Τα πρωινά, στο χωριό, συνέχιζε να γράφει το βιβλίο του, στο δωμάτιο του ή έξω, σ΄ένα απ΄τα τραπεζάκια του cafe. Το βιβλίο έφερε τον προσωρινό τίτλος: Το μαύρο του καλοκαιριού. Πράγματι, υπήρχε ένα κοντράστ ανάμεσα στο φως του Νότου και σ΄εκείνο των δρόμων του Παρισιού όπου αναπτύσσονταν οι σκοτεινοί χαρακτήρες που ΄χε γνωρίσει. Σελίδα τη σελίδα, τους άφηνε να γλιστρήσουν σ’ έναν παράλληλο κόσμο όπου δεν είχε πια τίποτα να φοβηθεί απ΄αυτούς. Δεν ήταν παρά ένας νυχτερινός παρατηρητής που έγραφε ό,τι είχε δει, μαντέψει ή φανταστεί ολόγυρα του.
Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να ΄χει ξεκινήσει το βιβλίο του στο Παρίσι, στο δωμάτιο της Κε-ντε-λα-Τουρνέλ. Αυτό, βέβαια, δε θα του ήταν εύκολο υπό τη συνεχή απειλή των τριών “ηλιθίων” που η τελευταία τους εικόνα τον στοίχειωνε: οι τρεις τους, πίσω από την τζαμαρία, νύχτα, κι ο ένας τους να τον κυνηγάει ως το σταθμό του μετρό.
Ο εβδομηντάχρονος Ζαν Μπόσμαν ακούει ένα τραγούδι που κάνει την σκέψη του να γυρίσει πίσω πενήντα χρόνια. Ένα τραγούδι που του θυμίζει μια γυναίκα που γνώρισε ως εικοσάχρονος στο Παρίσι, και μαζί με αυτή, θυμάται και όλη εκείνη την εποχή, τους τόπους, τις μυρωδιές, τους ήχους. Μαζί όμως και τα σκοτεινά μυστικά που είχε αφήσει κρυμμένα στα βάθη της μνήμης του και ένα μυστήριο που παραμένει ακόμη και σήμερα άλυτο και του οποίου οι ρίζες κρύβονται στην παιδική του ηλικία, όταν ζούσε στην όμορφη κοιλάδα του Σεβρέζ κοντά στο Παρίσι, οικόσιτος σε ένα σπίτι στο οποίο μπαινόβγαιναν περίεργες προσωπικότητες.
Σεβρέζ, Οτέιγι, Παρίσι και Γαλλικός Νότος. Μνήμη, μελαγχολία και το υπόκωφο βουητό μια απροσδιόριστης απειλής κάπου στο βάθος. Ένα μποέμ Παρίσι, βγαλμένο από το κουτσό του Κορτάσαρ, φωτισμένα βουλεβάρτα γεμάτα από μεταπολεμική αισιοδοξία, κακοφωτισμένα διαμερίσματα που λειτουργούν ως σκιώδεις λέσχες γεμάτες από κακόφημους χαρακτήρες του υποκόσμου.
Ζαν Μπόσμαν, όπως λέμε Πατρίκ Μοντιανό. Ο λόγος για τον πολυγραφότατο Γάλλο νομπελίστα, και το μυθιστόρημα του που φέρει τον Chevreuse(Σεβρέζ), δανειζόμενο το όνομα της ειδυλλιακής κοιλάδας που βρίσκεται νότια του Παρισιού. Χρησιμοποιώντας τον Μπόμαν, το μυθιστορηματοποιημένου alter-ego του, ως αφηγητή, ο συγγραφέας “ξαναγράφει”, όπως αρέσκεται να λέει, το ίδιο μυθιστόρημα, μια autofiction νουβέλα στην οποία εξερευνεί με το χαρακτηριστικό του ύφος το μελαγχολικό παρελθόν και τα μικρά σκοτεινά μυστικά που κρύβει.
Με εξαιρετική, σχεδόν υπνωτιστική γραφή, ο Μοντιανό μας δίνει ένα βιβλίο γεμάτο από μικρές δόσεις μνήμης, μικρά κατακερματισμένα κεφάλαια που βουτούν τον αναγνώστη στις ασαφής αναμνήσεις του Μπόσμαν, ενός άλλου Μοντιανό. Σαν άλλος Προυστ, πιάνεται από μικρές λεπτομέρειες που του ξυπνούν αναμνήσεις για μια εποχή που έχει χαθεί δια παντός, για τα μικρά μυστικά της παιδικής ηλικίας αλλά και της πρώτης νιότης, για τη σκηνή ενός απροσδιόριστου εγκλήματος που κάποτε ήταν μάρτυρας.
Ο καθηγητής του της φιλοσοφίας του ΄χε εκμυστηρευτεί κάποτε ότι οι διαφορετικές περίοδοι μιας ζωής – παιδική ηλικία, εφηβεία, ωριμότητα, γηρατειά – αντιστοιχούν και σε πολλούς διαδοχικούς θανάτους. Το ίδιο ίσχυε και για τα θραύσματα αναμνήσεων που προσπαθούσε να τα σημειώνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα: κάποιες εικόνες μια περιόδου της ζωής του που τις έβλεπε να ξετυλίγονται γρήγορα προτού εξαφανιστούν οριστικά στη λήθη.