Ο Don DeLillo είναι ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικάνους συγγραφείς, ένας εκ των πατριαρχών του ιμπεριαλισμού. Στο πλούσιο έργο του καταπιάνεται με πλειάδα θεμάτων, όπως για παράδειγμα ο ψυχρός πόλεμος, η πολιτική και η κοινωνία, την αλλοτρίωση του ανθρώπου στην σύγχρονη εποχή, φλερτάροντας συνεχώς με την εξερεύνηση των βαθών της ανθρώπινης φύσης και ψυχής.
Ασχολήθηκε αργά με τη συγγραφή, σε ηλικία 35 ετών. Ως τότε εργαζόταν στον “αναδυόμενο” εκείνη την εποχή, τομέα της διαφήμισης, ως κειμενογράφος. Οι συγγραφικές του προσπάθειες, αμήχανες ως τότε, χαρακτηρίζονται από επιρροές από συγγραφείς όπως Τζόυς, Φωκνέρ, Κερουάκ και Καμύ, ενώ συχνά αναφορές υπάρχουν σε καλλιτέχνες από την Τζαζ σκηνή και κινηματογραφιστές. Επιρροές που συναντάμε και στο πρώτο του έργο, το Americana που εκδόθηκε το 1971, που εκδόθηκε πρόσφατα στα Ελληνικά, από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου και αποτελεί και την πρώτη, δικιά μου επαφή, με το έργο του DeLillo.
Πρωταγωνιστής είναι ο Ντέιβιντ Μπελ, ευκατάστατος λευκός μεσοαστός, στην Αμερική της δεκαετίας του 60. Στο πρώτο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου, βλέπουμε την ζωή του στην Νέα Υόρκη, όπου εργάζεται ως ανώτερο στέλεχος σε ένα τηλεοπτικό σταθμό. Με εξαιρετική μαεστρία ο DeLillo ζωντανεύει την κουλτούρα των γραφείων και των επιχειρήσεων. Βλέπουμε της ενδοεταιρικές ίντριγκες, τον μνημειώδη σεξισμό προς τις γυναίκες συναδέλφους που ως επί το πλείστον είναι σε θέσεις γραμματέων, τις ατέλειωτες συνεδριάσεις μεταξύ των στελεχών ώστε να αυξηθεί η ακροαματικότητα. Όλα αυτά, παρουσιάζονται με τόση μαεστρία και ακρίβεια που μοιραία στον σύγχρονο αναγνώστη θα θυμίσει την τηλεοπτική σειρά Mad Men που πραγματεύεται παρόμοια θεματολογία, που ουσιαστικά δεν είναι άλλη από το αμερικάνικο όνειρο, ο γρήγορος πλουτισμός, το κυνήγι του “επιτυχίας”.
Ο Μπελ φαινομενικά ευημερεί σε αυτό το περιβάλλον με τους καταιγιστικούς ρυθμούς. Είναι επιτυχημένος στην δουλειά του που αφορά το αντικείμενο που έχει σπουδάσει (κινηματογραφιστής), έχει την εύνοια του αφεντικού του και βγάζει καλά λεφτά. Παρά τον αποτυχημένο γάμο του, η ερωτική του ζωή “πάει” καλά, καθώς είναι ευπαρουσίαστος και έχει τον “τρόπο” του με τις γυναίκες. Η ζωή του, με λίγα λόγια, είναι στρωμένη. Στην πραγματικότητα όμως, χάρη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την δική του, ίσως αξιόπιστη οπτική, πίσω από έναν αυτοθαυμασμός που αγγίζει τον ναρκισσισμό, βλέπουμε ένα τεράστιο εσωτερικό κενό που έχει φέρει τον πρωταγωνιστή στα όρια της κατάρρευσης.
Ένα κενό, στο οποίο ο DeLillo αντικατοπτρίζει το υπαρξιακό κενό μια ολόκληρης κοινωνίας με εξαιρετικό τρόπο από την πρώτη κιόλας πρόταση του βιβλίου.
“Έτσι φτάσαμε στο τέλος ενός ακόμη πληκτικού και μακάβριου χρόνου.”
Η ακόμη πιο χαρακτηριστικά, σε μια από τις διασημότερες φράσεις του βιβλίου:
“Ο πόλεμος είναι στην τηλεόραση κάθε βράδυ, αλλά όλοι πηγαίναμε στις ταινίες”
Το κενό που νιώθει ο Μπελ, το οδηγεί να αρπάξει την πρώτη ευκαιρία που βρίσκει για να φύγει από την πόλη, το γύρισμα ενός προγράμματος για του Ινδιάνους στις μεσοδυτικές πολιτείες. Μετά από το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο αποτελείται από μια αναδρομή στην παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή, εκ πρώτης όψεως προνομιακή αλλά με τα δικά της μικρά σκοτεινά μυστικά, γυρνάμε στο παρόν, στο τρίτο μέρος, όπου τον βλέπουμε να φεύγει δυτικά μαζί με τρεις γνωστούς του, βγαλμένους μέσα από τον εναλλακτικό κόσμο της αβάν-γκαρντ της Νέας Υόρκης, που έρχεται σε αντιδιαστολή με τον κόσμο των επιχειρήσεων. Την πειραματική καλλιτέχνη Σάλιβαν, με την οποία ο Ντέιβιντ Μπελ είναι, σχεδόν εμμονικά, ερωτευμένος, τον επίδοξο συγγραφέα Μπραντ και τον εκκεντρικό Πάικ.
Το μέρος αυτό, έχει συχνά παραλληλιστεί με το Στον Δρόμο του Κέρουακ, αλλά στην πραγματικότητα απέχει πολύ από ένα ταξιδιωτικό κομμάτι. Το ταξίδι σύντομα σταματά σε μια τυχαία πόλη στα μεσοδυτικά και ο Μπελ εγκαταλείπει τον αρχικό σκοπό του ταξιδιού (και τη δουλειά του ουσιαστικά καθώς κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με παραίτηση) και ξεκινά να γυρίζει μια πειραματική ταινία, στρατολογώντας ως ηθοποιούς κατοίκους της πόλης που έχουν σταματήσει. Το σενάριο της ταινίας, ουσιαστικά αποτελείται από σκόρπια κομμάτια της ζωής του εως τώρα και η όλη διαδικασία, οδηγεί τον κινηματογραφιστή να συγκρουστεί με την ως τότε πορεία του που αναλύοντας την με μια νέα οπτική θα τον κάνει να επανέκτημίσει τα πράγματα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το American είναι περισσότερο ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης παρά ένα μυθιστόρημα ταξιδιού.
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, μετά από μια ρήξη με την Σάλιβαν και τον Μπραντ, ο Μπελ φεύγει και περιπλανιέται στην Αμερική, την οποία μετά από την εσωτερική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε, βλέπει από άλλο μάτι και τελικά μετά από διάφορες σουρεάλ εμπειρίες τελικά γυρνά στην Νέα Υόρκη. Το μέρος αυτό είναι και το πιο αδύναμο καθώς ο DeLillo, όπως εν μέρη και στο τρίτο μέρος, πειραματίζεται με αρκετά διαφορετικά πράγματα ενώ η συνοχή της πλοκής είναι πολύ χαλαρή σε σχέση με τα δύο πρώτα μέρη στα οποία παρατηρούμε μια πιο σαφή στόχευση.
Παρά αυτή την κοιλιά, την ίσως αναμενόμενη καθώς μιλάμε για το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, κάθε άλλο από πάρα ερασιτεχνικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Παρόλο που o Don DeLillo δεν έχει ακόμη τελειοποιήσει το προσωπικό του στυλ, που θα τον αποθεώσει σε μεταγενέστερα έργα όπως ο Λευκός Θόρυβος ή ο Υπόγειος Κόσμος, βλέπουμε εδώ όλα τα στοιχεία ενός πολύ καλού μυθιστορήματος που αξίζει να διαβαστεί.