Αούστερλιτς

Μνήμη, ταυτότητα και η απώλεια αυτών. Η ιστορία του Ζακ Αούστερλίτς από έναν μεγάλο γερμανό συγγραφέα

Sep 20, 2024
Ἐν πάση περιπτώσει, καθώς διασχίζαμε τὴν κοιλάδα τοῦ Ρήνου δὲν ἤξερα σὲ ποιά ἐποχὴ τῆς ζωῆς μου βρισκόμουν. Μέσα ἀπ᾿ τὴν ἀπογευματινή λάμψη ἔβλεπα τὴ φλογερή αὐγὴ ποὺ πρόβαλε πάνω ἀπ' τὴν ἄλλη ὄχθη καὶ ξεχύθηκε ἀστραφτερὴ σὲ ὁλόκληρο τὸν οὐρανό, καὶ ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅταν σκέφτομαι τὰ ταξίδια μου στὸν Ρῆνο, ἀπ' τὰ ὁποῖα τὸ δεύτερο ἦταν ἐξίσου τρομακτικὸ μὲ τὸ πρῶτο, ἔρχονται ὅλα πάνω-κάτω στὸ κεφάλι μου, αὐτὰ ποὺ ἔχω ζήσει κι αὐτὰ ποὺ ἔχω διαβάσει, οἱ ἀναμνήσεις ποὺ ξεπροβάλλουν καὶ βυθίζονται πάλι, οἱ εἰκόνες ποὺ τρέχουν καὶ τὰ ὀδυνηρὰ τυφλὰ σημεῖα, ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα πιά. Βλέπω αὐτὸ τὸ γερμανικό τοπίο, εἶπε ὁ ῎Αουστερλιτς, ἔτσι ὅπως τὸ ἔχουν περιγράψει παλιότεροι ταξιδευτές, τὸ μεγάλο, ἀδιευθέτητο ποτάμι, ποὺ κατὰ τόπους ὑπερχειλίζει, τοὺς σολομοὺς ποὺ σπαρταρᾶνε μέσα στὰ νερά, τὰ καβούρια ποὺ τρέχουν πάνω στὴ λεπτὴ ποταμίσια ἄμμο· βλέπω τὰ ρηνανικὰ ὄρη στὰ σκοτεινὰ σκίτσα τοῦ Βικτόρ Οὐγκὼ μὲ σινική, βλέπω τὸν Τζόζεφ Μάλλορντ Τέρνερ νὰ κάθεται στὸ πτυσσόμενο καρεκλάκι του καὶ νὰ ζωγραφίζει μὲ γοργὲς πινελιές κοντὰ στὴν πόλη Μπάχαραχ, τὴν πόλη τοῦ θανάτου, βλέπω τὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ Βέρνουι καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ Χλανούδυν ποὺ χάθηκαν μέσα τους, καὶ βλέπω, εἶπε ὁ ῎Αουστερλιτς, τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ποντικιῶν, γιὰ τὰ ὁποῖα λένε ὅτι ἡ γκρίζα στρατιά τους ἦταν ἡ μάστιγα τῆς περιοχῆς, νὰ πέφτουνε μέσα στὸ ρέμα κι ἔπειτα, μὲ τοὺς μικροὺς λαιμοὺς ἴσα νὰ κρατιοῦνται πάνω ἀπ᾿ τὸ κύμα, νὰ κολυμπᾶνε ἀπεγνωσμένα γιὰ νὰ φτάσουν στὴ σωτήρια νῆσο.
notion image
Η Μνήμη είναι μια εκ των καθοριστηκότερων ανθρώπινων ιδιοτήτων η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητάς μας και που σχεδόν καθετί κατακτούμε στη σφαίρα του ατομικού, στην σφαίρα του κοινωνικού, στην σφαίρα του πολιτιστικού, βασίζεται στην εκμετάλλευση και στην ανάκληση αυτής. Πως μας διαμορφώνει η μνήμη μας ή ενδεχομένως η έλλειψη αυτής; Και κάνοντας ένα βήμα πίσω, τι ρόλο παίζει για την διαμόρφωση μεγαλύτερων ομάδων όπως κρατών, κοινωνιών, πολιτισμών, η συλλογική μνήμη, είτε είναι αληθινή είτε διαμορφωμένη και αναμορφωμένη εκ τον υστέρων;
Η μνήμη, η σταδιακή φθορά της που φέρει τη λήθη, η παρακμή ανθρώπων και πολιτισμών, είναι θεματικές που συναντάμε στο έργο του Γερμανού Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (W. G. Sebald), ενός συγγραφέα τον οποίο θα δυσκολευόταν κανείς να τοποθετήσει στα συνηθισμένα συγγραφικά καλούπια. Τα βιβλία που πρόλαβε να εκδώσει πριν απ’ τον πρόωρο χαμό του σε ηλικία 57 ετών, χαρακτηρίζονται από ένα ιδιαίτερο, προσωπικό, μεταλογοτεχνικό ύφος, παντρεύοντας μυθοπλασία, αυτοβιογραφία, δοκίμιο και ταξιδιωτική λογοτεχνία για να δημιουργήσουν ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό κράμα που ίδιος αποκαλούσε απλά “πεζογραφικές αφηγήσεις”.
Οι αφηγήσεις του είναι χαρακτηριστικά μελαγχολικές και χαρακτηρίζονται από ένα υποβόσκον ήθος που αντανακλά έναν κεντροευρωπαϊκό πολιτισμό που αν δεν έχει εκλείψει τότε σίγουρα οδεύει προς τη λήθη. Ο Ζέμπαλντ είναι προϊόν της μεταπολεμικής Γερμανίας, όπου η υποβόσκουσα συλλογική ενοχή, η ακούσια σιωπή και η άρνηση ανασκόπησης σχετικά με τα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τον οδήγησαν να την εγκαταλείψει, ζώντας αυτοεξόριστος μέχρι το θάνατό του. Η καταστροφή του πολέμου που ρήμαξε την Ευρώπη και η επιπτώσεις αυτού σε ανθρώπους και κράτη, είναι ένα θέμα που ανακύπτει σχεδόν σε όλα τα βιβλία του, κρυμμένο όμως πολύ καλά. Ο συγγραφέας αρέσκεται να μιλά γι αυτό με πλάγιο τρόπο, τοποθετώντας το στο φόντο, σαν μια πανταχού παρούσα κινησιουργό δύναμη.
Η θεματική αυτή είναι ίσως πιο προφανής στο έργο που έμελλε να είναι το τελευταίο του και το οποίο εκδόθηκε έναν χρόνο πριν από το θάνατο του, χαρίζοντας του διεθνή αναγνώριση και κύρος, στο βιβλίο Αούστερλιτς. Πρόκειται για την ιστορία ενός αινιγματικού άντρα, του Ζακ Αούστερλιτς, καθηγητή αρχιτεκτονικής τον οποίο ο αφηγητής – ο ίδιος ο Ζέμπαλντ – συναντά τυχαία στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αμβέρσας στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αν και οι δύο άντρες αποκτούν φιλικές σχέσεις και συνεχίζουν να συναντιούνται τις επόμενες δεκαετίες σποραδικά και τυχαία σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, λίγα πράγματα είναι γνωστά για το παρελθόν του πολυπαθούς και καλλιεργημένου Αούστερλιτς μέχρι που τελικά ανοίγεται και αφηγείται την ζωή του, αδημονώντας να εκμυστηρευτεί, να μοιραστεί, να το βγάλει από μέσα του.
Αν και ζει στην Αγγλία και μεγάλωσε σ΄ ένα μικρό χωριό στην Ουαλία ως μέλος της οικογένειας ενός ηλικιωμένου ιεροκήρυκα, ο Ζακ Αούστερλιτς δεν είναι ‘Αγγλος. Τη δεκαετία του ‘40 και σε ηλικία τεσσάρων ετών, σε εκείνη την ηλικία που η μνήμη είναι ακόμη ρευστή και ευμετάβλητη, μεταφέρθηκε από την Πράγα στην Αγγλία στα πλαίσια μιας επιχείρησης που σκοπό είχε να απομακρύνει νεαρά παιδιά εβραικής από το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου και από τα εδάφη του τρίτου Ράιχ. Η προηγούμενη ταυτότητα του, οι μνήμες και οι αναμνήσεις από την οικογένεια του, έσβησαν και σταδιακά πήραν θέση βαθιά πίσω στο μυαλό του, αφήνοντας στην θέση του ένα αίσθημα ανολοκλήρωσης, ένα αίσθημα του ”μη ανήκειν” το οποίο επιβεβαιώθηκε όταν στην εφηβεία του έμαθε την αλήθεια για την καταγωγή του. Η διάλυση και η ανακατασκευή της ταυτότητας του, ο ξεριζωμός και η αποκοπή από τις ρίζες, δημιουργούν στον Ζακ Αούστερλιτς βαθιά τραύματα και νευρώσεις. Σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα αποφασίζει να αναζητήσει τις ρίζες του, η ερευνά του θα τον οδηγήσει στην Πράγα και τελικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζιενσταντ και στην φρίκη που κρύβεται πίσω από τα τοίχοι του.
Με το Αούστερλιτς ο Ζέμπαλντ εγείρει ένα συγκινητικό μνημείο σε όλους τους ξεριζωμένους παραδίδοντας ένα ιδιαίτερα πυκνογραμμένο βιβλίο που με την ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη αφήγηση του θα κερδίσει  τον αναγνώστη. Με βασικό εργαλείο την ιστορία του Αούστερλιτς, ο συγγραφέας εξερευνεί στην πραγματικότητα την μνήμη(συλλογική ή/και ατομική) και την έλλειψη αυτής, ενώ ταυτόχρονα παίζει με το δυισμό τον θαυμάτων αλλά και τον εκτρομάτων που μπορεί να γεννήσει ο άνθρωπος. Όπως και το σύνολο του έργου του Ζέμπαλντ, έτσι και αυτό το βιβλίο αποτελεί έναν ιδιαίτερο αναγνωστικό άθλο, μια εμπειρία που θα κάνει καιρό να αφήσει τον αναγνωστη.
Από τις εκδόσεις Άγρα