-Τι ποιητής! Ο Αουρίτζι ήταν λες και ξανάβλεπε μπροστά του τον παλιό του συμμαθητή. Όταν φοιτούσαν στο κολλέγιο, ο Ντε Βιντσέντζι απήγγειλε στίχους και ρητόρευε ολομόναχος, σαν δαιμονισμένος.
-Αναρωτιέμαι...
-Γιατί έγινα αστυνομικός, ε; Είσαι ο δεύτερος που με ρωτάει το ίδιο πράγμα απόψε. Ακριβώς γι' αυτό έγινα αστυνομικός: ίσως επειδή είμαι ποιητής όπως λες κι εσύ. Νιώθω την ποίηση του επαγγέλματός μου... Την ποίηση αυτού του γκρίζου σκονισμένου δωματίου, αυτού του φθαρμένου τραπεζιού, αυτής της φτωχικής γέρικης σόμπας, που κάθε της άρθρωση υποφέρει για να με ζεστάνει. Και την ποίηση του τηλεφώνου! Την ποίηση τις νύχτες αναμονής, με την ομίχλη στην πλατεία να φτάνει μέχρι το προαύλιο αυτού του παλιού μοναστηριού, σημερινή έδρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης, όπου οι διεφθαρμένοι έχουν πάρει τη θέση των αγίων! Τις νύχτες εκείνες όπου δεν συμβαίνει τίποτα και συμβαίνουν τα πάντα, γιατί στη μεγάλη κοιμισμένη πόλη, ακόμα και τούτη τη στιγμή που μιλάμε, τα δράματα είναι ατελείωτα κι ας μην είναι όλα τους αιματηρά. Απεναντίας, τα πιο τρομερά είναι ακριβώς αυτά που δεν καταλήγουν σε έναν πυροβολισμό ή μια μαχαιριά..
Αν είναι δύσκολο να εντοπίσει και να καταγράψει κανείς τις απαρχές ενός λογοτεχνικού είδους σαν το αστυνομικό - Πόε έτσι; - ακόμη πιο δύσκολο είναι να βρεθούν οι απαρχές των διαφόρων υποκατηγοριών, αυτών των κατηγοριοποιήσεων με τα σαθρά,ευπροσάρμοστα όρια και τους αυθαίρετους ορισμούς, όπως το μεσογειακό νουάρ. Και για να προσθέσουμε έναν ακόμη, ως μεσογειακό νουάρ θα ορίζαμε το υποσύνολο του αστυνομικού μυθιστορήματος, που χρησιμοποιώντας το έγκλημα ως πρόσχημα, εξερευνά τα ανθρώπινα πάθη, και έχοντας σαφή κοινωνικό πρόσημο αν όχι στράτευση, μας ταξιδεύει σε φτωχογειτονιές, φαβέλες, πολύβουα λιμάνια και σε γκρίζες μεγαλουπόλης, σκηνικά που βασιλεύει η διαφθορά, η βία και το έγκλημα, τοπία που βρίσκονται δίπλα και έρχονται σε άμεση αντίθεση με το γαλάζιο ουρανό και την θάλασσα της Μεσογείου. Προαιρετικό συστατικό, ο μεσήλικο κοσμοπολίτης πρωταγωνιστής, που είναι ή και όχι εκπρόσωπος του νόμου και εκφράζει μιας γκρίζα και ευέλικτη ηθική.
Οι περισσότεροι θα ονοματίσουν σαν πατριάρχη του είδους τον μεγάλο Ζαν-Κλωντ Ιζζό, το Γάλλο συγγραφέα που με την εμβληματική Τριλογία της Μασσαλίας του να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και χαρακτηριστικοτερα μεσογειακά νουάρ. Δεν ήταν σίγουρα ο πρώτος, αλλά ένας από τους διάφορους συγγραφείς που στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έγραψαν αστυνομικό μυθιστόρημα που τοποθετείται στην περιοχή της Μεσσόγειου και χαρακτηρίζεται από λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία του παραπάνω (αυθαίρετου) ορισμού. Πριν τον Ιζζό όμως, πριν τους Μονταλμπάνο, τους Αττιά, τους Καρλότο ή τους Καμιλλέρι του είδους, υπήρξαν οι προπάτορες, αυτοί που όπως ο Βέλγος Σιμενόν έβαλαν τις βάσεις της αστυνομική λογοτεχνιάς και του Μεσογειακού νουάρ. Τέτοιος συγγραφέας, ήταν και ο Ιταλός Αουγκούστο Ντε Άντζελις, ο πατριάρχης της Ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ο ταλαντούχος Ντε Άντζελις έζησε και έγραψε, δουλεύοντας παράλληλα ως δημοσιογράφος, κατά τη διάρκεια του Φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι, γραφοντας αρκετά βιβλία με πρωταγωνιστή τον ήρωα του, τον αστυνόμο Ντε Βιντσέντζι, ένα “Ιταλό Μαιγκρέ”, αστυνομικό που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πρότυπα της εποχής. Ο Ντε Βιντσέντζι είναι διανοούμενος και κοσμοπολίτης, διαβάζει Πόε και Φρόιντ, και εξασκεί το επάγγελμά του γιατί του επιτρέπει να εξερευνά τις αθέατες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Με φόντο το Μιλάνο των αρχών της σκοτεινής δεκαετίας του 1930, ο αστυνόμος συχνά θα βρει μπροστά το Φασιστικό καθεστώς, και θα αναγκαστεί να χορέψει επιδέξια γύρω του, όπως ακριβώς και ο δημιουργός του, που συχνά είχε προβλήματα με το καθεστώς που έβλεπε με καχυποψία την αστυνομική λογοτεχνία.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας Carlo Lucarelli:
«Αγγλοσαξονικό εισαγόμενο προϊόν», το χαρακτήριζαν οι κριτικοί. «Στη χώρα μας δεν γίνονται τέτοια πράγματα, δεν έχουμε ντετέκτιβ, δεν έχουμε μητροπόλεις και κυρίως δεν έχο με γκάνγκστερ». «Πολύ πιθανόν», απαντούσε ο Ντε Άντζελις, «εμένα όμως μου φαίνεται πως έχουμε και παραέχουμε εγκλήματα». «Αυτά τα πράγματα βλάπτουν τη νεολαία», υποστήριζε το Υπουργείο Λαϊκού Πολιτισμού, «και την ωθούν να διαπράττει εγκλήματα από καθαρή μίμηση και μόνο». «Όχι», έλεγε ο Ντε Άντζελις, «αυτό που βλάπτει είναι η κακή λογοτεχνία».
Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολινι τελικά θα αναγκάσει, λίγο μετά τις αρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ντε Άντζελις να σταματήσει εκδίδει την αστυνομική σειρά με τον αστυνόμο Ντε Βιντσέντζι, και τελικά θα τον οδηγήσει στην φυλακή λόγο της κρητικής που του ασκούσε. Όταν αποφυλακίστηκε τελικα, το 1944, ο Αουγκούστο Ντε Άντζελις δέχτηκε φονική επίθεση από ένα φασίστα, που τον οδήγησε στο θάνατο. Ήταν μόλις 56 ετών.
Το πρώτο βιβλίο της σειράς όπου πρωταγωνιστή ο αστυνόμος Ντε Άντζελις, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οκτάνα, υπό τον τίτλο Η δολοφονία του τραπεζίτη. Σε ένα Μιλάνο βουτηγμένο στην ομίχλη, ο Ντε Βιντσέντζι έρχεται αντιμέτωπος με το πτώμα ενός τραπεζίτη που ανακαλύπτεται στο διαμέρισμα ενός φίλου του, του Τζανέτο Αουρίτζι, ενός φιλόδοξου επιχειρηματία που βρίσκεται όμως σε οικονομικά δυσμενή θέση. Το πτώμα ανοίκει σε έναν τραπεζίτη που είχε δανείσει λεφτά στον Αουρίτζι, λεφτά που περίμενε να του επιστραφούν σήμερα. Όλα δείχνουν πως ο νεαρός επιχειρηματίας το έχει κάνει, αλλά ο εφυής Ντε Βιντσέντζι έχει άλλη γνώμη. Κλασσικό whodunit, με φόντο τη φασιστική Ιταλία, και ο αστυνόμος καλείται να βρει τον ένοχο μέσα από μια σειρά χαρακτήρων που κυριολεκτικά καταφθάνουν από τη Σκάλα του Μιλάνου: ο πατριάρχης μιας ξεπεσμένης αρχοντικής οικογένειας, μια ερωτευμένη ευγενής, ένας νεαρός αντισυμβατικός λόγιος, ένας περίεργος οικονόμος. Και ένα ρολόι που παραδόξος έχει μείνει μια ώρα πίσω.
Ένα χορταστικό και ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα που ξανασυστήνει τον εν πολλοίς ξεχασμένο πατριάρχη του Ιταλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, στα γραπτά του οποίου βρίσκουμε και τις πρώτες νότες του χιπ-χοπ νουάρ της Μεσογείου. Η ελληνική έκδοση των εκδόσεων Οκτάνα, σε μετάφραση της Δότση Δήμητρας, συνοδεύεται από έναν εξαιρετικό πρόλογο του Carlo Lucarelli, του συγγραφέα που σε μεγάλο ευθύνεται και για την σύγχρονη ανάδειξη του Ντε Άντζελις.