Αυτός ο χειμώνας

Ένας άντας πενά μόνος του το χειμώνα στη φύση, σε ένα απομακρυσμένο χωριό των Γρεβενών

Ο φύλακας νίφτηκε και έφαγε λίγο ψωμί και τυρί, άρχισε να ασχολείται με διάφορα μικροπράγματα, όμως τα παράτησε όλα και κοίταξε έξω. Σηκώθηκε όπως ήταν, έριξε το παλτό στην πλάτη του και βγήκε. Αισθανόταν την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον, να δει έναν άνθρωπο.
Ξεκλείδωσε την πόρτα του τηλεφωνείου, μπήκε στον στενό και παγωμένο χώρο, ο οποίος κοιτούσε να σε ξαφνιάσει με ένα χαρμάνι από βαριές και άσχημες μυρωδιές. Λίγα καθίσματα και ένας παραστάτης με τη συσκευή του τηλεφώνου. Ένας κατάλογος του νομού Γρεβενών κι ένα λιγδιασμένο πλαστικό σταχτοδοχείο.
Αλλά δίστασε ο Στέργιος. Ο Λευτέρης θα ήταν στο λύκειο τώρα, ποιον άλλο μπορούσε να καλέσει; Όλοι με τις δουλειές τους και τις οικογένειές τους. Κι εκείνου θα του άρεσε να κάνει οικογένεια. Το σκεφτόταν πού και πού. Είχε ερωτευτεί κάποτε, είχε όνειρα, αλλά με τον καιρό μαθαίνεις τι είδους άνθρωπος είσαι και τότε οι ψευδαισθήσεις αραιώνουν, διαλύονται σαν το μελάνι στο νερό. Ωστόσο σε πνίγει κάποιες στιγμές η μοναξιά. Θέλεις να κλείσεις τα μάτια και να εξαφανιστούν τα πάντα, όπως με τόση σοφία κάνει η στρουθοκάμηλος. Αλλά στην πόλη ο ορίζοντας στένευε ασφυκτικά για έναν άνθρωπο που είχε εντρυφήσει στη μοναξιά του. Τα Γρεβενά είχαν μαγαζιά, είχαν γυναίκες, υπήρχαν διασκεδάσεις στα Γρεβενά, αλλά από κει κι έπειτα μόνο τσιμέντο και άσκοπη βαβούρα. Να γυρεύεις ανθρώπους που θα σε καταλάβουν είναι μάταιο. Το είχε εμπεδώσει ο Στέργιος αυτό. Έξι μήνες το χρόνο στα Γρεβενά, για να ξεχειμάσει το κοπάδι, έξι στο Περιβόλι, μέχρι τις πρώτες τάξεις του εξατάξιου, τότε, γυμνασίου. Ύστερα η εκδημία του πατέρα, το πούλημα του κοπαδιού και η μόνιμη εγκατάσταση στα Γρεβενά. Ύστερα το φανταρικό, τα πρώτα μεροκάματα στις οικοδομές, οι πρώτες βόλτες στο Περιβόλι. Ύστερα το πρώτο καλοκαίρι στο Περιβόλι. Δουλειά το καλοκαίρι, διασκέδαση και ξεκούραση τον χειμώνα. Το εργοστάσιο, η γνωριμία με τη Σοφία, το αγροτικό, οι πρώτες βόλτες με το αγροτικό, το μεγάλο όχι της Σοφίας ενώ ήταν αρραβωνιασμένοι. Κι ύστερα η διαφωνία με τον προϊστάμενο και οι εκατέρωθεν μηνύσεις – ο επίλογος της διαφωνίας. Η μοναξιά και η απογοήτευση. Πάλι ξανά το καλοκαίρι στο Περιβόλι. Και μετά όλο το χρόνο. Και μετά μόνο χειμώνα φύλακας. Στα Γρεβενά για λίγο, για ξέσκασμα, και μετά πάλι στα δάση. Μόνος, διάγοντας βίο αγριμιού. Χωρίς να είναι γραμμένος σε κόμματα και συλλόγους.
Δεν αγαπούσε τίποτα άλλο πέρα από το κυνήγι και το βουνό. Το βουνό και το δάσος.
notion image
Χειμώνας το ‘89 στο Περιβόλι, ένα πάλαι ποτέ κεφαλοχώρι των Γρεβενών στις παρυφές της Βάλια Κάλντα. Το χωριό έρημο· στα κάποτε πολύβουα σοκάκια του τώρα τριγυρνάν μόνο τσακάλια, αρκούδες και ο παγωμένος άνεμος, με τους κατοίκους-μετανάστες να έχουν εποικίσει στις μεγαλουπόλης της επικράτειας με εισιτήριο μετ’ επιστροφής για τους καλοκαιρινούς μήνες ως παραθεριστές. Οι λόγοι πολλοί, γνωστοί και χιλιοειπωμένη, άλλωστε δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο χωριό της ελληνικής επικράτειας που αδειάζει και μετατρέπεται σε γοητευτικά ερείπια ένα με το περιβάλλον τοπίο στην χειρότερη, θεματικό πάρκο για τουρίστες στην καλύτερη. Ο κυριότερος: ο χειμώνας είναι σκληρός και αμείλικτος στα βουνά.
Ο μόνος που χει απομείνει στο Περιβόλι είναι ο Στέργιος, ο φύλακας του χωριού. Μοναχικός και μονόχνοτος, έρχεται αντιμέτωπος με χειμώνα που κυκλώνει από παντού το έρημο χωριό, με το χιόνι και τη βροχή, με την άγρια προσωποποίηση της φύσης που ενσαρκώνεται στην περιστασιακή αρκούδα που τριγυρνά στις παρυφές του χωριού, μα πάνω από όλα με τον εαυτό του και τις επιλογές του, με το παρελθόν του και τα λάθη του. Δεν είναι η πρώτη χρονιά που τον βρίσκει φύλακα, είναι όμως η πρώτη που είναι τελείως μόνος, στερόυμενος ακόμη και τους περιστασιακούς εκείνους συντρόφους που ήταν οι άλλοι φύλακες τις προηγούμενες χρονιές. Η μοναξιά για τον ίδιο είναι ελκυστική, όμως η απόλυτη μοναξιά αυτού του χειμώνα τον πνίγει.
Ο Δημήτρης Καρακίτσος, συγγραφέας και του εξαιρετικού Ο Δον Υπαστυνόμος, χτίζει με το βιβλίο του Αυτός ο Χειμώνας, ένα μυστικιστικό σκηνικό. Με φόντο τις ολοζωντανες, παγερές και όμορφες εικόνες του χιονισμένου Περιβολιού, αποδομεί τον χαρακτήρα του Στέλιου, τα τραύματα, τις εμμονές και τις φοβίες του, ο οποίος ζει σαν αγρίμι και άγιος μες την, εν μέρη οικειοθελή μοναξιά του και μαζί την σύγχρονη ενδόμυχη λαχτάρα που γεννιέται μέσα στους κατοίκους της πόλης για επιστροφή στην φύση. Η απλή και κοφτή γραφή του, η οποία δημιουργεί και περιγράφει με ατμοσφαιρική ακρίβεια την μαγεία της φύσης, φέρνει στο προσκήνιο το ασυμβίβαστο της σύγχρονης ζωής με την άγρια φύση και την μοναξιά, προσωποποιώντας την αντίφαση αυτή στο πρόσωπο του φύλακα του χωριού. Ένα χωριό στην τελική, χρειάζεται περισσότερα από ένα άτομα για να υπάρξει.
Η άγρια και χαρούμενη ομορφιά των βουνών, η παρηκμασμένη ζωή στην ερημωμένη επαρχία. Ένα πολύ όμορφο βιβλίο από τις εκδόσεις αντίποδες.