“Δεν γίνεται να μην το κάνω, Μανόλο. Είναι φορσέ. Θα μπει η άλλη μέσα, καταλαβαίνεις; Και μου το ζητάει. Έρχεται στην πόρτα μου και μου το ζητάει. Αλλά είναι και το άλλο. Σκέψου. Βιβλίο. Μυθιστόρημα. Και μάλιστα επιδοτούμενο. Μια ανώμαλη υποτροφία απ' το ζεστό χρήμα μιας ψυχαναγκαστικής μαντάμ απ' το πουθενά που σου φέρνει μαζί πακέτο και την ατμόσφαιρα και την ίντριγκα. Ένα πρόσωπο απ' το παρελθόν, υπόκοσμος, μια άγνωστη με πεντακοσάρικα στο διάδρομο της πολυκατοικίας σου... Ή τώρα ή ποτέ. Τέσσερα χρόνια χωρίς βιβλίο είναι πολλά. Σε λίγο θα είναι οχτώ και μετά τέλος, έτσι πάει. Σώζω τη Ρεβέκκα και ταυτόχρονα μπαίνω στους Hells Angels, πίνω, ρουφάω, άσπρο πάτο, και βγαίνω να γράψω. Και σιγά τους μαλάκες στην τελική. Σιγά τα τσουτσέκια του Τσεχλεντίδη. Τι θα γίνει; Τι θα μου κάνουν, και γιατί; Ένας συγγραφέας είμαι που ψάχνει για δουλειά. Ένας συγγραφέας που ψάχνει για δουλειά.”
notion image
Είναι ο Μιχάλης Κρόκος, μεσήλικας πλάνητας του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, συγγραφέας βιοματικός που ζει τις ιστορίες του κ’ ύστερα τις μεταφέρει στο χαρτί, αυτόκλητος ντετέκτιβ που μπλέκει σε περιπέτειες που θυμίζουν νουάρ μυθιστορήματα.
Όπως ετούτη η παράξενη ιστορία, μια ιστορία που ξεκινά όταν μια εισαγγελέας χώνει με το ζόρι τον Κρόκο σε ένα σκοτεινό κόσμο εκβιασμών και πισώπλατων μαχαιρώματων, ζητώντας του να βρει κάτι που την ενοχοποιεί: ένα deepfake, δηλαδή κατασκευασμένο με AI τεχνολογία βίντεο πορνό, με πρωταγωνιστή την ίδια.
Ο Μιχάλης Κρόκος μπαίνει στην κουνελότρυπα και σύντομα καταλαβαίνει ότι έχει να κάνει με μια υπόθεση που τον ξεπερνά. Μια Alt-right οργάνωση και διεφθαρμένοι πολιτικοί, incels και οι κουλτούρες του διαδικτύου, το Gen-X παρελθόν και ο Φουσέκης, το gentrified κέντρο της Αθήνας, η ηλεκτρική υγρασία που πλανάται πάνω από τον Αττικό ουρανό, τα εναλλακτικά μπαράκια κάθε είδους στην Ασκληπιού και στα Εξάρχεια, ο κόσμος της νύχτας, μοιραίες γυναίκες, ναρκέμποροι. Μια υπόθεση που στην καλύτερη θα του δώσει το υλικό και τα λεφτά που χρειάζεται για να βάλει μπροστά το επόμενο βιβλίο του και στην χειρότερη, θα του στοιχίσει την ζωή του.
Το Deepfake του Μάκη Μαλαφέκα, η τρίτη περιπέτεια του Μιχάλη Κρόκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες, κατακτά άξια και με ευκολία μια θέση ανάμεσα στα πιο φρέσκα μυθιστορήματα του είδους. Ένα νουάρ, Μεσογειακό, Αθηναϊκό, που κερδίζει τον αναγνώστη με την κοφτερή γραφή του, την γρήγορη πλοκή του και την εξαιρετική σκιαγράφηση τόπων, χαρακτήρων και της ελληνικής πραγματικότητας. Τοποθετημένο σε μια μετα-κόβιντ Αθήνα, καταπιάνεται με σύγχρονα θέματα και καταστάσεις, κρύβοντας όμως μέσα στις γραμμές του ένα love letter σε μια άλλη Αθήνα, αυτή της δεκαετίας του 80 και του 90, της Αθήνας της γενιάς Χ, της γενιάς του Κρόκου.
“Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου. Άτομα που έζησαν στην τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο παρά πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και μη-σε-νοιάζει-τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε γιατί το '90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δεν θα μας καιταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερο σοβαρά απ' όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε. Φρικιά με έπαρση και ταλέντο που πέρασαν ξυστά απ' το να καταλάβουν κάτι σημαντικό αλλά που δεν το κατάλαβαν, που κάτι πήραν κι απ' το '80 και κάτι τσίμπησαν κι απ' το '70, αλλά που τα ξέρασαν όλα μια νύχτα του 2002 σε κάποιο πάρτι στην Πανεπιστημιούπολη μετά το τελευταίο τριπάκι που δεν αντιλήφθηκαν τότε ότι θα ήταν το τελευταίο και τώρα το 'ψαχναν ακόμα μέσα σε κέτες και κόκες, σε γυμναστήρια με τη μούρη μες στον κώλο ενός μιλένιαλ που κάνει διάδρομο δυο μέτρα μπροστά και που τη βρίζουν, και σε σάπια ντίνερ με διεθνείς φίλους και ντιβέλοπερς και φιλτραρισμένα στόριζ, μορφές με κάποια μαγκιά και λάμψη που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα 'παιξαν κάπου στη διαδρομή, και έσβησαν, και χάθηκαν. Κι απέτυχαν. Και παραδόθηκαν στη μοναξιά ή στην εξουσία, ή και στα δύο. Ένα πρωί στο γραφείο κάποιου κουλ διαφημιστή, στη ρεσεψιόν μιας χώρας που σάπιζε λεπτό με το λεπτό, σ' έναν καταθλιπτικό αλγόριθμο που τους έλεγε στο εξής ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι, σε μια ντιζάιν πολυθρόνα καρφωμένοι για πάντα σαν ανάπηροι με μόνο όπλο τη διαρκή ειρωνεία, σ’ ένα μπαρ με ακίνητο νεγκρόνι κι άδεια ένταση, μέχρι το λαιμό μες στον σκατένιο κοινωνικό χυλό.”
Εξαιρετικό και απολαυστικό, με ελάσσων αρνητικο το κάπως βιαστικό τέλος. Ένα πολύ καλό και φρέσκο Ελληνικό νουάρ.