άλλη – και αυτό ίσως ‘να ναι το πιο επικίνδυνο, θα τον φέρει αντιμέτωπο με το ίδιο “γλυκό λάθος” που έκανε ο Πετράρχης, με τον έρωτα.
Μια έλξη στην οποία δεν ξέρει αν μπορεί να αντισταθεί και την οποία δεν ξέρει αν πρέπει να ερμηνεύσει ως έρωτα ή ως μια κρίση ηλικίας: είναι πλέον 58 και αυτή είναι η ηλικία της αβεβαιότητας. Αυτός είναι και ο τίτλος της 14ης περιπέτειας του καυστικού Σικελού αστυνομικού δια χειρός του Ανδρέα Καμιλλέρι, στην οποία ο ήρωας έρχεται ως συνήθως αντιμέτωπος με μια μπλεγμένη υπόθεση με άρωμα Μεσογείου ενώ ταυτόχρονα περνάει κρίση και αμφισβητεί τον εαυτό του σε κάθε του βήμα. Με όλα τα χαρακτηριστικά που έχουν καταστήσει την σειρά αγαπημένη για χιλιάδες αναγνώστες, ο Καμιλλέρι, μέσα από τον Μονταλμπάνο, χαρίζει μια δυνατή περιπέτεια όπου η δράση και το μυστήριο συνυπάρχουν με τον εριστικό στοχασμό που κρύβουν οι σκέψεις του αστυνόμου Μονταλμπάνο.
Ένα απολαυστικό βιβλίο, με φόντο τον Ιταλικό νότο και την Μεσόγειο..