45° υπό σκιάν

Ο αντικατοπτρισμός της αποικιοκρατικής κοινωνίας του μεσοπολέμου, στο επιβατικό σαπιοκάραβο Ακιταίν.

Το πλοίο κοιμόταν. Πλησιάζοντας στην Τενερίφη η άπνοια ήταν πλήρης και η θάλασσα, αρυτίδωτη, ανεβοκατέβαινε σε μεγάλα βουβά κύματα που ερχόταν από μια φουσκοθαλασσιά στα ανοιχτά του Ατλαντικού. Το φινιστρίνι ήταν ανοιχτό και έμπαινε ένα δροσερό αεράκι που το απολάμβανες σαν δροσιστικό ποτό. Φαινόταν ένα κομμάτι ουρανού που ασήμιζε απ΄το φως του φεγγαριού. Ο λαμπτήρας ήταν σβηστός. Μόνο του λυχναριού η κοκκινωπή φλογίτσα λικνιζόταν, και ο αέρας που ερχόταν απ’ έξω σκόρπιζε σε όλες τις γωνιές της καμπίνας τις βαριές αναθυμιάσεις του οπίου. Αλλά εκείνο που μετρούσε ήταν άλλο. Ο Ντοναντιέ, ξαπλωμένος ανάσκελα στην κουκέτα, είχε το βλέμμα καρφωμένο στον γαλάζιο δίσκο του φεγγαριού χωρίς όμως να το βλέπει. Ανέπνεε; Είχε σφυγμό; Ήταν άνευ σημασίας! Ζούσε σε μιαν άλλη ζωή κι όχι τη δική του. Ζούσε δέκα ζωές, εκατό ζωές, ή μάλλον μια πολλαπλή ζωή, εκείνην του πλοίου ολόκληρου.
notion image
Το Ακιταίν, ενα γαλλικό ποστάλι της γραμμής, περιπλέει τις ακτές της Δυτικής Αφρικής με προορισμό την Ευρώπη. Οι επιβάτες του, αντικατοπτρίζουν την αποικιοκρατική πραγματικότητα της Γαλλικής/Βελγικής, και όχι μόνο, κοινωνίας του μεσοπολέμου. Αποικιοκράτες, τυχοδιώκτες και αξιωματική στην πρώτη θέση, προλετάριοι εργάτες και φτωχοδιάβολοι στην δεύτερη, Κινέζοι εμιγκρέδες στο αμπάρι· ο Ντοναντιέ, ο αυστηρός, τυπολάτρης γιατρός του πλοίου, σαν άλτερ ίγκο του αναγνώστη, παρακολουθεί αμέτοχος τον μικρόκοσμο αυτό και τις ισορροπίες του, που διαταράσσονται προοδευτικά, μέρα με την μέρα, αποκαλύπτοντας ελαφρά ήθη, εύπλαστες ηθικές και κρυμμένα πάθη καθώς το πλοίο αφήνει πίσω του τους Τροπικούς και πλησιάζει στην Ευρώπη.
Το αποκαλούσε πλοίο από συνήθεια! Ήταν ένα κομμάτι ύλης, που είχε μέσα του ζωή, που έπλεε και κατευθυνόταν μ΄ένα ρυθμικό αγκομαχητό προς τα βράχια.
Σε ένα εξωτικό σκηνικό που θυμίζει Κόνραντ αλλά και λίγο από τη γεωγραφία των στίχων του Καββαδία, στο “45° υπό σκιάν”, ένα από τα πρώτα βιβλία του συγγραφέα που κατατάσσεται στα λεγόμενα “Romans Durs”, τις “σκληρές” εκείνες νουβέλες που ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει την δεκαετία του 30 επιχειρώντας να αποστασιοποιηθεί από την πιο “pulpy” σειρά με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ κορτάρωντας πιο σοβαρά και σκοτεινά θέματα, ο Ζωρζ Σιμενόν περιγράφει την ζωή και τα πάθη των επιβατών του πλοίου Ακιταίν.
Μεταφέροντας τον αναγνώστη στο ίδιο το καράβι, κάνοντας τον να νιώσει την ζέστη και το πνιγηρό κλίμα των τροπικών, και σε πλήρη εναρμόνιση με τα υπόλοιπα Romans Durs και την εστίαση τους στους χαρακτήρες αντί της πλοκής, ο Σιμενόν στήνει ένα άρτιο και ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που, αν και φανερώνει στα σημεία ότι πρόκειται για ένα από τα πρώτα βιβλία αυτού του είδους που υπογράφει ο συγγραφέας, καταφέρνει με επιτυχία να σκιαγραφήσει το αποικιοκρατικό πορτρέτο της εποχής.
Ένα από τα λιγότερα γνωστά βιβλία του πολυγραφότατου Βέλγου συγγραφέα, που αποκαλύπτει την λογοτεχνική του αρτιότητα πέρα από τα στενά όρια της αστυνομικής σειράς που τον έκανε γνωστό, και σε αντιπαραβολή με τα μεταγενέστερα έργα του αποκαλύπτει την εξέλιξη του.
Από τις εκδόσεις Άγρα.