Ο άντρας της ζωής μου
Ο Πέπε Καρβάλιο επιστρέφει στην αγαπημένη του Βαρκελώνη λίγο πριν από το millennium και μαζί, δύο μοιραίες γυναίκες από το παρελθόν.
Ένα Αθηναικό νουάρ
“Δεν γίνεται να μην το κάνω, Μανόλο. Είναι φορσέ. Θα μπει η άλλη μέσα, καταλαβαίνεις; Και μου το ζητάει. Έρχεται στην πόρτα μου και μου το ζητάει. Αλλά είναι και το άλλο. Σκέψου. Βιβλίο. Μυθιστόρημα. Και μάλιστα επιδοτούμενο. Μια ανώμαλη υποτροφία απ' το ζεστό χρήμα μιας ψυχαναγκαστικής μαντάμ απ' το πουθενά που σου φέρνει μαζί πακέτο και την ατμόσφαιρα και την ίντριγκα. Ένα πρόσωπο απ' το παρελθόν, υπόκοσμος, μια άγνωστη με πεντακοσάρικα στο διάδρομο της πολυκατοικίας σου... Ή τώρα ή ποτέ. Τέσσερα χρόνια χωρίς βιβλίο είναι πολλά. Σε λίγο θα είναι οχτώ και μετά τέλος, έτσι πάει. Σώζω τη Ρεβέκκα και ταυτόχρονα μπαίνω στους Hells Angels, πίνω, ρουφάω, άσπρο πάτο, και βγαίνω να γράψω. Και σιγά τους μαλάκες στην τελική. Σιγά τα τσουτσέκια του Τσεχλεντίδη. Τι θα γίνει; Τι θα μου κάνουν, και γιατί; Ένας συγγραφέας είμαι που ψάχνει για δουλειά. Ένας συγγραφέας που ψάχνει για δουλειά.”
“Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου. Άτομα που έζησαν στην τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο παρά πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και μη-σε-νοιάζει-τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε γιατί το '90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δεν θα μας καιταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερο σοβαρά απ' όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε. Φρικιά με έπαρση και ταλέντο που πέρασαν ξυστά απ' το να καταλάβουν κάτι σημαντικό αλλά που δεν το κατάλαβαν, που κάτι πήραν κι απ' το '80 και κάτι τσίμπησαν κι απ' το '70, αλλά που τα ξέρασαν όλα μια νύχτα του 2002 σε κάποιο πάρτι στην Πανεπιστημιούπολη μετά το τελευταίο τριπάκι που δεν αντιλήφθηκαν τότε ότι θα ήταν το τελευταίο και τώρα το 'ψαχναν ακόμα μέσα σε κέτες και κόκες, σε γυμναστήρια με τη μούρη μες στον κώλο ενός μιλένιαλ που κάνει διάδρομο δυο μέτρα μπροστά και που τη βρίζουν, και σε σάπια ντίνερ με διεθνείς φίλους και ντιβέλοπερς και φιλτραρισμένα στόριζ, μορφές με κάποια μαγκιά και λάμψη που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα 'παιξαν κάπου στη διαδρομή, και έσβησαν, και χάθηκαν. Κι απέτυχαν. Και παραδόθηκαν στη μοναξιά ή στην εξουσία, ή και στα δύο. Ένα πρωί στο γραφείο κάποιου κουλ διαφημιστή, στη ρεσεψιόν μιας χώρας που σάπιζε λεπτό με το λεπτό, σ' έναν καταθλιπτικό αλγόριθμο που τους έλεγε στο εξής ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι, σε μια ντιζάιν πολυθρόνα καρφωμένοι για πάντα σαν ανάπηροι με μόνο όπλο τη διαρκή ειρωνεία, σ’ ένα μπαρ με ακίνητο νεγκρόνι κι άδεια ένταση, μέχρι το λαιμό μες στον σκατένιο κοινωνικό χυλό.”