Γκιάκ, στα αρβανίτικα, σημαίνει αίμα, τους δεσμούς αίματος αλλά ταυτόχρονα και το χρέος αίματος που ξεπλένει την προσβολή, δηλαδή την εκδίκηση. Αυτός είναι και ο τίτλος της καλοδουλεμένης συλλογής διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ στο παρελθόν είχε εκδοθεί και από τις εκδόσεις Αντίποδες. Τα διηγήματα που συναντάμε στην συλλογή, των οποίων ο εννοιολογικός συνδετικός κρίκος είναι η συμμετοχή των πρωταγωνιστών τους στην Μικρασιατική Εκστρατεία, έχουν δημοσιευθεί και κατά μόνας σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, έχοντας αποσπάσει αξιόλογες κριτικές.
Με αριστοτεχνική γραφή και με εξαιρετικό χειρισμό της “δημώδης”, ρουμελιώτικης γλώσσας της εποχής, ο Παπαμάρκος δίνει φωνή στους αφανής εκείνους άντρες που πολέμησαν στην Μικρασιατικής εκστρατεία, επιτρέποντας στον αναγνώστη μια ματιά σε αφανή πλευρές του ελληνοτουρκικού πολέμου οι οποίες, έχουν επισκιαστεί από την τραγική Μικρασιατική καταστροφή αλλά και από την μυωπική ιστορική οπτική που καλλιεργήθηκε από την επιλεκτική διδασκαλία και ερμηνεία της σύγχρονης ιστορίας του Ελληνικού κράτους τα τελευταία πολλά χρόνια. Οι άντρες μετά τον πόλεμο γυρνούν στον τόπο τους αλλαγμένοι· θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν την κοινωνία και τις επιταγές της, τα παλιά μίση και χρέη που έχουν μέσα από το πρίσμα των νέων εμπειριών που είχαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πολλές φορές, θα δυσκολευτούν να προσαρμοστούν στην κοινωνία εκείνη που είχαν φύγει για να υπερασπιστούν και θα μας διηγηθούν ιστορίες ανομολόγητες, βίαιες και αιματηρές.
Όλοι οι ήρωες του Δημοσθένη Παπαμάρκου, έχουν κοινή καταγωγή από την ευρύτερη Λοκρίδα, περιοχή που περιλαμβάνει τα παράλια απέναντι από την Εύβοια και περιοχές γύρω από την Αταλάντη και το Μαρτίνο. Η περιοχή αυτή, υπήρξε το μέρος κατοικίας μεγάλων Αρβανίτικων πληθυσμών, πληθυσμού με Αλβανικές ρίζες και την δική τους διακριτή γλώσσα που αποτελεί παρακλάδι των μεσαιωνικών Αλβανικών. Σήμερα, όπως και άλλες πληθυσμιακές ομάδες (βλάχοι, σαρακατσάνοι, κτλ) έχουν αφομοιωθεί πλήρως από το Κράτος και η Αρβανίτικη γλώσσα και τα έθιμα τους έχουν εγκαταλειφθεί σχεδόν. Κάτι που δεν ίσχυε στις αρχές του 19ου αιώνα όπου τοποθετούνται χρονικά τα διηγήματα, στα οποία συναντάμε αρκετές Αρβανιτικές λέξεις και φράσεις αλλά και τον Κανούν (Κανόνα), κάτι μεταξύ κώδικα τιμής και εθιμικό δίκαιο για τους πληθυσμούς αυτών.
Ο συγγραφέας καταφέρνει, με κινηματογραφική ακρίβεια να μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια, σχετικά ξεχασμένη σήμερα μετά από εκατό χρόνια, εποχή και να τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με την όμορφη αγριάδα της. Τα περισσότερα διηγήματα παρουσιάζονται μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρωταγωνιστή που τα διηγείται σε κάποιο φανταστικό ακροατή· με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης, το τρίτο πρόσωπο σε αυτή την αφήγηση, καταφέρνει να χαθεί στις σκοτεινές και βίαιες σελίδες αυτής της τόσο ολοκληρωμένης συγγραφικής δουλειάς.
Εύφημος μνεία στο διήγημα Νόκερ, ένα από τα δυνατότερα της συλλογής για μένα, που αφηγείται την φυγή στην Αμερική ενός άντρα που από ήρωας κατέληξε να λογίζεται εγκληματίας όταν διηγήθηκε τις πράξεις του στον πόλεμο.
Συ προτού να μπλιέξεις με το οτιδήποτε να το σκεφτείς με τον εαυτό σ' με το τι θες να βρωμιστείς. Γιατί καθαρός δεν ειν' κανένας, μονάχα ο άπραγος.